Διήγημα

ΟΝΕΙΡΟ

Ένα διήγημα του Κωνσταντίνου Δ. Μαρτίνη
Είχε συννεφιά απ’ το πρωί εκείνη τη μέρα, αλλά τα σύννεφα πύκνωσαν αργότερα, γύρω στις έντεκα και μισή το πρωί, όταν εγώ ξεκίνησα για το σταθμό. Κρατούσα μια καφέ τσάντα στο δεξί μου χέρι και τα κλειδιά μου στο άλλο όταν κατέβηκα τη σκάλα και βγήκα στο δρόμο. Πέρασα μπροστά απ’ το μίνι μάρκετ στη γωνία, αγνόησα δύο γάτες δίπλα σ’ έναν κάδο απορριμμάτων και συνέχισα το δρόμο μου προς το σταθμό.
Ο σταθμός απέχει τρία με τέσσερα τετράγωνα από το σπίτι μου, οπότε μέσα σε λίγα λεπτά είχα φτάσει. Μπήκα μέσα στο μικρό, πέτρινο κτίριο και πήγα για να βγάλω εισιτήριο. Κάθισα σε μια από τις μεταλλικές καρέκλες που βρίσκονταν δίπλα στο κυλικείο.
Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να έρθει το τρένο, και όλη αυτή την ώρα είδα ανθρώπους να φτάνουν στο σταθμό –όχι πολλούς, μια χούφτα μόνο-, ίσως όχι για να ταξιδέψουν, αλλά και για άλλες δουλειές που πιθανότατα είχαν να κάνουν. Τους είδα να τριγυρνούν μέσα στο σταθμό, να κάνουν ερωτήσεις, μερικοί έκοψαν εισιτήριο για άλλες μέρες και άλλοι για την ίδια μέρα, όπως κι εγώ.
Πρόσεξα τον καθέναν τους ξεχωριστά. Μια χοντρή γυναίκα με σκούρα καστανά μαλλιά, δύο φοιτήτριες που ταξίδευαν μαζί, ένας μουσουλμάνος που –όπως άκουσα- ήθελε να κόψει εισιτήριο για Αθήνα, μια όμορφη γυναίκα μ’ ένα κοντό φόρεμα που ήθελε επίσης να κόψει εισιτήριο για άλλη μέρα, κι ένας ηλικιωμένος άντρας που κρατούσε μια άσπρη πλαστική σακούλα και μια μικρή ομπρέλα. Μάλλον υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι που κάθονταν έξω, κάτω απ’ το υπόστεγο, και υπήρχαν και δύο φαντάροι, αλλά αυτοί δεν ταξίδευαν. Το ήξερα γιατί τους είχα δει την προηγούμενη Παρασκευή. Έρχονταν κάθε φορά για κάποιου είδους παραλαβή, δεν ήξερα τι ακριβώς, αλλά ούτε με ένοιαζε να μάθω.
Λίγα λεπτά πριν φτάσει το τρένο άρχισε να ψιχαλίζει, και αργότερα η βροχή δυνάμωσε. Σηκώθηκα και βγήκα έξω, κάτω απ’ το υπόστεγο, καθώς μας πληροφόρησαν ότι το τρένο πλησίαζε και ότι έπρεπε να ετοιμαστούμε όσοι θα πηγαίναμε προς Αλεξανδρούπολη. Είδα το τρένο να στρίβει από μακριά και να πλησιάζει.
Όταν έφτασε και σταμάτησε μπροστά μας, όλοι σηκώθηκαν βιαστικοί για να επιβιβαστούν. Ο γέρος με την ομπρέλα χώθηκε μπροστά μου και με καθυστέρησε, αλλά κατάφερα να τον αποφύγω και να ανέβω στο τρένο αμέσως μετά από μια ηλικιωμένη γυναίκα.
Περπάτησα μέσα στο βαγόνι ψάχνοντας μια κενή θέση, και δεν άργησα να βρω. Έκατσα ολομόναχος σε δύο άδειες θέσεις. Δίπλα μου ακούμπησα την τσάντα μου. Στηρίχτηκα πίσω και περίμενα να ξεκινήσει το τρένο, ενώ παρατηρούσα τους άλλους επιβάτες. Δεξιά και διαγώνια από εμένα κάθονταν ένας νέος και μια νέα που μιλούσαν και γελούσαν όχι ήσυχα, μάλλον μικρότεροι από εμένα, ενώ μια θέση ποιο μπροστά τους, στραμμένη προς τους δύο νέους καθόταν μια γυναίκα μέσης ηλικίας.
Μια μητέρα με τον γιο της πέρασαν από το διάδρομο για να πάνε σε ένα άλλο βαγόνι, μάλλον ψάχνοντας για την τουαλέτα. Εκείνη του έλεγε να κάθεται φρόνιμα, να μην κάνει φασαρία. Μ’ έκανε να σκεφτώ εμένα και τη δικιά μου τη μάνα, και το πώς εκείνη ποτέ δεν είχε αναγκαστεί να μου πει να κάτσω φρόνιμα. Πολύ απλά επειδή εγώ ήμουν πάντα φρόνιμος και ήσυχος. Θυμήθηκα και την πρώτη φορά που είχα ανεβεί στο τρένο. Ήμουν ήσυχος, φυσικά, και το μόνο που έκανα ήταν να κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο με το πρόσωπο και τις παλάμες μου κολλημένες στο τζάμι. Ήμουν ο άνθρωπος που χρωστούσε στη μητέρα του όσα κανένας άλλος στους δικούς του γονείς.
Ποτέ δεν θα κατάφερνα να ανταποδώσω στη μητέρα μου όσα εκείνη είχε κάνει για μένα. Τώρα πια είμαι σίγουρος… με αγαπούσε. Τη θυμάμαι να με ρωτάει αν ήθελα να πάρουμε κάτι απ’ το κυλικείο του τρένου καθώς ο υπάλληλος περνούσε από δίπλα μας με το καροτσάκι με τα σάντουιτς και τα υπόλοιπα τρόφιμα. Επρόκειτο για ένα τόσο απλό πράγμα που εγώ δεν έκανα ποτέ για κανέναν, που είχε κάνει, όμως, η μητέρα μου για μένα. Ακόμη ένα μικρό πράγμα που είχε κάνει για μένα.
Κι η Αθανασία; Με θυμόμουν να μιλάω μαζί της απ’ το τηλέφωνο, κάνοντας όλες τις λάθος κινήσεις… δεν νομίζω ότι υπήρχε λάθος κίνηση που να μην έκανα. Τη θυμάμαι πώς είχε έρθει στο σπίτι μου φορώντας εκείνο το φαρδύ, μαύρο, κοντό παντελόνι κι εκείνη την πορτοκαλί αμάνικη μπλούζα, με τα φουντωτά ανοιχτά καστανά μαλλιά της να ανεμίζουν κι εκείνο το κρεμαστό στο λαιμό της να πέφτει ανάμεσα στο όμορφο στήθος της. Θυμάμαι και το ενδιαφέρον που έδειχνε. Με είχε και για έμπειρο, η χαζούλα. Κι όλα αυτά είχαν αντικατασταθεί αργότερα από διάφορα όνειρα δικαίωσης απέναντι στις βλακείες που της είχα αραδιάσει τότε. Άκου εκεί, δικαίωση…
Κοίταξα έξω απ’ το τζάμι. Το τρένο είχε αρχίσει να κινείται, και οι στάλες πάνω στο χοντρό γυαλί άρχισαν να ταξιδεύουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η βροχή είχε δυναμώσει πριν λίγο κι είχε παραμείνει σταθερή, στον ίδιο ρυθμό εδώ και κάποια ώρα.
Στο τζάμι δίπλα στη μπροστινή μου θέση συνέβαιναν τα ίδια πράγματα, μόνο που σ’ εκείνο υπήρχε και κάτι άλλο. Η αντανάκλαση ενός προσώπου, ενός νεανικού, γυναικείου προσώπου. Ήταν η γυναίκα που καθόταν από μπροστά μου. Ταξίδευε κι εκείνη μόνη της, και τώρα είχε στραφεί προς το παράθυρο, κι εγώ μπορούσα να διακρίνω πεντακάθαρα τα χαρακτηριστικά του προσώπου της πάνω στο τζάμι. Ήταν ένα σοβαρό πρόσωπο, λίγο θλιμμένο, ίσως. Το χρώμα του δέρματός της ήταν κάπως καστανό, και τα μαλλιά της είχαν το ίδιο χρώμα. Την αγνόησα για λίγο.
Κι έτσι που λέτε. Αυτό, δηλαδή, ήταν που ένιωθα. Ένιωθα ότι είμαι κάποιος ο οποίος δεν αξίζει τίποτα, αφού δεν ξεπλήρωνε όσα έκαναν οι άλλοι για εκείνον. Και το παράδειγμα με τη μητέρα μου είναι το πλέον κλασικό, αλλά το ίδιο ίσχυε και για την Αθανασία. Πόσες φορές άκουσε τις ανησυχίες μου, τον πόνο μου, τις σκέψεις που με βασάνιζαν τόσο έντονα…; Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω πίσω και να άλλαζα τα πράγματα, ή ακόμη καλύτερα… να έκανα μια καινούρια αρχή. Ναι, μάλλον αυτό θα έκανα. Από τη στιγμή που το τρένο θα έφτανε στον προορισμό του, εγώ θα άλλαζα. Θα έβγαινα άλλος άνθρωπος από εκείνο το τρένο, και θα αποδείκνυα στον εαυτό μου ότι δεν είμαι και τόσο σκάρτος. Τόσο απλά.
Μόνο που –κακά τα ψέματα- τα πράγματα δεν ήταν καθόλου απλά. Η αλήθεια είναι ότι είχα πολύ καιρό να δω την Αθανασία, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ακόμα τη σκεφτόμουν, όπως ήταν αλήθεια και το γεγονός ότι η μητέρα μου είχε πεθάνει. Εξάλλου, γι’ αυτό δεν είχα αρχίσει ξαφνικά να σκέφτομαι μ’ αυτόν τον τρόπο; Γι’ αυτό δεν είχα αρχίσει να κρίνω τον εαυτό μου τόσο σκληρά, νιώθοντας ότι δεν τα είχα καταφέρει καλά όσο εκείνη ήταν ακόμα ζωντανή;
Πρόσεξα ξανά την κοπέλα που καθόταν μπροστά μου. Πρέπει να ήταν μεγαλύτερη από μένα παρεμπιπτόντως. Την είδα να βγάζει ένα άσπρο βιβλίο από την μπλε τσάντα της, και για μια στιγμή προσπάθησε να διαβάσει, αλλά δεν τα κατάφερε για κάποιο λόγο. Τελικά έβαλε το βιβλίο πίσω στην τσάντα και έγειρε στο πλάι, κοιτώντας έξω απ’ το παράθυρο, επιτρέποντάς μου να παρατηρήσω κάθε λεπτομέρεια του προσώπου της.
Πώς είχα γίνει έτσι; Από ένα σημείο και μετά είχα αρχίσει να απαξιώνω τα πάντα, να τα μειώνω, να τα ισοπεδώνω, να τα γκρεμίζω σαν να μην σήμαιναν τίποτα για μένα, λες και δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να με βγάλει απ’ τη μιζέρια μου. Ίσως αυτό να είχε να κάνει με τις εμπειρίες μου. Ας πούμε… σαν να ήμουν λιγάκι πιο έμπειρος αυτή τη φορά. Αλλά δεν ξέρω… είναι δυνατόν η πείρα να αντικαθιστά όσα σημαίνουν κάτι για έναν άνθρωπο; Είναι δυνατόν να είναι ένδειξη εμπειρίας το ότι τίποτα δεν προκαλεί πλέον τον ενθουσιασμό σου; Και είχα πάντα αυτή την ίδια αντιμετώπιση για τα περισσότερα πράγματα. Ένα ειρωνικό, μισό χαμόγελο κι ένα υφάκι που έλεγε ναι, καλά, σίγουρα.
Κι όμως, ήμουν πεπεισμένος ότι δεν είχα δει τίποτα ακόμα. Πρακτικά, η ζωή μου δεν ήταν –ούτε και είναι- καθόλου ολοκληρωμένη. Απλά έτσι ένιωθα. Ή ίσως αυτό να ήταν μια αιτία για μένα για να μην προσπαθήσω να κάνω τίποτα, για να μην δουλέψω σκληρά, να μην καταφέρω τίποτα. Να μην ζήσω άλλο. Αλλά γιατί να ήθελα κάτι τέτοιο, τι μπορεί αν ήταν αυτό που με ωθούσε στο να τα τινάζω όλα στον αέρα χωρίς να δείχνω το παραμικρό δείγμα επιμονής για να κάνω τα πράγματα έστω και λίγο καλύτερα;
Όπως ίσως καταλαβαίνετε, δεν ήμουν έτοιμος για να κάνω μια καινούρια αρχή. Ή μάλλον όχι μόνο δεν ήμουν έτοιμος, αλλά δεν ήμουν ούτε κοντά στο να είμαι έτοιμος. Μήπως έφταιγε ο θάνατος της μητέρας μου; Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς είχα αρχίσει να βλέπω τα πράγματα μ’ αυτόν τον τρόπο, οπότε δεν μπορούσα να συσχετίσω την απώλειά της με τους δικούς μου προβληματισμούς… Ή μήπως έφταιγε το ότι ήμουν ακόμη ερωτευμένος με την Αθανασία ενώ εκείνη βρισκόταν τόσο μακριά μου και είχε συνεχίσει τη ζωή της;
Κάτι τέτοιες στιγμές, στιγμές δηλαδή που η σκέψη μου μπλεκόταν σε κουβάρι ανεξέλεγκτα, μου ερχόταν να αναζητήσω λύσεις ακόμη και στα πιο απίθανα μέρη. Ο πνιγμένος απ’ τα μαλλιά του πιάνεται, έτσι δεν λένε; Και σ’ αυτήν την περίπτωση ο πνιγμένος ήμουν εγώ. Αποφάσισα να στρέψω κάπου αλλού την προσοχή μου. Κοίταξα μέσα στο βαγόνι αναζητώντας κάτι που θα έδινε ώθηση στη φαντασία μου, κάτι που θα με βοηθούσε να ξεφύγω από τη μονοτονία εκείνων των αδιέξοδων σκέψεων που έμοιαζαν να εντείνονται από την αργή και σταθερή κίνηση του τρένου.
Το βλέμμα μου έπεσε πάνω σ’ εκείνο το τζάμι, και είδα ξανά το πρόσωπο της γυναίκας που καθόταν μπροστά μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα και ένιωσα γαλήνια. Στηρίχτηκα πίσω και έμεινα να χαζεύω το πρόσωπό της. Κοίταζε έξω μ’ εκείνο το ίδιο βλέμμα που σας ανέφερα και πριν. Για κάποιο λόγο σκέφτηκα ότι θα ήταν δασκάλα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ήταν η αρμονία των χαρακτηριστικών της που με έκανε να σκεφτώ ότι επρόκειτο για έναν καλό άνθρωπο, έναν άνθρωπο που παράλληλα θα ήταν καλός με τα παιδιά, που θα τα κατάφερνε καλά μαζί τους, έναν απλό άνθρωπο. Θα μπορούσε να είναι φίλη μου, σκέφτηκα. Μήπως καταλάβαινε ότι την κοίταζα; Μερικές φορές μου φαινόταν σαν να πήγαινε να χαμογελάσει, αλλά εγώ επέμενα, δεν έπαιρνα το βλέμμα μου από πάνω της. Απολάμβανα το ρίσκο να με καταλάβει και να έρθω σε δύσκολη θέση.
Σε λίγο θα της μιλούσα. Και θα γινόμασταν φίλοι. Και το τρένο θα σταματούσε σε μια άλλη πόλη, σε μια ξένη, μικρή πόλη. Σε μια πόλη όμορφη με πολλούς κήπους, δέντρα, πέτρινα χαμηλά κτίρια και πλατείες. Κι εγώ θα κατέβαινα μαζί της απ’ το τρένο καθώς θα περπατούσαμε προς το δρόμο όπου θα μέναμε. Θα είχα ένα σπίτι με την Αθανασία, κι η φίλη μου θα έμενε μερικά σπίτια πιο κάτω, λίγο πριν το αρτοποιείο απ’ όπου θα αγόραζα κάθε μέρα ψωμί. Θα περνούσα από όμορφες αυλές με πολύ πράσινο και πολύχρωμα λουλούδια για να φτάσω στο αρτοποιείο, αυλές που θα στόλιζαν ξύλινα και πέτρινα διώροφα σπίτια με οικογένειες απλών, καθημερινών ανθρώπων που θα τους άρεζε η ησυχία. Εγώ κι η Αθανασία θα τα πηγαίναμε μια χαρά, και το ίδιο θα ίσχυε και για τη φίλη μου, θα τα πηγαίναμε μια χαρά εμείς οι δύο. Θα μπορούσα να της πω τα πάντα, κι εκείνη θα μου μιλούσε για τον εαυτό της, αν και θα κρατούσε κάποια πράγματα μέσα της. Δεν θα με πείραζε. Κι όλα θα ήταν τόσο αρμονικά και ειρηνικά… και ήσυχα και όμορφα. Κι η μητέρα μου θα ήταν ζωντανή, θα ερχόταν συχνά για να βλέπει εμένα και την Αθανασία, και κάθε φορά που θα ερχόταν εγώ θα έπαιρνα γλυκά από εκείνα τα ζαχαροπλαστεία με τις όμορφες βιτρίνες που θα υπήρχαν στην πόλη. Και θα μπορούσα, πλέον, να ξεπληρώσω τα χρέη μου απέναντί τους, θα με βοηθούσε σ’ αυτό η φίλη μου, η δασκάλα, και οι συμβουλές της, τα έξυπνα λόγια της… Και ξέρετε κάτι; Όλα αυτά δεν θα τα αντάλλαζα με τίποτα. Με τίποτα απολύτως. Ούτε γι’ αστείο.
 
Όπως καταλαβαίνετε, το τρένο δεν σταμάτησε σε καμιά ιδιαίτερη πόλη σαν αυτή που είχα φανταστεί. Σταμάτησε απλά στον προορισμό του, όπου ο καιρός ήταν εξίσου συννεφιασμένος με την Κομοτηνή. Εγώ περίμενα στη θέση μου μέχρι να δω τη γυναίκα από μπροστά μου να σηκώνεται, κι όταν εκείνη βγήκε στο διάδρομο ανάμεσα στις θέσεις, σηκώθηκα κι εγώ και την ακολούθησα. Μια ηλικιωμένη γυναίκα μπήκε ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εκείνη, και για μια στιγμή ανησύχησα μήπως τη χάσω από τα μάτια μου, αλλά αυτό δεν συνέβη.
Κατεβήκαμε απ’ το τρένο και περπατήσαμε στην αποβάθρα πολλοί επιβάτες μαζί. Εγώ δεν τολμούσα να πάρω το βλέμμα μου απ’ τα κοκκινωπά μαλλιά της για να μην την χάσω σε κάποια ανυπολόγιστη στιγμή. Λίγο αργότερα το τοπίο ξεκαθάρισε. Άλλοι περπάτησαν προς τα ταξί που περίμεναν πιο πέρα απ’ τον σταθμό και άλλοι, όπως εγώ, έφυγαν με τα πόδια.
Θα την ακολουθούσα. Δεν θα δίσταζα να το κάνω. Δεν ήταν, βέβαια, κάτι που έκανα κάθε μέρα, αλλά θα το τολμούσα. Την είδα να περνάει το δρόμο και περπάτησα αργά από πίσω της, αφήνοντας μια σχετικά ασφαλή απόσταση ανάμεσά μας. Την ακολούθησα για αρκετή ώρα. Πέρασε από τον κεντρικό δρόμο, τη Λεωφόρο Δημοκρατίας, και έφτασε μέχρι τη Μαζαράκη, εκεί που βρισκόταν κάποτε η πιάτσα των ταξί. Εκεί λοιπόν έστριψε και άρχισε να ανεβαίνει προς τα πάνω.
Συνέχισα κρατώντας την καφέ τσάντα μου στο δεξί μου χέρι, το οποίο είχε αρχίσει να κουράζεται τώρα πια, γι’ αυτό και τελικά αποφάσισα να την κρατήσω για λίγο με το αριστερό. Εκείνη είχε περάσει την τσάντα της πάνω απ’ τον ώμο της. Δεν μπορούσα να μαντέψω τι είχε εκεί μέσα, αλλά χωρούσαν λίγα πράγματα. Σίγουρα όχι ρούχα. Το πολύ καμιά ζακέτα, ή μπλούζα, ή κάτι τέτοιο.
Την ακολούθησα μέχρι το σπίτι της. Έμενε σε ένα στενό δύο δρόμους πριν το πρώτο λύκειο της πόλης. Το σπίτι είχε τρεις ορόφους, ο καθένας με ένα μεγάλο μπαλκόνι. Την είδα να περνάει την πόρτα της εισόδου, κι ύστερα χάθηκε για λίγο. Εγώ πήγα και περίμενα πίσω από δύο χαμηλά δέντρα που βρίσκονταν στην άκρη του απέναντι πεζοδρομίου. Στην αρχή δεν ήξερα γιατί περίμενα, απλά δεν μου φαινόταν εντάξει το να φύγω έτσι απλά, αλλά ύστερα χαμογέλασα. Δύο στόρια άνοιξαν στον δεύτερο όροφο, το ένα μετά το άλλο, και τώρα ήξερα που έμενε. Διέσχισα ξανά τον δρόμο και κοίταξα τα ονόματα στο κουδούνι. Αυτό του δεύτερου ορόφου ήταν κενό. Δεν μπορούσα να μάθω έτσι το όνομά της. Τότε αποφάσισα πως μέχρι εδώ ήταν αρκετά. Είχε έρθει η ώρα να φύγω, κι αποφάσισα να γυρίσω στο πατρικό μου.
Βγήκα απ’ τα στενά σε έναν δρόμο που συνήθως είχε περισσότερη κυκλοφορία, σ’ αυτόν που περνούσε δίπλα από ένα δημοτικό, δεν θυμάμαι τον αριθμό του συγκεκριμένου σχολείου, όμως, δεν τον πρόσεξα… Σκέφτηκα να ακολουθήσω τον δρόμο που ακολουθούσα και τότε, όταν ακόμα ήμουν μαθητής και επέστρεφα απ’ το σχολείο. Δεν μπορούσα να συνδέσω το τι σχέση είχαν μεταξύ τους όλα όσα έκανα, αλλά αυτό που μπορώ να σας πω είναι ότι το έκανα για την αίσθηση. Αυτή ήταν η δουλειά μου, έτσι κι αλλιώς… το να συλλέγω συναισθήματα. Ήμουν περίεργος να δω πως θα ένιωθα, τι σκέψεις θα μου προκαλούσε αυτή η μικρή αναδρομή στο παρελθόν.
Κατέληξα, λοιπόν, σε ένα άλλο στενό, πέρασα μπροστά από ένα αρτοποιείο, κι από εκεί βγήκα σε ένα μικρό πάρκο ανάμεσα σε μερικά σπίτια. Ήταν πολύ μικρό και πάντα μου άρεζε. Είχε μερικά δέντρα, κάτι θάμνους και λίγα λουλούδια. Χάρηκα που είδα ότι υπήρχε ακόμα. Στη συνέχεια πέρασα μπροστά από το σπίτι της γυναίκας που με πρόσεχε όταν ήμουν μωρό ακόμα. Είχε πεθάνει πριν χρόνια, αλλά εγώ και η οικογένειά μου δεν το είχαμε μάθει. Δεν είχαμε πάει καν στην κηδεία της, παρόλο που η μητέρα μου διατηρούσε σχέσεις μαζί της όσο εκείνη ζούσε. Όσο ζούσαν κι οι δυο τους, δηλαδή.
Πέρασα την Εθνικής Αντίστασης, έναν μεγάλο δρόμο στον οποίο βρισκόταν το περίπτερο στο οποίο με έστελναν κάποτε για να αγοράζω εφημερίδες, και μπήκα σε έναν παράδρομο που κάποτε, τους χειμώνες, θεωρούσα τον πιο όμορφο δρόμο της πόλης. Θυμόμουν ότι γυρνούσα το βράδυ περνώντας μέσα από εκείνο το γραφικό δρομάκι με τα όμορφα σπίτια, ενώ ο αέρας έκανε ένα καμπανάκι που βρισκόταν σε κάποιο απ’ τα μπαλκόνια να ακούγεται με τον δικό του ιδιαίτερο ήχο. Τελικά έφτασα στο πατρικό μου.
Είχα ακόμη τα κλειδιά περασμένα στον ίδιο κρίκο που είχα και τα κλειδιά του διαμερίσματός μου στην Κομοτηνή, αλλά και του σπιτιού μου στα Τρίκαλα. Ήλπιζα μόνο να μην είχαν αλλάξει την κλειδαριά της εξώπορτας αυτοί που έμεναν από πάνω, αλλά γιατί θα έκανε κανείς κάτι τέτοιο; Πέρασα την είσοδο με ευκολία τελικά, αφού πρώτα έριξα μια ματιά στο παλιό αυτοκίνητο των γονιών μου, ένα μικρό τζιπ. Ανέβηκα τη σκάλα μέχρι που έφτασα στην πόρτα του σπιτιού, στον πρώτο όροφο. Μπήκα μέσα.
Δεν θυμόμουν ποτέ το σπίτι να ήταν σκοτεινό, αλλά τώρα οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες και έξω είχε συννεφιά, οπότε ναι, τώρα το σπίτι ήταν σχετικά σκοτεινό. Άφησα την τσάντα μου μπροστά στο ντουλάπι που βρισκόταν κάτω απ’ τον καθρέφτη και περπάτησα μέσα στο σαλόνι, στην κουζίνα, κι ύστερα στον διάδρομο, προς τα υπνοδωμάτια όπου το σκοτάδι ήταν διπλά πιο πυκνό.
Θα περίμενα να βρω φαντάσματα μέσα στο πατρικό μου. Της μητέρας και του πατέρα μου… και ίσως τη σκιά του αδερφού μου… αν είχε μείνει έστω και η σκιά του μέσα σ’ εκείνο το σπίτι.
Στο δωμάτιό μου βρήκα κάτι παλιά άλμπουμ μουσικής. Ήταν ένας από τους λόγους που είχα γυρίσει… έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή μου η μουσική που άκουγα. Μου έδινε εμπειρίες… με βοηθούσε πολύ στη δουλειά μου. Θυμάμαι πώς οι στίχοι κάποιων τραγουδιών με παρακινούσαν να γράψω… Υπήρχε μάλιστα εκείνο το τραγούδι… δεν θυμάμαι τον τίτλο του τώρα, αλλά τραγουδούσε μια γυναίκα. Κι εγώ δεν την είχα δει ποτέ στη ζωή μου, αλλά νόμιζα ότι θα την ερωτευόμουν μόνο ακούγοντας τη φωνή της. Για κάποιο λόγο σκεφτόμουν ότι θα έπρεπε να είναι πανέμορφη. Και τώρα χαμογελάω στη σκέψη... Κι όμως, είχα διαβάσει κάπου ότι έρωτας μπορεί να υπάρξει μόνο για ένα απρόσιτο πρόσωπο… κι εκείνη η τραγουδίστρια ήταν σίγουρα ένα απρόσιτο πρόσωπο για μένα.
Ό,τι υπήρχε στο ψυγείο βρισκόταν για μήνες εκεί μέσα και ήταν άχρηστο πια. Κι αυτό γιατί κανείς δεν είχε φροντίσει γι’ αυτό. Μετά την κηδεία της μητέρας μας, αποφασίσαμε και εγώ και ο αδερφός μου να φύγουμε αμέσως από την πόλη. Για διαφορετικούς λόγους, βέβαια, αλλά αυτή την απόφαση είχε πάρει ο καθένας για τον εαυτό του. Θα έβαζα στοίχημα ότι ο αδερφός μου είχε πάρει όρκο να μην γυρίσει ποτέ, αλλά δεν νιώθω σαν να θέλω να το συζητήσω τώρα.
Τα πράγματα με την κηδεία του πατέρα μου είχαν λειτουργήσει αλλιώς. Εκείνος είχε πεθάνει από καρκίνο. Θυμάμαι πώς είχα μείνει για πολλή ώρα καθισμένος σε μια ξύλινη καρέκλα, δίπλα στο νεκροκρέβατό του, κρατώντας το χέρι του… το χέρι ενός πτώματος… το χέρι του πατέρα μου. Η μάνα μου περίμενε έξω, στο διάδρομο, κι ο αδερφός μου έλειπε στο εξωτερικό κυνηγώντας το όνειρο.
Πέρασα αρκετή ώρα ακούγοντας τα παλιά εκείνα άλμπουμ που είχα ξεθάψει. Κάποιες φορές οι αναμνήσεις με έκαναν να χαμογελάσω, αν και πολλές στιγμές ένιωσα σαν να ήθελα να τα παρατήσω όλα. Να παρατήσω το ταξίδι και να γυρίσω πίσω στα Τρίκαλα, εκεί που είχα χτίσει τη ζωή μου. Εξάλλου, τα Τρίκαλα ήταν η τελευταία μου ευκαιρία να τακτοποιήσω τα πράγματα έτσι ώστε να μην έχω λόγους να μετανιώσω για όσα έκανα. Αν τα σκάτωνα κι εκεί, τότε δεν ήξερα που θα πήγαινα μετά. Ίσως στο Ναύπλιο. Μια απλή σκέψη είναι αυτή, τώρα…
Είχα κάνει μια στάση στην Κομοτηνή πρώτα, όπως καταλάβατε. Στο φοιτητικό μου διαμέρισμα. Το είχα νοικιάσει ξανά μετά από τόσα χρόνια απλά και μόνο για να έχω τη δυνατότητα να το επισκέπτομαι. Δεν ήταν τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου τα φοιτητικά, αλλά ήθελα να επιστρέφω στα παλιά κάθε τόσο. Κι αυτή ήταν η πρώτη φορά που το έκανα. Η πρώτη φορά που επέστρεφα, και διαπίστωνα ότι το παρελθόν μου δεν ήταν και ο πιο όμορφος τόπος για να βρίσκεται κανείς.
Αλλά αυτό ήταν κάτι που θα έπρεπε να το ξέρω ήδη. Εγώ ο ίδιος ήθελα να φύγω απ’ την Αλεξανδρούπολη όταν ακόμη τέλειωνα το σχολείο. Αργότερα είχα διαπιστώσει ότι δεν ήθελα να πάω και πολύ μακριά… κι όμως, υπήρχαν φορές που πραγματικά ήθελα να πάω κάπου αλλού, να φύγω μακριά από όλους αυτούς του γνωστούς που είχα, εκείνους με τους οποίους είχα κάνει τόσα λάθη. Ήθελα να μην με ξαναδούν ποτέ, και να μην τους ξαναδώ κι εγώ.
Στην αρχή είχα ξεχάσει πώς ένιωθα. Η αυτοτιμωρία με είχε κάνει να ξεχάσω πόσο πολύ μισούσα τους παλιούς μου φίλους. Τα είχα χαντακώσει όλα κάτω απ’ το χαλί, ακριβώς όπως είχα κάνει με τις τύψεις μου. Ακριβώς όπως είχα κάνει με την Αθανασία κάποτε. Μόνο που λίγο καιρό αργότερα όλα εκείνα άρχισαν να ξεπροβάλλουν. Κι έτσι, διαπίστωσα ότι όλες οι επιλογές μου ήταν βασισμένες σε ψέματα, σε ψεύτικα όνειρα που απείχαν πολύ απ’ την πραγματικότητα. Και τώρα έπρεπε να συγκεντρωθώ… να προσαρμοστώ ή να βρω έναν τρόπο να τη σκαπουλάρω. Εγώ, που είχα τα μάτια μου κλειστά, που δυσκολευόμουν να βγω στον έξω κόσμο, να τον αποδεχτώ, να γίνω κομμάτι του. Έπρεπε να φτιάξω έναν δικό μου κόσμο, λοιπόν, έτσι ώστε να μπορώ να επιβιώνω. Το πρόβλημα ήταν ότι ο κόσμος που είχα φτιάξει αποδείχτηκε πολύ τρομακτικός.
Είχα, συνεπώς, την ανάγκη να περνάω πολλές ώρες με τον εαυτό μου και τις σκέψεις μου, κάτι που δεν είναι πάντα και πολύ καλό. Είχα την ανάγκη να ονειρεύομαι… να έρχομαι σε επαφή με ό,τι είχε απομείνει από τα όνειρά μου. Κάπως έτσι απομακρύνθηκα και από την Αθανασία. Κάθε φορά που ήμασταν μαζί ένιωθα ότι υπήρχε κάτι ανάμεσά μας που μας ένωνε, αλλά και κάτι που μας κρατούσε μακριά. Ήταν σαν να την ήθελα, και σαν εκείνη να έδειχνε ενδιαφέρον, αλλά παράλληλα σαν να με απωθούσε. Κι αυτό με έκανε να σκέφτομαι ότι δεν ήμουν κανένας σημαντικός για εκείνην. Μετά από κάθε λάθος εκτίμηση μαζί της ένιωθα σαν να ήθελα να καταστρέψω τον εαυτό μου.
Μερικές φορές ακόμη με πιάνει εκείνος ο φόβος μου με έπιανε και τις μέρες που ζούσα μέσα στον κόσμο μου. Ο φόβος για τα μικρά πράγματα. Ο φόβος για τα πάντα. Είχα ακούσει ότι για να έρθει η αλλαγή πρέπει πρώτα να επέλθει η απόλυτη καταστροφή. Λοιπόν για μένα υπήρχε κάθε φορά μια καταστροφή που άφηνε καινούριες υποσχέσεις, οι οποίες μόνο κατά το ήμισυ εκπληρώνονταν. Αλλά ίσως δεν θα έπρεπε να παραπονιέμαι και τόσο.
Ήθελα να γίνω συγγραφέας. Μεγάλος και τρανός συγγραφέας. Από τότε που ήμουν μικρός. Ο καιρός πέρασε, πράγματα συνέβησαν, κι εγώ ωρίμασα κάπως. Προσγειώθηκα κάπως ανώμαλα, όπως και οι περισσότεροι ονειροπόλοι, μάλλον. Τα πρότυπά μου άλλαξαν, και για να πω την αλήθεια στράφηκα εναντίον των παλιών μου ειδώλων. Πολιτικοποιήθηκα κιόλας σε ένα βαθμό. Και κατάφερα τελικά να γίνω συγγραφέας. Δεν ήθελα πια να γίνω μεγάλος και τρανός, δημοφιλής και δυνατός. Ήθελα, όμως, να ζω απ’ το γράψιμο, γράφοντας μόνο όσα ήθελα, και όχι κάνοντας την πουτάνα.
Ζούσα απ’ το γράψιμό, λοιπόν, ναι. Αλλά τι άλλο ήθελα; Ξεγράψτε την ερώτηση, είναι κάπως λάθος. Η σωστή είναι η εξής: Ποιο ήταν το τίμημα;
Έτσι όπως το βλέπω εγώ, το τίμημα ήταν ότι ήμουν ακόμη ένας κυνηγημένος. Με κυνηγούσε το παρελθόν μου. Χρόνια είχα που πήγαινα σε ψυχολόγο, για ένα διάστημα είχα πάρει και φάρμακα από ψυχίατρο, κι όμως είχα ακόμη τύψεις για τα μικρά πράγματα. Για τους ανόητους έρωτές μου με γυναίκες που δεν μπορούσα ούτε να σταθώ δίπλα τους. Για τα λάθη μου, για τις ελλιπείς… γνώσεις και… ξέρω γω… εμπειρίες μου. Για τα καταραμένα τα λάθη, ξανά απ’ την αρχή… Και έγραφα για όλα αυτά. Πουλούσα τον πόνο μου, αυτό έκανα μέχρι πρόσφατα. Κι εκείνος έπιανε τόπο. Κι εγώ τώρα χρειαζόμουν τη δόση μου. Χρειαζόμουν μια δόση αυτοτιμωρίας, γι’ αυτό έκανα αυτό το ταξίδι. Επειδή στην πραγματικότητα δεν έφυγα ποτέ απ’ την Αλεξανδρούπολη, και δεν έφυγα ποτέ απ’ την Κομοτηνή. Και τώρα οι τύψεις μου είχαν αρχίσει να χτίζουν την αυτοκρατορία τους στα Τρίκαλα, κι εγώ σε λίγο θα έπρεπε να φύγω για άλλη μια φορά.
Τι θα μου έλεγε η φίλη μου για όλα αυτά; Ξέρετε ποιαν εννοώ… όχι την Αθανασία. Εκείνη την γυναίκα μέσα στο τρένο. Θυμάστε πως τη φανταζόμουν, ελπίζω… σαν κάποια που θα με συμβούλευε… σχεδόν. Τι θα μου έλεγε εκείνη, λοιπόν; Τι θα μου λέγατε εσείς; Πιστεύω ότι θα μου έλεγε να το αντιμετωπίσω. Αυτό πιστεύω εγώ, δηλαδή. Δεν ξέρω για εσάς. Ναι, μάλλον θα μου έπιανε το χέρι ενώ θα καθόμασταν στο τραπέζι της κουζίνας της, και θα μου έλεγε ότι έπρεπε να δώσω λύση στις τύψεις… στην αυτοτιμωρία μου… Ξέρετε, στη μικρή πόλη με τα πέτρινα κτίρια, τις πλατείες και τα ζαχαροπλαστεία και όλα τα σχετικά, στην πόλη που δεν υπάρχει. Δεν ξέρω γιατί είχα κολλήσει με τα ζαχαροπλαστεία… κάπου θα είχα δει κάτι παρόμοιο, φαντάζομαι.
Τέλος πάντων, με όλα αυτά και με τη μουσική που άκουγα επί ώρες, είχε φτάσει και το απόγευμα. Και αν ήθελα να επιβιώσω στο πατρικό μου, έπρεπε να πάω για ψώνια.
 
** 
Είχα ψάξει στο γραφείο του πατέρα μου για να βρω τα κλειδιά του παλιού αυτοκινήτου, θα το χρειαζόμουν για τα ψώνια. Επέστρεψα στο σπίτι κάποια ώρα αργότερα και έφτιαξα έναν καφέ. Πέταξα και τα παλιά πράγματα που είχε μέσα το ψυγείο. Είχα την εντύπωση ότι πρώτη φορά ξόδευα τόσα πολλά λεφτά σε σούπερ μάρκετ. Τόσα πολλά είχα αγοράσει.
Βγήκα και κάθισα στο μπαλκόνι για λίγο, μέσα στην φθινοπωρινή ψύχρα. Ψιχάλιζε πάλι. Ο καφές, όμως, ήταν ζεστός και ήταν όμορφα. Έτσι μου άρεζε, να ρουφάω κάθε σταγόνα μελαγχολίας που υπήρχε γύρω μου, κάθε αίσθηση μοναξιάς. Κάπως έτσι θα τελείωνα μια μέρα. Μόνος.
Τέλειωσα τον καφέ σχετικά γρήγορα, και αποφάσισα να γυρίσω στο σπίτι της φίλης μου. Εκείνην απ’ το τρένο, εννοώ. Δεν ήξερα τι ακριβώς ήθελα από εκείνη, αλλά αποφάσισα να αφήσω τις αισθήσεις μου να με καθοδηγήσουν. Πήρα το αυτοκίνητο, λοιπόν, και οδήγησα μέχρι ένα σημείο κοντά στο σπίτι της. Από το σημείο εκείνο μπορούσα να δω την είσοδο του κτιρίου, αλλά και τα παράθυρα. Οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες και τα φώτα ήταν σβηστά, αλλά εκείνη καθόταν στο μπαλκόνι. Φορούσε μια γκρι ζακέτα και είχε τα μαλλιά της πιασμένα πίσω… αν μπορούσα να δω καλά. Και διάβαζε ένα βιβλίο.
Τι τρόπος να προσεγγίσεις έναν άνθρωπο! Πόσο βλάκας μπορούσα να είμαι; Πόσο περίεργος, ανίδεος, ανήθικος και ηλίθιος έπρεπε να είμαι για να κάθομαι και να την παρακολουθώ έτσι; Απ’ την άλλη βέβαια, ο καθένας έχει τον τρόπο του. Θυμάμαι ένα κορίτσι σε ένα κατάστημα στα Τρίκαλα. Κάθε φορά που πήγαινα εκεί μου μιλούσε απότομα, ώσπου μια μέρα έσκυψε μπροστά και με φίλησε… η ηλίθια. Εγώ την έσπρωξα πίσω τόσο δυνατά που χτύπησε πάνω σε ένα ράφι. Ήθελα να την χτυπήσω, τόσο πολύ με είχε εκνευρίσει, αλλά κάτι με σταμάτησε. Η λογική, ίσως. Για ποιο λόγο είχα ενοχληθεί τόσο πολύ;
Δεν πήγα ποτέ ξανά σ’ εκείνο το κατάστημα, αν και λίγο αργότερα άρχισα να καταλαβαίνω τι με είχε ενοχλήσει. Η αποδοχή. Το ενδεχόμενο να της αρέσω. Δεν καταλάβαινα τι μου έβρισκε, και μου την είχε δώσει το ότι μου το έδειξε. Και μάλιστα μ’ αυτόν τον τρόπο… αυθόρμητα, ας πούμε.
Εν πάση περιπτώσει, αυτό που προσπαθώ να σας πω, είναι ότι είχα κι εγώ τον απλό, παρανοϊκό μου τρόπο. Ο σκοπός ποιος ήταν, δεν ξέρω. Μάλλον το να βρω μια ευκαιρία για να της μιλήσω. Αλλά δεν ήξερα ακόμη τι ακριβώς περίμενα από εκείνην. Γιατί το να βασιστώ σε ένα όνειρο μέσα στο οποίο εγώ ήμουν τελικά παντρεμένος με την Αθανασία, ενώ η γυναίκα απ’ το τρένο –όπως κι αν την έλεγαν- ήταν φίλη μου, δεν ήταν μια κίνηση πολύ έξυπνη, μάλλον. Τι ήθελα; Μήπως να έφευγα; Να έβαζα ένα τέλος σ’ αυτή την ιστορία; Ίσως έτσι να ήταν καλύτερα.
Έσκυψα λίγο μπροστά και κοίταξα στο μπαλκόνι της. Είχε σηκωθεί όρθια και στεκόταν στην άκρη, κοιτάζοντας προς την πλευρά που είχα παρκάρει. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα για μένα, επομένως ήμουν προς το παρόν αόρατος.
Για να μην τα πολυλογώ, εκείνη έμεινε στο μπαλκόνι, κι εγώ έμεινα καθισμένος μέσα στο αυτοκίνητο, ακούγοντας ανόητα τραγούδια από έναν τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό, παρατηρώντας την ίδια στιγμή τις κινήσεις της. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα ότι κάποιος την παρακολουθούσε, κι εγώ δεν ήξερα καθόλου τι άνθρωπος ήταν, αλλά εκείνη την στιγμή ένιωθα σαν να είχαμε μια κάποιου είδους σχέση. Περίεργη σχέση, σχεδόν ανύπαρκτη, αλλά εκείνη την στιγμή σχετιζόμασταν, νομίζω.
Τελικά μπήκε μέσα και άναψε τα φώτα, αφήνοντας εμένα ολομόναχο. Έβαλα μπρος το αυτοκίνητο και άρχισα να οδηγάω μέσα στην πόλη για λίγο, σκοτώνοντας τον χρόνο μου. Αποφάσισα να επιστρέψω ξανά το επόμενο πρωί. Ίσως έτσι να μάθαινα πού δουλεύει. Ίσως τελικά να έβρισκα έναν τρόπο να την πλησιάσω.
Το επόμενο πρωί πάρκαρα στην ίδια θέση. Περίμενα περίπου μιάμιση ώρα, όταν είδα την πόρτα της εισόδου να ανοίγει. Την είδα να βγαίνει έξω. Κατέβηκα αμέσως από το αυτοκίνητο, το κλείδωσα και έτρεξα πίσω της. Είχα να τρέξω κατά μήκος ενός μικρού δρόμου για να την φτάσω, δεν την έβλεπα πια.
Όταν έφτασα στην γωνία ακριβώς απέναντι από το σπίτι της, κοίταξα προσεκτικά. Περπατούσε προς το κέντρο της πόλης. Υπέθεσα, δηλαδή, ότι κατευθυνόταν προς το κέντρο. Λογικά θα δούλευε κάπου, έτσι δεν είναι; Την ακολούθησα, λοιπόν, με τα πόδια και περπατήσαμε μαζί αρκετά λεπτά, ώσπου τελικά εκείνη μπήκε σε ένα βιβλιοπωλείο το οποίο δεν θυμόμουν από παλιά. Υπέθεσα ότι ήταν σχετικά καινούριο.
Στάθηκα μπροστά στην βιτρίνα παριστάνοντας ότι κοίταζα τα βιβλία. Στην πραγματικότητα προσπαθούσα να δω τι έκανε εκεί μέσα. Έβγαζε το παλτό της για την ώρα, αυτό έκανε. Κι ύστερα πήγε κάπου πίσω, κάπου που δεν την έβλεπα, κι επέστρεψε με ένα φλιτζάνι που μάλλον είχε μέσα καφέ. Κι ύστερα στάθηκε πίσω απ’ τον πάγκο. Δούλευε εκεί, λοιπόν. Μπήκα μέσα.
Τα μαλλιά μου είχαν βραχεί απ’ το ψιλόβροχο, το ίδιο και το δερμάτινο σακάκι μου, αλλά σε γενικές γραμμές δεν με ένοιαζε και πολύ η εμφάνισή μου τα τελευταία χρόνια. Απλά προσπαθούσα να μην δείχνω αστείος. Σε καμιά περίπτωση δεν προσπαθούσα να δείχνω εντυπωσιακός ή κάτι τέτοιο.
«Γεια σας», είπε εκείνη, κι εγώ χαμογέλασα.
«Γεια», είπα. «Είμαι ο πρώτος πελάτης;» Βλακείες… προσπαθούσα να ανοίξω συζήτηση.
«Ναι», είπε εκείνη.
«Βλέπω ότι δεν προλάβατε να πιείτε τον καφέ σας ακόμη…»
«Μην σας ανησυχεί αυτό, δεν άνοιγα εγώ σήμερα το κατάστημα. Είναι κάποιος άλλος κάτω εδώ και αρκετή ώρα. Πως μπορώ να σας βοηθήσω;»
Κοίταξα γύρω μου ψάχνοντας μια απάντηση. Δεν έψαχνα τίποτα, άρα… τι θα της έλεγα; Ότι την είδα στο τρένο και ότι ήθελα να μιλήσω μαζί της; Μαλακίες, προφανώς όχι κάτι τέτοιο.
«Ψάχνω ένα τετράδιο… ξέρεις… από αυτά τα…»
«Ημερολόγιο;»
«Ναι!» είπα. «Από αυτά».
Την ακολούθησα στο βάθος, σε έναν πάγκο που είχε κάθε είδους τετράδιο.
«Μπορείτε να ρίξετε εδώ μια ματιά», μου είπε. «Όλα αυτά, στην αριστερή πλευρά είναι ημερολόγια».
«Εντάξει, ευχαριστώ».
«Ψάχνετε κάτι συγκεκριμένο; Υπάρχουν αυτά με τις εικόνες ζώων, αυτά με τις γελοιογραφίες…»
«Θα προτιμούσα κάτι απλό…»
Μου έδειξε ένα σκούρο κόκκινο τετράδιο με χοντρό εξώφυλλο. Ήταν όμορφο. Το κράτησα στα χέρια μου και έκανα ότι με ενδιέφερε. Της είπα ότι θα το αγόραζα κι ύστερα την ακολούθησα στον πάγκο. Αποδείχτηκε ότι στο τρένο είχα κάνει λάθος. Δεν ήταν μεγαλύτερη, αλλά μικρότερη από εμένα. Ήταν οπωσδήποτε μικρότερη κατά μερικά χρόνια.
«Πως σε λένε;» Την ρώτησα.
Εκείνη γύρισε και με κοίταξε για μια στιγμή.
«Ιωάννα», είπε.
Εγώ έγνεψα καταφατικά. Δεν με ρώτησε το δικό μου όνομα. Με ρώτησε, ωστόσο, κάτι άλλο ενώ έβαζε το ημερολόγιο μέσα σε μια σακούλα.
«Είσαι συγγραφέας, έτσι δεν είναι;»
«Ε;»
«Λέω…» είπε ξανά «Είσαι συγγραφέας, σωστά; Είμαι σίγουρη ότι σε έχω δει κάπου».
«Μπορεί», της είπα και χαμογέλασα. «Αυτό σημαίνει ότι σου αρέσει να διαβάζεις;»
«Ας πούμε ότι ασχολούμαι», μου είπε.
«Ωραία», είπα. «Ωραία».
«Τελικά είσαι συγγραφέας ή όχι;»
«Είμαι», της είπα. «Είμαι». Το γράψιμο. Μερικές φορές μπορούσε να σε βοηθήσει, τελικά. Με διάφορους τρόπους, απ’ ό,τι φαίνεται. «Έχεις διαβάσει κάτι δικό μου;»
«Δεν ξέρω, μπορεί. Πάντως δεν έχω γνωρίσει ποτέ συγγραφέα».
«Δεν ξέρω αν διαφέρουμε καθόλου, για να σου πω την αλήθεια. Απλά… εμείς γράφουμε. Νομίζω ότι αυτή είναι η μόνη διαφορά μας».
«Εγώ νομίζω ότι κάνεις λάθος. Νομίζω ότι έχετε κι άλλες διαφορές».
«Όπως;» Τη ρώτησα. Για να σας πω την αλήθεια, κι εγώ νόμιζα ότι είχαμε κι άλλες διαφορές εμείς οι συγγραφείς, απλά δεν ήθελα να με περάσει για ψώνιο.
«Μερικοί από εσάς βλέπετε τα πράγματα με κάποιο διαφορετικό τρόπο, νομίζω… είστε πιο ευαίσθητοι».
«Δεν είμαι σίγουρος αν ισχύουν όλα αυτά…»
Η Ιωάννα ήπιε μια λίγο απ’ τον καφέ της και μου χαμογέλασε. Ύστερα με ρώτησε το όνομά μου, κι εγώ της το είπα. Έψαξε στον υπολογιστή και είδε ότι υπήρχαν στο βιβλιοπωλείο δύο απ’ τα βιβλία μου. Είπε ότι θα διάβαζε το ένα, και ότι θα ήθελε να μπορεί να το συζητήσει μαζί μου. Της είπα ότι θα ήταν ό,τι καλύτερο.
«Ποιο θα μου πρότεινες να διαβάσω;» Με ρώτησε.
«Αυτό με τα διηγήματα», της είπα. «Νομίζω ότι είναι καλύτερο».
«Εντάξει», είπε. «Θα μπορέσεις να ξαναπεράσεις κάποια στιγμή; Για να… μιλήσουμε».
«Ναι, εντάξει. Σε… τρεις μέρες ίσως;»
Συμφώνησε. Είπε ότι θα έβαζε τα δυνατά της για να τελειώσει το βιβλίο μέχρι τότε. Κι ύστερα έφυγα κρατώντας τη σακούλα με το ημερολόγιο.
 
** 
Την επόμενη μέρα ξύπνησα νωρίς το πρωί και πήγα σχολείο. Ναι, καλά διαβάσατε. Πήγα σχολείο, ακριβώς όπως πήγαινα κάποτε. Ακολούθησα τον ίδιο δρόμο που ακολουθούσα και τότε, παρατηρώντας τις όποιες διαφορές με το παρελθόν, και έφτασα μέχρι την είσοδο της αυλής. Συνάντησα πολλά παιδιά μέχρι να φτάσω, και διαπίστωσα με μια κάποια πικρία αλλά και με ένα χαμόγελο ότι το σχολείο στο οποίο πήγαινα λειτουργούσε ακόμα. Βέβαια, οι καθηγητές είχαν ακόμη την κακή συνήθεια να κλειδώνουν την πόρτα της αυλής, γι’ αυτό και περίμενα έξω μέχρι να τελειώσει η προσευχή. Κι όταν τέλειωσε, πέρασα πάνω από τα κάγκελα και μπήκα μέσα σε έναν έρημο χώρο. Βλέπετε, όλοι ήταν στις τάξεις.
Μπήκα και μέσα στα κτίρια, πρώτα στο δεύτερο, εκεί που ήταν η τάξη μου. Τριγύρισα για λίγο μέσα στους διαδρόμους, και στη σκάλα του δεύτερου ορόφου συνάντησα έναν μαθητή που περίμενε έξω μουτρωμένος.
«Τι κάνεις εδώ;» Τον ρώτησα.
«Μ’ έβγαλε έξω», μου είπε.
«Κιόλας; Πότε πρόλαβε;»
«Ε, είναι βιαστικός αυτός».
«Α, έτσι…»
«Εσύ ποιος είσαι;» Με ρώτησε.
Στην αρχή δεν ήξερα τι να του πω. Ύστερα πήρα μπρος:
«Ένας κακόμοιρος που είναι προσκολλημένος στο παρελθόν του», του είπα.
«Α. Εντάξει», μου είπε εκείνος. «Γεια».
«Γεια».
Πέρασα, όμως, κι απ’ το πρώτο κτίριο, εκεί που βρίσκονταν η γραμματεία και το γραφείο του διευθυντή, την πόρτα του οποίου και χτύπησα. Κάποιος καινούριος ήταν, προφανώς, ο διευθυντής, κάποιος που δεν ήξερα. Μου μίλησε με ευγένεια, ωστόσο, και συζήτησε για λίγο μαζί μου όταν του είπα ότι είμαι συγγραφέας. Τον ρώτησα τα ονόματα κάποιων παλιών καθηγητών μου. Μερικών που συμπαθούσα, και μερικών άλλων, μπάσταρδων. Απ’ όσα μου είπε άλλοι είχαν συνταξιοδοτηθεί και άλλοι είχαν πεθάνει, κι εγώ του είπα ότι κάποια μέρα θα μιλάνε και για μας έτσι αυτά τα παιδιά. Συμφώνησε, κι ύστερα τον χαιρέτησα και έφυγα περνώντας ξανά πάνω απ’ τα κάγκελα.
Πέρασα, βασικά, τρεις μέρες χωρίς να κάνω τίποτα. Το μόνο χρήσιμο που έκανα ήταν ότι κράτησα μερικές σημειώσεις για το καινούριο διήγημα που ήθελα να γράψω. Βλέπετε, μερικές φορές οι ιδέες έρχονται πολύ απλά απ’ το πουθενά. Οι μάλλον… όχι ακριβώς απ’ το πουθενά, αλλά να… εκεί που δεν το περιμένει κανείς… Σημείωσα στο κόκκινο ημερολόγιο που μου έδωσε η Ιωάννα, έτσι απλά, για την αίσθηση ότι έκανα μια καινούρια αρχή. Κάθε καινούρια δουλειά –ένα διήγημα σ’ αυτήν την περίπτωση- θα έπρεπε να είναι μια καινούρια αρχή. Έτσι πιστεύω εγώ, δηλαδή. Αλλιώς αρχίζεις και επαναλαμβάνεσαι, κι αυτό δεν είναι καλό. Όχι για το αναγνωστικό κοινό. Δεν με νοιάζει πάντα το κοινό, αλλά για τον εαυτό μου και για το γράψιμο. Πρέπει να την σέβεσαι την τέχνη.
Την τρίτη μέρα σηκώθηκα και πάλι νωρίς, όπως και κάθε μέρα. Στάθηκα μπροστά στο παράθυρο και κοίταξα έξω κρατώντας ένα φλιτζάνι καφέ. Είχε και πάλι συννεφιά. Ντύθηκα και ξεκίνησα για το βιβλιοπωλείο. Πήγα με τα πόδια, δεν υπήρχε μέρος να παρκάρεις εκεί πέρα. Στάθηκα ξανά μπροστά στην βιτρίνα και κοίταξα διακριτικά μέσα. Δεν έβλεπα πουθενά την Ιωάννα. Μπήκα μέσα, παρ’ όλα αυτά, και συνάντησα έναν τύπο που δούλευε εκεί. Ρώτησα για την Ιωάννα.
«Α, είσαι ο συγγραφέας;» Με ρώτησε και γέλασε.
«Ναι…» του είπα «…κάτι τέτοιο».
«Είπε να σου δώσω τον αριθμό της, και να την πάρεις τηλέφωνο. Μια στιγμή», είπε και άρχισε να γράφει σε ένα μικρό κομμάτι χαρτί. «Ορίστε», μου το έδωσε.
Κοίταξα τον αριθμό. Ήταν σταθερό. Ναι, είχα τον αριθμό του σπιτιού της. Πρώτη φορά εξελισσόταν έτσι μια σχέση στην ζωή μου. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα αν είχε προσέξει ότι μέσα στο τρένο, πριν λίγες μέρες, καθόμουν από πίσω της. Δεν είχε σημασία πια. Το επόμενο βήμα ήταν να της τηλεφωνήσω.
Χαιρέτησα τον φίλο της Ιωάννας και έφυγα απ’ το βιβλιοπωλείο με το μικρό χαρτάκι στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν μου. Της τηλεφώνησα το απόγευμα. Πρώτα είπαμε όλα τα σχετικά, είμαι ο τάδε, πώς είσαι, τι κάνεις, και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, αλλά μετά μου είπε ότι διάβασε το βιβλίο μου, κι όλα άρχισαν ν’ αλλάζουν. Διαπίστωσα ότι είχε να πει καλά λόγια. Πιο συγκεκριμένα, μου είπε ότι το βρήκε πολύ… ιδιαίτερο. Και της άρεσαν ιδιαίτερα εκείνα τα διηγήματα που έμοιαζαν με παραμύθια… Κάποια από αυτά τα βρήκε πολύ συγκινητικά, είπε. Της είπα ότι χαίρομαι γι’ αυτό. Κι ύστερα με προσκάλεσε στο σπίτι της. Έτσι απλά. Είπε ότι θα ήθελε να με γνωρίσει, γιατί πίστευε –σύμφωνα με το βιβλίο που διάβασε- ότι έχω πολλά να δώσω. Ακριβώς αυτό είπε. Το φαντάζεστε; Ήθελε να με γνωρίσει επειδή είχα πολλά να δώσω. Πόσο αφελής μπορούσε να ήταν; Θα μπορούσα να είμαι ο χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο, θα μπορούσα να θέλω να την βιάσω, να την ληστέψω και μετά να την σκοτώσω, κι εκείνη δεν τα σκέφτηκε όλα αυτά. Αντίθετα, με προσκάλεσε στο σπίτι της. Βέβαια… το ζήτημα ήταν το εξής: Εγώ δεν ήθελα τίποτα απ’ όλα αυτά. Εγώ ήθελα απλά να την γνωρίσω και να κάνω παρέα μαζί της. Επομένως ναι, μάλλον μπορούσα να πάω στο σπίτι της.
Άκουσα προσεκτικά τις οδηγίες για το πού θα έβρισκα το σπίτι, προσέχοντας να μην υποψιαστεί καθόλου ότι ήξερα ήδη πού έμενε. Ναι, ακριβώς… ήμουν ένας μικρός διαβολάκος εγώ, ε;
«Εντάξει», μου είπε, «θα τα πούμε στις οχτώ και μισή».
Κι ύστερα χαιρετηθήκαμε.
 
 
Είχα αγοράσει από μια κάβα ένα μπουκάλι κρασί πριν πάω. Δεν ήθελα να πάω με άδεια χέρια, βλέπετε. Δεν ήξερα τίποτα από κρασιά, γι’ αυτό και εμπιστεύτηκα το γούστο του πατέρα μου και αγόρασα αυτό που προτιμούσε εκείνος από παλιά. Μακάρι να ήξερα τι προτιμούσε η Ιωάννα, αλλά προς το παρόν κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό.
Χτύπησα το κουδούνι του δεύτερου ορόφου ακριβώς στις οχτώ και μισή. Συνήθως πήγαινα πιο νωρίς στα ραντεβού μου, αλλά δεν ήθελα ούτε να αργήσω, ούτε και να την αιφνιδιάσω. Ανέβηκα απ’ τη σκάλα. Δεν μου αρέσουν τα ασανσέρ.
«Γεια», μου είπε. «Έλα, πέρνα μέσα».
Ήταν ένα όμορφο σπίτι. Αλλά κι αν δεν ήταν όμορφο, εγώ πάλι όμορφο θα σας το παρουσίαζα. Υπέθεσα απ’ την αρχή ότι ήταν το πατρικό της, απ’ το γεγονός ότι δεν έδειχνε καθόλου νεανικό. Τα έπιπλα ήταν όλα φτιαγμένα από ένα ξύλο που έμοιαζε να έχει τα χρονάκια του. Στη μεγάλη τραπεζαρία μπροστά απ’ την βιβλιοθήκη υπήρχε ένα όμορφο τραπεζομάντιλο μπεζ χρώματος. Τρεις καναπέδες, ένας μεγάλος, ένας μικρότερος κι ένας μονοθέσιος υπήρχαν στο σαλόνι γύρω από ένα μικρότερο τραπέζι. Στην άκρη υπήρχε ένα πιάνο. Για κάποιο λόγο μου έκανε εντύπωση αυτό.
«Έφερα αυτό», της είπα και της έδωσα το μπουκάλι με το κρασί.
«Α, ωραία. Θέλεις να το ανοίξουμε;»
«Όπως νομίζεις», της είπα. Φορούσε ένα τζιν παντελόνι, μια μαύρη ζακέτα κι ένα άσπρο πουκάμισο από μέσα. Φορούσε και τα παπούτσια της. Την είδα να πηγαίνει μέχρι την κουζίνα, κι ύστερα την είδα να επιστρέφει με δύο ποτήρια κρασί. Παρατήρησα ότι ήταν όμορφη με τα σκούρα κόκκινα μαλλιά της και το κάπως σκούρο δέρμα της. «Παίζεις πιάνο;» Την ρώτησα.
«Όχι. Η μητέρα μου έπαιζε», μου είπε. Κι ύστερα: «Εντάξει, σου λέω ψέματα. Παίζω. Απλά συνήθως λέω το αντίθετο επειδή δεν μου αρέσει να παίζω μπροστά σε άλλους, κι έρχομαι σε δύσκολη θέση όταν μου το ζητούν».
«Τότε δεν θα σου ζητήσω κάτι τέτοιο», της είπα.
«Καλύτερα έτσι. Διάβασα το βιβλίο σου».
«Και; Πως σου φάνηκε;»
«Λίγο καταπιέστηκα διαβάζοντάς το. Ήταν πολύ σφιχτό, καταλαβαίνεις τι εννοώ; Γιατί έχεις τέτοια πράγματα μέσα σου;»
Γέλασα. Είχε θέσει την ερώτηση με έναν τρόπο που έδειχνε απόγνωση.
«Δεν ξέρω», της είπα. «Ή μάλλον ξέρω. Απλά… ξέρεις πώς είναι. Ο καθένας έχει τα δικά του βιώματα».
«Ναι, αλλά εγώ στη θέση σου, αν κατάλαβα καλά διαβάζοντας αυτά τα διηγήματα, θα είχα νιώσει θυμό. Και αυτό ακριβώς θα εξέφραζα. Όχι ήττα, αλλά θυμό. Εσύ… δεν ξέρω… γιατί;»
«Κάνεις σαν να με ξέρεις», την προειδοποίησα.
«Μα τα κείμενά σου είναι τέτοια που νομίζω ότι καταλαβαίνω ένα κομμάτι σου πολύ καλά».
«Ναι, μάλλον δεν είμαι και πολύ δύσκολος στο να με καταλάβει κανείς. Μου το έχουν πει κι άλλοι. Και τι μπορείς να περιμένεις από κάποιον που τα παρατάει έτσι εύκολα, ε;»
«Δεν εννοούσα κάτι τέτοιο. Απλά λέω ότι με έκανε να θυμώσω λίγο αυτή η ηττοπάθεια που δείχνεις εδώ μέσα», είπε και έδειξε το βιβλίο που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι.
«Νομίζω ότι έχουν περάσει πολλά χρόνια για να το αλλάξω αυτό. Και θα ήταν ψέματα αν σου έλεγα ότι δεν προσπάθησα. Αλλά απ’ ό,τι φαίνεται είναι βαθιά ριζωμένη μέσα μου η απογοήτευση».
«Κακώς», μου είπε. «Δείχνεις μια χαρά, πάντως. Μένεις εδώ; Στην Αλεξανδρούπολη;»
«Μένω στα Τρίκαλα. Απλά έκανα ένα ταξίδι για να θυμηθώ κάποια πράγματα. Έχει να κάνει με ένα κείμενο που θέλω να γράψω, και χρειάζομαι την κατάλληλη αίσθηση. Τις αναμνήσεις, εννοώ».
«Ακούγονται τόσο ωραία όλα αυτά…»
«Κι εσύ για κάποιο λόγο ακούγεσαι τόσο αθώα…» της είπα.
«Νομίζεις ότι μόνο σ’ εσένα αρέσει να ονειρεύεσαι;» Με ρώτησε, κι εγώ χαμογέλασα.
«Έχεις δίκιο. Αν ήμουν ο μόνος που ονειρεύεται μάλλον δεν θα είχα καταφέρει να ζω σαν συγγραφέας τώρα».
«Περίμενε», μου είπε. «Πάω να φέρω το μπουκάλι».
Είχε τελειώσει το κρασί στο ποτήρι της, σε αντίθεση με εμένα. Εγώ έπινα αργά. Ποτέ δεν ήμουν και πολύ κοντά στο αλκοόλ, πάντα ζαλιζόμουν εύκολα. Και δεν ήθελα να ζαλιστώ τώρα. Όχι ακόμα, τουλάχιστον.
«Και τι είναι αυτό που σε παρακινεί να γράφεις έτσι;» Με ρώτησε όταν γύρισε. «Γιατί υπάρχει αυτό το σκοτάδι στις λέξεις σου;»
«Συνήθως δεν μιλάω γι’ αυτά τα πράγματα», της είπα. «Δεν μου αρέσει να αποκαλύπτω τέτοιου είδους πράγματα σχετικά με το γράψιμό μου, δεν κάνει καλό στην δουλειά μου».
«Εντάξει τότε…»
«Αλλά θα σου πω», της είπα. «Θα σου πω κάτι απ’ όσα καταλαβαίνω, επειδή πολλές φορές μερικά είναι άγνωστα ακόμη και για αυτόν που γράφει. Έτσι πιστεύω, δηλαδή».
«Έχει να κάνει με κάποια γυναίκα;» Με ρώτησε. «Με τη γυναίκα σου;»
«Δεν είμαι παντρεμένος. Και ναι, έχει να κάνει και με κάποια γυναίκα».
«Πως την λένε;»
«Την λένε Αθανασία», της είπα. «Την ήξερα πριν από… αρκετά χρόνια. Και έχω να την δω επίσης αρκετά χρόνια. Το πρόβλημα είναι ότι έκανα τόσα λάθη μαζί της… και τώρα σκέφτομαι ότι θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι διαφορετικά, αλλά τώρα απλά έχουμε χαθεί. Έχουμε χάσει ο ένας τον άλλον, κι εγώ δεν ξέρω καν που βρίσκεται».
«Τι ακριβώς σχέση είχες μαζί της;»
«Ήμασταν αρκετά κοντά ο ένας στον άλλον. Έτσι νομίζω, δηλαδή. Εγώ πάντως ήμουν κοντά της. Για ό,τι χρειαζόταν μπορούσε να με ζητήσει, και νομίζω ότι εκείνη το ήξερε αυτό και το δεχόταν. Ήταν ό,τι καλύτερο, ειλικρινά».
«Και τι έγινε τελικά;»
«Τελικά απομακρύνθηκα από κοντά της».
«Γιατί;»
«Γιατί φοβόμουν να κάνω σχέση μαζί της. Ένιωθα εντελώς ανίκανος. Φοβόμουν. Κι εκείνη θύμωσε όταν μια μέρα της ζήτησα να φύγει. Ουσιαστικά την έδιωξα εκείνη τη μέρα».
«Και μετά το μετάνιωσες…»
«Ναι». Της μιλούσα για ένα από τα λάθη που είχα κάνει στη ζωή μου μ’ ένα τέτοιο χαμόγελο που θα μπορούσε κανείς να νομίσει ότι ήμουν περήφανος. Δεν ήμουν. Είχα κάνει λάθος τότε με την Αθανασία, και μετά έμεινα μόνος μου για πολύ καιρό. Στην Ιωάννα, βέβαια, δεν ανέφερα ότι μου είχαν πει τότε για μια που πληρωνόταν για να πηδιέται, μια γυναίκα που εγώ είχα επισκεφτεί. Ήταν μια όμορφη πουτάνα, αυτό ήταν. Πιο ερωτική από την Αθανασία. Ένας το λιγότερο χυδαίος ερωτισμός είχε αντικαταστήσει την αληθινή σχέση που είχα με την Αθανασία, κι αυτό δεν με ικανοποιούσε. Μου άρεζε, ωστόσο, όταν τελείωνα μέσα στο στόμα της. Αυτό που δεν μου άρεζε ήταν ότι δεν μπορούσα να κάνω μια ανθρώπινη συζήτηση μαζί της. Ήταν μεγαλύτερη από εμένα και με έβλεπε με μια κάποια ειρωνεία –αυτό επίσης με ερέθιζε- κι εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω άνετα. Παρ’ όλα αυτά έκανα οικονομίες για να την επισκέπτομαι. Μια μέρα έμαθα ότι πέθανε από υπερβολική δόση. Γαμούσα ένα πρεζόνι, και ούτε που το ήξερα. Είχα παρατηρήσει, ωστόσο, πώς είχε αρχίσει να καταρρέει από ένα διάστημα και μετά. Και ξανά… στην Ιωάννα δεν είπα τίποτα για όλη αυτή την κατάντια. Έμεινα στο ναι, το μετάνιωσα.
«Έχεις αδέρφια;» Την ρώτησα.
«Ναι, μια μικρότερη αδερφή. Σπουδάζει στην Θεσσαλονίκη. Εσύ;»
«Έχω έναν αδερφό σε κάποιο μέρος του κόσμου… στην Αμερική ίσως. Έχω καιρό να μιλήσω μαζί του. Γύρισε για την κηδεία της μητέρας μας και έφυγε ξανά αμέσως μετά».
«Κι η δική μου η μητέρα είναι νεκρή. Κι ο πατέρας μου επίσης. Μου άφησαν αυτό το σπίτι, όμως, και κάποια χρήματα τα οποία στέλνω στην αδερφή μου για να σπουδάσει. Εγώ έχω και τη δουλειά, κι έτσι τα βγάζω πέρα κάπως».
Έπιασα το μπουκάλι και γέμισα ξανά το ποτήρι της. Γέμισα και το δικό μου, αν και δεν είχα πολύ όρεξη να πιω. Πιο πολύ το έκανα από αμηχανία, μάλλον.
«Αύριο έρχεται η αδερφή μου, θες να πάμε να την πάρουμε μαζί από τον σταθμό;»
Το σκέφτηκα για μια στιγμή, αν και δεν έδωσα πολύ χρόνο στην εαυτό μου. Της είπα ότι εντάξει, θα πήγαινα μαζί της. Μείναμε μαζί για κάποια ώρα ακόμα συζητώντας για διάφορα θέματα, μέχρι που τελικά το κρασί τελείωσε κι είχαμε ζαλιστεί και οι δύο. Εγώ περισσότερο.
«Το πρόσωπό σου είναι κόκκινο», μου είπε και γέλασε.
«Ναι, είναι απ’ το αλκοόλ».
«Μείνε εδώ το βράδυ», μου είπε.
«Όχι, καλύτερα να φύγω».
«Δεν πρέπει να οδηγήσεις τώρα, μείνε, χρειάζομαι κάποιον για να μου κάνει παρέα. Δεν ξέρω αν το πρόσεξες, αλλά δεν είμαι και πολύ καλά…»
Μου φάνηκε σαν να μου έλεγε ψέματα. Σαν να ήθελε να με κρατήσει εκεί, κι αυτό με έκανε να νιώθω άβολα.
«Γιατί;» Την ρώτησα κι ύστερα στηρίχτηκα στην ράχη του καναπέ. Τα μάτια μου έκλειναν κι ένιωθα κάπως ευχάριστα.
«Απλά χρειάζομαι λίγη παρέα για το βράδυ. Μπορούμε να κάτσουμε εδώ και να συζητάμε μέχρι το πρωί, τι λες; Κι αν βαρεθούμε θα κοιμηθούμε. Έλα, τι λες; Κάνε μου αυτή τη χάρη…»
«Εντάξει», της είπα. «Θα μείνω για απόψε. Θα σου κάνω παρέα. Τι σ’ έπιασε ξαφνικά;» Ήταν απλό. Είχε πιει, αυτό την είχε πιάσει, και τώρα ένιωθε εύθυμα. «Θα μείνω», της είπα. Κι ύστερα ξάπλωσα πίσω κι έκλεισα τα μάτια μου. Δεν είμαι σίγουρος, αλλά νομίζω ότι έκανε το ίδιο.
 
** 
Ξύπνησα πολύ νωρίς. Διαπίστωσα ότι ενώ κοιμόμουν είχα ανεβάσει τα πόδια μου στον καναπέ, και τα κατέβασα αμέσως. Έτσι, βρέθηκα καθισμένος, με την Ιωάννα να κοιμάται στον διπλανό καναπέ. Την παρατήρησα για λίγο και χαμογέλασα. Ύστερα σηκώθηκα και τριγύρισα για λίγο μέσα στο σαλόνι. Κοίταξα έξω, στη βροχή. Ένα ρολόι πάνω στην τηλεόραση έδειχνε έξι και δέκα. Ήταν πολύ νωρίς ακόμη. Για μια στιγμή σκέφτηκα να φύγω, αλλά τελικά άλλαξα γνώμη. Εξάλλου, λίγα λεπτά αργότερα η Ιωάννα ξύπνησε και με κοίταξε με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της.
«Θες καφέ;» Με ρώτησε.
«Καλημέρα», της είπα.
«Καλημέρα. Θες καφέ;»
«Ναι, ευχαριστώ».
Πήγε στην κουζίνα και έφτιαξε τον καφέ, ενώ παράλληλα μου μιλούσε. Την ακολούθησα για λίγο στο χώρο της κουζίνας. Τελικά μου έδωσε τον καφέ μου και γυρίσαμε στο σαλόνι.
«Νιώθεις πολύ μόνη εδώ πέρα;» Την ρώτησα.
«Τι εννοείς;»
«Εννοώ αυτό που λέω. Νιώθεις πολύ μόνη;»
«Μερικές φορές όλοι νιώθουν μόνοι».
«Εσύ νιώθεις συχνά έτσι;»
«Κοίταξε, έχω μερικούς φίλους εδώ, οπότε αυτό αναπληρώνει μια τέτοια αίσθηση…»
Της έγνεψα. «Κατάλαβα», της είπα.
«Εσύ νιώθεις μόνος;»
«Όλη την ώρα», της απάντησα και της χαμογέλασα. «Αλλά τις περισσότερες φορές μ’ αρέσει». Ναι, μου άρεζε να περνάω τις ώρες μου με τον εαυτό μου. Αυτό που δεν μου άρεζε ποτέ ήταν εκείνο το ανελέητο είδος μοναξιάς που σε χτυπούσε αλύπητα και σε έκανε να νιώθεις σαν να μην ανήκεις πουθενά, σαν να μην σε θέλει κανένας δίπλα του ποτέ. Εκείνο το είδος της μοναξιάς που μερικές φορές μέχρι τώρα με είχε κάνει να βάλω τα κλάματα.
«Μου αρέσει το σπίτι σου», είπα. «Είναι όμορφο, και κάπως σκοτεινό, γι’ αυτό είναι ωραίο».
«Μ’ αρέσει το γράψιμό σου», μου είπε εκείνη και γελάσαμε μαζί.
«Θες να μου παίξεις κάτι στο πιάνο;»
«Όχι», μου είπε. «Όχι ακόμα».
«Εντάξει», της είπα εγώ.
 
**
 
Περάσαμε κάποια ώρα ακόμη στο σπίτι της και ύστερα φύγαμε για το σταθμό. Πήγαμε με το αυτοκίνητό μου. Με ρώτησε αν ήταν των γονιών μου, προφανώς επειδή έδειχνε πολύ παλιό, κι εγώ της απάντησα ότι ναι, ήταν. Πάρκαρα κοντά στον παλιό σταθμό των τρένων και συνεχίσαμε με τα πόδια μέχρι την αποβάθρα. Δεν μιλούσαμε και πολύ, μόνο η Ιωάννα είχε όρεξη για αστειάκια. Εγώ της έριχνα μερικές κλεφτές ματιές ελπίζοντας να μην το καταλάβει εκείνη. Διαπίστωσα ότι μου άρεζε κάπως, οπότε όλες οι σκέψεις που είχα κάνει πάνω στο τρένο όταν την είχα πρωτοδεί πήγαν χαμένες. Την φανταζόμουν σαν φίλη μου, και ακόμη αυτό ήταν που ήθελα, αλλά υπήρχε και κάτι άλλο εδώ πέρα. Ήταν όμορφη.
Σε κάποια στιγμή μου είπε ότι είχε σκεφτεί κάτι σχετικά μ’ εμένα και την Αθανασία, αλλά δεν ήθελε να μου το πει ακόμα. Μου έδωσε την εντύπωση ότι ήθελε να παίξει μαζί μου. Δεν με ενόχλησε και τόσο, για να πω την αλήθεια. Ύστερα με ρώτησε αν ήθελα ακόμη να είμαι μαζί της. Με την Αθανασία, δηλαδή. Της είπα ότι είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που την είχα δει για τελευταία φορά. Εκείνη είχε οπωσδήποτε συνεχίσει τη ζωή της, της είπα, κι εγώ δεν είχα καμιά θέση δίπλα της. Ναι, μου είπε, αλλά την σκέφτεσαι ακόμα. Ναι, της είπα, την σκέφτομαι, αλλά… Εκείνη την στιγμή έφτασε το τρένο και λίγο αργότερα συναντήσαμε την αδερφή της. Η Ιωάννα μας βοήθησε να συστηθούμε, κι ένα απ’ τα πράγματα που της είπε ήταν ότι είμαι συγγραφέας, κάτι που με έκανε να νιώσω άβολα. Πάντα με έκανε αυτό το θέμα να νιώθω άβολα μπροστά στους άλλους.
Επιστρέψαμε ξανά στο σπίτι της Ιωάννας, κι εκεί πρότεινα να τις αφήσω μόνες. Υπέθεσα ότι θα ήθελαν να τα πούνε οι δυο τους, αλλά μου πρότειναν να μείνω για φαγητό, κι εγώ συμφώνησα ξανά. Συμμετείχα σε όλη την προετοιμασία. Βοήθησα στο μαγείρεμα και στα υπόλοιπα σχετικά, και περάσαμε καλά εκείνη τη μέρα, αλλά το απόγευμα αποφάσισα να τις αφήσω επιτέλους μόνες τους και γύρισα στο σπίτι. Έφτιαξα έναν καφέ και πέρασα λίγο χρόνο μπροστά στην βιβλιοθήκη ρίχνοντας μια ματιά στα βιβλία των γονιών μου. Βιβλία που είχαν αγοράσει ακόμη και το 1970 ή και παλιότερα.
Σκέφτηκα ότι τα είχα καταφέρει καλά μέχρι εδώ με την Ιωάννα. Απλά τα πράγματα είχαν γίνει λίγο πιο περίπλοκα από τη στιγμή που σκέφτηκα ότι ίσως και να μου άρεζε τελικά. Δεν ήξερα τι ακριβώς ήθελα να κάνω μαζί της. Είχα συνηθίσει τόσο πολύ στις σκέψεις μου για την Αθανασία, που τώρα μου φαινόταν δύσκολο να τις εγκαταλείψω. Απ’ την άλλη, όμως, είχε περάσει πολύς καιρός, και κάτι έπρεπε να αλλάξει στη ζωή μου. Δεν μπορούσα να μείνω μόνος μου άλλο πια.
Το βράδυ μου τηλεφώνησε η Ιωάννα. Μου είπε ότι ήθελε να βρεθούμε κάπου έξω. Θα έρχονταν και κάποιοι φίλοι της μαζί, είπε. Συναντηθήκαμε τελικά σε μια καφετέρια, όπου γνώρισα τους φίλους της. Τρεις γυναίκες μεγαλύτερες από εκείνην και τον τύπο απ’ το βιβλιοπωλείο, εκείνον που μου είχε δώσει τον αριθμό της. Όλοι τους έμοιαζαν να είναι καλοί άνθρωποι, αλλά οι εμπειρίες μου από άλλες παρέες που είχα ζήσει δεν μου επέτρεψαν να ενθουσιαστώ με τις καινούριες μου γνωριμίες. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ύστερα από λίγο ένιωσα ότι ήθελα να φύγω. Άρχισα να σκέφτομαι κάποιες δικαιολογίες τις οποίες τελικά εγκατέλειψα.
Παίζαμε χαρτιά, αυτό κάναμε όταν οι φίλοι της Ιωάννας με ρώτησαν για μένα και για τα βιβλία που είχα γράψει μέχρι τώρα. Όπως σας είπα, δεν μου αρέσει να μιλάω για αυτά τα θέματα γιατί νιώθω ότι παινεύομαι, και σπάνια έχω τέτοια πρόθεση. Έτσι νομίζω, δηλαδή. Τους είπα παρ’ όλα αυτά κάποια πράγματα, κι εκείνοι μου φάνηκε ότι τα άκουσαν με ενδιαφέρον.
Όταν φύγαμε από εκείνη την καφετέρια, γύρω στις δώδεκα παρά δέκα, σχεδόν όταν έκλεινε, η Ιωάννα με έπιασε από το χέρι και μου είπε τη γνώμη της για την σχέση μου με την Αθανασία. Χαμογελούσε όταν διέγραφε το όποιο δέσιμο είχα με την Αθανασία, κάτι που έκανε εμένα να χαμογελάσω πικρά. Ορίστε τι μου είπε:
«Το πρόβλημα δεν είναι ότι σου λείπει η Αθανασία, αλλά ότι φοβάσαι τα λάθη σου. Μ’ αυτά είσαι δεμένος, όχι μ’ εκείνη. Και αμφιβάλλω αν ήσουν και τότε ερωτευμένος μαζί της. Μόνος σου μου είπες ότι ήθελες την υποστήριξή της».
«Την αγαπούσα, ξέρεις», της είπα εγώ. «Ο καθένας έπαιρνε αυτό που χρειαζόταν από τη σχέση μας».
«Έτσι νομίζεις», μου είπε. «Απ’ ό,τι κατάλαβα εκείνη ήθελε να είστε μαζί».
«Ήμασταν μαζί».
«Όχι, δεν ήσασταν. Όταν εκείνη σε πλησίασε εσύ την έδιωξες. Εσύ μου το είπες».
Κι ύστερα εγώ έβαλα τα γέλια, μιας και δεν είχα επιχειρήματα.
«Γι’ αυτό συνέχισε τη ζωή σου και ξέχνα την Αθανασία. Αυτό προτείνω εγώ, δηλαδή», είπε. «Και σταμάτα να λες ψέματα στον εαυτό σου».
Την κοίταξα στα μάτια, αλλά χωρίς να χαμογελάω τώρα πια. Συνέχισε τη ζωή σου, είχε πει. Μα δεν είχα μέλλον χωρίς το παρελθόν μου. Όλα όσα με ταλαιπωρούσαν ήταν αυτά τα οποία έτρεφαν την τέχνη μου. Δεν ήθελα το γράψιμό μου να γίνει κάτι το ψεύτικο. Ήμουν αυτός που ήμουν, και αυτός που μερικές φορές ευχόμουν να μην ήμουν, και όλο αυτό με έκανε –εν μέρει- συγγραφέα. Κι ύστερα η Ιωάννα πρόσθεσε:
«Εκτός κι αν θες να βασανίζεσαι».
«Όχι», είπα, «…δεν…» Με σταμάτησε το χαμόγελό της. Εκείνη τη στιγμή με έκανε να πιστέψω ότι ήταν ιδιαίτερα έξυπνη. Με εντυπωσίασε, συγκεκριμένα. Γι’ αυτό κι εγώ έσκυψα και την φίλησα στην άκρη των χειλιών της.
«Με φίλησες;» με ρώτησε.
«Νομίζω», της είπα. «Δεν έπρεπε;»
«Δεν ξέρω, έπρεπε;»
«Δεν ξέρω», είπα.
«Εντάξει», είπε εκείνη και γέλασε κάπως. «Μας περιμένουν οι άλλοι».
Λίγες μέρες αργότερα εγώ, η Ιωάννα και η αδερφή της καθίσαμε σε ένα παγκάκι στο λιμάνι. Είχε αρχίσει ήδη να ψιχαλίζει, και σε λίγο θα σκοτείνιαζε. Ήταν Κυριακή, κι εγώ ακόμα δεν μπορούσα να απαλλαγώ από τη μελαγχολία που συνόδευε το τέλος της εβδομάδας.
«Τέτοια μέρα», είπε η Ιωάννα, «σκοτώθηκαν οι γονείς μας».
Δεν της είπα τίποτα. Δεν ξέρω τι λέει κανείς σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Μόνο την κοίταξα για να της δείξω ότι είχε την προσοχή μου.
«Θυμάμαι πώς ήταν λίγο πριν πεθάνουν. Θυμάμαι τον τρόπο που έκαναν τα πράγματα. Ακριβώς όπως και πρώτα, μόνο που τώρα τα έκαναν λιγότερο καλά. Γερνούσαν, κι εμείς το ξέραμε. Το βλέπαμε. Το νιώθαμε».
Πέρασε λίγη ώρα χωρίς να πει κανείς μας τίποτα, κι ύστερα εγώ σήκωσα το χέρι μου και χάιδεψα το πρόσωπο της Ιωάννας.
«Τι κάνεις;» Με ρώτησε και χαμογέλασε.
Της χαμογέλασα κι εγώ.
Λίγο πριν πέσει η νύχτα.

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Ένα διήγημα του Κωνσταντίνου Δ. Μαρτίνη
Αποχαιρετισμός
 
Η Ζωή είναι ένα κορίτσι οχτώ χρονών, και τώρα στέκεται μόνη της μέσα στη βροχή. Φοράει ένα σκούρο πράσινο αδιάβροχο και έχει στην πλάτη της μια μικρή ροζ τσάντα. Η τσάντα έχει μέσα τα βιβλία της δευτέρας τάξης του δημοτικού, καθώς και μερικά μπλε τετράδια από εκείνα που είχε πει η δασκάλα να αγοράσουν.
Η Ζωή θα περίμενε μέσα στην αυλή, κάτω απ’ το υπόστεγο, αλλά είχαν περάσει ήδη αρκετές ώρες από τότε που είχε τελειώσει το σχολείο, και η καθαρίστρια της είχε πει ότι είχε τελειώσει τη δουλειά της και ότι έπρεπε να κλειδώσει την αυλή, γι’ αυτό και η Ζωή περίμενε στο πεζοδρόμιο.
Η Ζωή περίμενε τη μητέρα της να έρθει να την πάρει, και η μητέρα της είχε αργήσει πολύ εκείνη τη μέρα. Μόνο κατά τις τέσσερις το απόγευμα φάνηκε στην αρχή της κατηφόρας, κρατώντας μια ομπρέλα και περπατώντας όσο πιο γρήγορα της επέτρεπαν τα τακούνια της να περπατήσει. Άρχισε να κατηφορίζει προσέχοντας να μην γλιστρήσει πάνω στις άσπρες πλάκες του πεζοδρομίου. Η Ζωή στην αρχή δεν την είδε, αλλά μετά έτρεξε κοντά της. Μπορούσε να τρέξει, φορούσε κάτι άσπρα αθλητικά παπούτσια κι ένα τζιν παντελόνι, ενώ η μητέρα της φορούσε εκείνο το καφέ και γκρίζο ταγιέρ και μαύρα τακούνια.
«Με συγχωρείς, μωρό μου, που άργησα, είχα πολύ δουλειά και δεν μπορούσα να φύγω», της είπε η μητέρα της.
Η Ζωή δεν είπε τίποτα, μόνο έπιασε το χέρι της μητέρας της και άρχισε να περπατάει δίπλα της μέσα στη βροχή που είχε αρχίσει να δυναμώνει. Η Ζωή μοιάζει μερικές φορές να είναι ένα θλιμμένο κοριτσάκι, σαν να της λείπει κάτι πάρα πολύ. Της αρέσει να παίζει μόνη της με τις κούκλες της, και δεν της αρέσει ο πολύς κόσμος. Δεν της αρέσει να παίζει με μπάλες και με άλλα παιδιά, της αρέσει όμως να παίζει κρυφτό. Βρίσκει πάντα τα πιο απίθανα μέρη για να κρυφτεί, κανείς δεν την βρίσκει ποτέ. Μερικές φορές, μάλιστα, ξεχνιέται στις κρυψώνες της και αργεί να βγει. Μια φορά βγήκε η μητέρα της και την έψαχνε στους δρόμους, ενώ η Ζωή είχε αποκοιμηθεί κάτω από την εξωτερική σκάλα ενός σπιτιού.
Στη Ζωή αρέσει, επίσης, το διάβασμα. Της αρέσει να διαβάζει παραμύθια, από εκείνα που κάνουν το μυαλό της να ταξιδεύει πολύ, πολύ μακριά. Ένα από τα αγαπημένα της είναι το «Ο σπουργίτης με το κόκκινο γιλέκο». Η Ζωή είχε κλάψει όταν ο σπουργίτης είχε χάσει το γιλέκο του και όταν οι άλλοι τον κορόιδευαν και του συμπεριφέρονταν άσχημα, και είχε χαρεί όταν είχε κάνει φίλο του το κάτασπρο χελιδόνι. Η μητέρα της την είχε παρηγορήσει στην πρώτη περίπτωση.
Επίσης, της αρέσει πολύ να ακούει μουσική. Τραγουδάει τις μελωδίες που ακούει στην τηλεόραση, και προσπαθεί να ταιριάξει εκείνες τις μελωδίες με τα παραμύθια που διαβάζει. Της αρέσει και να μετράει. Τα βράδια ξαπλώνει στον καναπέ και μετράει τα σχήματα και τα χρώματα του καλύμματος μέχρι να την πάρει ο ύπνος.
Η Ζωή νιώθει ελεύθερη.
 
 
 

Το Πτώμα

Σε λένε Ζωή και είσαι είκοσι χρονών. Είσαι φοιτήτρια τώρα και μένεις μόνη σου σε μια πόλη, έχεις το δικό σου διαμέρισμα. Όταν ήσουν δεκαπέντε ξεκίνησες να παίζεις πιάνο. Μάλιστα, μέσα σε μερικά χρόνια έγραψες και μερικά δικά σου μουσικά κομμάτια. Ήσουν καλή μαθήτρια.
Πριν από ένα χρόνο δεν αυτοκτόνησες επειδή λυπήθηκες τους γονείς σου. Τώρα είσαι κλεισμένη στο σπίτι σου και κλαις σχεδόν κάθε βράδυ. Είχες κάποιους φίλους, αλλά δεν κατάφερες να τους ακολουθήσεις κι εκείνοι σε παράτησαν, ενώ μερικοί άλλοι σε πρόδωσαν. Γι’ αυτό κι εσύ παραιτήθηκες. Δεν τα πας καλά με τα μαθήματα σου τώρα πια.
Είσαι πολύ όμορφη, Ζωή. Είσαι ένα όνειρο. Έχεις όμορφα καστανά μαλλιά, ένα πανέμορφο πρόσωπο κι ένα υπέροχο, ελκυστικό σώμα. Είναι πολλοί αυτοί που σε πλησιάζουν, αλλά εσύ δεν μπορείς να αφήσεις κανέναν να σε ακουμπήσει, ακόμη κι αν κάποιες φορές το θες. Ένας καθηγητής του πανεπιστημίου σε κάλεσε στο γραφείο του και σου προσέφερε μέχρι και τρεις χιλιάδες για να τον αφήσεις να ικανοποιήσει τις ανώμαλες ορέξεις του πάνω σου –σου περιέγραψε κάποιες από αυτές-, αλλά εσύ αρνήθηκες. Έφυγες απ’ το πανεπιστήμιο και κλείστηκες στο σπίτι σου.
Σκέφτεσαι πώς κάποιοι απ’ τους φίλους σου το ευχαριστήθηκαν που σου συμπεριφέρθηκαν έτσι, και σε πονάει πολύ. Σου φαίνεται άδικο το ότι σου είπαν ότι φταις εσύ γι’ αυτό. Θες πάρα πολύ να φύγεις, αλλά δεν μπορείς, δεν μπορείς, δεν μπορείς, δεν μπορείς, Ζωή.
Σκέφτεσαι το μέλλον σου, και νιώθεις σαν να βουτάς μέσα στα σκοτάδια. Ξέρεις ότι τα παιδιά σου θα σε αντιπαθήσουν επειδή είσαι περίεργη. Επειδή είσαι μόνη και φοβάσαι τους ανθρώπους. Πώς θα τα βοηθήσεις να κοινωνικοποιηθούν; Πώς θα τα πηγαίνεις στα γενέθλια των φίλων τους εσύ που φοβάσαι τους ανθρώπους; Εσύ που δεν μπορείς να σταθείς στα πόδια σου από μόνη σου; Εσύ που παλεύεις για να μην τηλεφωνήσεις κάθε μέρα στο σπίτι των γονιών σου για να ζητήσεις υποστήριξη; Εσύ που δεν μπορείς να κάνεις τα πιο απλά πράγματα;
Στα είκοσι χρόνια της ζωής σου αποφασίζεις να μην κάνεις ποτέ παιδιά.
Δεν παίζεις πιάνο, δεν ακούς μουσική, δεν διαβάζεις παραμύθια. Μόνο ξαπλώνεις τα βράδια στον καναπέ σου και μετράς τα χρώματα και τα σχήματα εκείνου του ίδιου καλύμματος που σου έδωσε η μητέρα σου για το φοιτητικό σου διαμέρισμα. Μετράς, και μετράς, και μετράς μέχρι να σε πάρει ο ύπνος. Και μερικές φορές το κάνεις κλαίγοντας, πονώντας.
Δεν νιώθεις ελεύθερη.
 
 
 
 

Αναγέννηση

Η Ζωή βρίσκεται κάπου έξω μια νύχτα του φθινοπώρου. Πριν μία ώρα πληροφορήθηκε το θάνατο των γονιών της, και όλη αυτή την ώρα έκλαψε πικρά. Τώρα, όμως, κάτι έχει αλλάξει στο πρόσωπό της. Τώρα χαμογελάει, παρά τα πρησμένα απ’ το κλάμα, κατακόκκινα μάτια της.
Η Ζωή κοιτάζει τα αστέρια, με τα χέρια της πάνω στο στήθος της. Θα έλεγε κανείς ότι προσεύχεται αν δεν γνώριζε την κατάστασή της. Σκέφτεται ότι δεν έπρεπε να τους πιστέψει ξανά. Ότι δεν έπρεπε να τους εμπιστευτεί… Ποτέ ξανά. Πώς μπόρεσε να σκεφτεί ότι θα άλλαζαν; Πώς μπόρεσε να σκεφτεί ότι αυτή τη φορά θα της συμπεριφέρονταν ανθρώπινα; Πώς τόλμησε να σκεφτεί ότι θα έβρισκε τη θέση της σ’ αυτόν τον κόσμο;
Ξέχνα τους όλους. Όλους εκείνους που σκέφτονταν μόνο το συμφέρον τους. Δεν ήταν άνθρωποι αυτοί. Μόνο άγριοι και τίποτα παραπάνω απ’ αυτό. Πώς μπορούσαν να είναι τόσο κακοί; Και πάνω απ’ όλα… η Ζωή αδυνατούσε να καταλάβει πώς μερικοί άνθρωποι συγχωρούσαν τόσο εύκολα τους εαυτούς τους.
Η Ζωή δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο σε κάποιον. Ποτέ δεν θα συμπεριφερόταν τόσο άσχημα σε κάποιον. Κι όσο κι αν προσπαθούσε να απέχει από εκείνους τους ανθρώπους, εκείνους που κάποτε ήταν φίλοι της, τόσο περισσότερο βρισκόταν σε αδιέξοδο. Κάθε φορά, για κάθε νέα της κίνηση υπήρχε και μια νέα απόρριψη… στα δειλά πάντα. Δεν τολμούσαν να κάνουν κάτι στο φως, κάτι τέτοιοι προτιμούσαν να κάνουν αθόρυβα τις βρωμιές τους.
Και τώρα υπήρχε αυτό. Ο θάνατος των γονιών της. Ένα νέο κύμα θλίψης και πόνου έπνιξε τη Ζωή. Την έλουσε ολόκληρη, από την κορυφή ως τα νύχια. Αλλά υπήρχε και μια δόση χαράς μέσα σ’ όλα αυτά. Τώρα πια η Ζωή δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να συνεχίσει. Τώρα μπορούσε να τα παρατήσει, να σταματήσει. Επρόκειτο για μια στάση στην οποία η Ζωή σκόπευε να κατέβει μια και καλή.
Κοίταζε τ’ αστέρια, λοιπόν, και χαμογελούσε, και της ερχόταν να κλάψει απ’ τη χαρά της… Δεν υπήρχε τίποτα τώρα πια να την κρατήσει. Τώρα μπορούσε να φύγει…
Έμοιαζαν όλα τόσο πεντακάθαρα, τόσο διαυγή… τα πάντα της μίλησαν για μια στιγμή, όλα τα στοιχεία της φύσης που υπήρχαν γύρω της ήρθαν σε επαφή μαζί της, άνοιξαν τις αγκαλιές τους έτοιμα να την δεχτούν. Ένιωσε λες και βρισκόταν στο διάστημα, λες και πετούσε ήρεμα ανάμεσα σ’ αστέρια και πλανήτες…
Κι έτσι, μια νύχτα του φθινοπώρου, η Ζωή έγινε ένα με τον κόσμο και ξεκίνησε το ταξίδι της.
Η Ζωή είναι ελεύθερη.

Ο ΣΚΥΘΡΩΠΟΣ ΣΚΥΛΟΣ

Ένα διήγημα του Κωνσταντίνου Δ. Μαρτίνη
1.Εισαγωγή
Τελικά διαπίστωσα ότι μου αρέσει να ξυπνάω νωρίς το πρωί. Μερικές φορές, μάλιστα, εύχομαι να πάγωνε ο χρόνος εκείνες τις ώρες έτσι ώστε να είχα ένα παντοτινό ξημέρωμα όλο δικό μου. Κι είναι νωρίς το πρωί τώρα, κι εγώ ξύπνησα με όρεξη. Με όρεξη να μιλήσω. Κι αυτό θα κάνω, αν και νιώθω ήδη λίγο ένοχος όταν σκέφτομαι όλα όσα θέλω να πω. Δεν πρόκειται να διαβάσετε μια ιστορία, παρά μόνο μερικές σημειώσεις που αφορούν εμένα. Αν αποφασίσετε να συνεχίσετε την ανάγνωση, θα πρέπει να σας προειδοποιήσω, θα διαβάσετε πολλές ασυναρτησίες.
Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον στο οποίο οι μικροί δεν πρέπει να μιλάνε, και ήταν πολλές οι φορές που σε μια συζήτηση κάποιος μεγαλύτερος με διέκοπτε με τον ίδιο πάντα προσβλητικό τρόπο, προφανώς επειδή θεωρούσε ότι αυτά που είχα να πω ήταν ασήμαντα, ότι δεν είχαν καμιά σημασία. Τώρα, όμως, δεν είμαι μικρός πια. Και τώρα δεν υπάρχει κανένας για να με διακόψει. Και σας ζητάω να το σεβαστείτε αυτό.
Δεν είμαι συγγραφέας, είναι η αλήθεια. Ούτε ποιητής. Πόσο μάλλον ποιητής (χαμογελάω). Είχα δοκιμάσει να γράψω στίχους κάποτε, αλλά το αποτέλεσμα ήταν αισχρό. Νομίζω ότι είναι λεπτή η γραμμή ανάμεσα σε κάτι το ποιητικό και σε κάτι το ανόητο, κι ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο, αυτή η γραφή σίγουρα δεν μοιάζει με κάτι το ποιητικό. Πάντως αν ήμουν συγγραφέας θα έγραφα μια ιστορία σχετικά με το πώς διάφοροι άνθρωποι μας είχαν καταστρέψει με τα λόγια τους. Για μια τέτοια ιστορία θα έπρεπε να δώσω πολλές εξηγήσεις.
Ας ξεκινήσουμε, πάντως. Ας ξεκινήσουμε.
 
2.Ο Παππούς κι ο Σκύλος
Πριν κάποια χρόνια, όταν εγώ ήμουν πιο μικρός, κάποιος έδωσε στον παππού μου ένα κουτάβι. Ήταν ένα από εκείνα που δεν ξέρω πως λέγονται κανονικά, αλλά οι περισσότεροι από εμάς, νομίζω, τα λέμε λυκόσκυλα. Από εκείνα με τα μυτερά αυτιά, και το τρίχωμα που όπως μου είπε κάποιος –δεν ξέρω αν ισχύει- αλλάζει χρώμα αργότερα, εκείνα που λένε ότι μερικές φορές μπορεί να γίνουν επικίνδυνα.
Στην αρχή όλα ήταν εντάξει. Χαρήκαμε πάρα πολύ όλοι μας, και οι γονείς μου και εγώ και η αδερφή μου. Ιδιαίτερα εγώ και η μεγαλύτερη αδερφή μου παίζαμε με τον σκύλο όλη τη μέρα, κι εκείνος έδειχνε να είναι ένα χαρούμενο κουτάβι. Ήταν χαρά μας να τον ταΐζουμε και να τον φροντίζουμε, ίσως και να τον βγάζουμε βόλτα καμιά φορά, αλλά όταν πέρασε ο καιρός και άρχισε να μεγαλώνει, η αλήθεια είναι ότι τον βαρεθήκαμε κάπως, κι έτσι η φροντίδα του έμεινε αποκλειστικά και μόνο στον παππού μου.
Ο παππούς τον τάιζε, τον έβγαζε βόλτα και φρόντιζε για τις ακαθαρσίες στην πίσω αυλή όπου βρισκόταν το σπιτάκι του σκύλου. Αλλά φαίνεται ότι καθώς όλοι μας μεγαλώναμε και καθώς ο σκύλος περνούσε το χρόνο του με το ηλικιωμένο αφεντικό του, τόσο περισσότερο ταυτιζόταν μαζί του. Ο παππούς δεν ήταν αυστηρός, αλλά με κάποιο μαγικό τρόπο είχε κάνει το σκύλο να τον υπακούει σε όλα. Και όλο και περισσότερο μοιάζανε ο ένας στον άλλον. Περπατούσαν στον ίδιο ρυθμό, αμίλητος ο παππούς και ήσυχος ο σκύλος, με σκυφτό το κεφάλι και το ίδιο αργό βήμα. Τόσο πολύ ταίριαζαν που από ένα σημείο και μετά δεν μπορούσα να ξεχωρίσω ποιος ήταν ο παππούς και ποιος ο σκύλος. Ακόμη περισσότερο, όμως, η κατάσταση χειροτέρεψε όταν πέθανε η γιαγιά. Ο παππούς άρχισε να χάνεται μέσα σε μια βαθιά θλίψη, και άλλο τόσο και ο σκύλος. Δεν γάβγιζε ποτέ, δεν έκανε κανένα είδος θορύβου, στεκόταν παθητικός απέναντι στα πάντα, ακριβώς όπως και ο παππούς όταν αρρώστησε.
Οι γιατροί είχαν πει ότι έπασχε από καρκίνο, κι ενώ δεν έδειχνε να είναι έστω και λίγο θυμωμένος για την κατάστασή του, είχε στην πραγματικότητα αφεθεί ελεύθερος, είχε παραιτηθεί, είχε παραδοθεί και έκανε ό,τι του ζητούσαν οι γιατροί να κάνει, χωρίς δεύτερη σκέψη, αμίλητος και κουρασμένος, ακριβώς όπως και ο σκύλος. Τον είχα πιάσει, όμως, μερικές φορές να κλαίει, και πιστεύω ότι στην πραγματικότητα έκλαιγε διαρκώς μέσα του. Δεν ξέρω, βέβαια, αν έκλαιγε για τη γιαγιά ή για τον εαυτό του, ή για όλη την αδικία που είχε πέσει πάνω του… τον καρκίνο που τον έστειλε στον τάφο, εννοώ.
Εν πάση περιπτώσει, όλο το κλάμα και η παραίτηση –πιστεύω εγώ- ήταν σχετικές με το ότι ήθελε περισσότερο από τίποτα άλλο να σωθεί. Τελικά δεν σώθηκε. Και τον αγαπούσα. Και με έκανε κομμάτια να τον βλέπω τόσο αδύναμο χωρίς να μπορώ να τον βοηθήσω, ενώ απ’ την άλλη με νευρίαζε και με απογοήτευε η παραίτησή του. Με τρόμαζε που το πρώτο είδωλο της ζωής μου είχε ουσιαστικά σκεβρώσει απ’ το φόβο του θανάτου.
Κι έτσι ο παππούς πέθανε αφήνοντας εμένα να φροντίζω ό,τι ήταν δικό του. Το σκύλο, δηλαδή. Και νομίζω ότι ο σκύλος κατάλαβε την απουσία του καλύτερα απ’ όλους εμάς τους υπόλοιπους. Το σκέφτηκα αυτό γιατί κάθε φορά που του πήγαινα το φαγητό του, ή που απλά πήγαινα να τον δω, εκείνος έστρεφε αλλού το βλέμμα του, γυρνούσε το κεφάλι, σαν να ήταν αμήχανος, σαν να ντρεπόταν. Έβλεπα πόσο θλιμμένος ήταν κάθε φορά που προσπαθούσα να κερδίσω την εμπιστοσύνη του, πως έκοβε μερικές μικρές βόλτες μέσα στην αυλή και πως είχε πάντα σκυμμένο το κεφάλι. Ναι, ήταν ο σκύλος του παππού. Ήταν ο σκυθρωπός σκύλος.
 
3.Οικογένεια
Η οικογένειά μου ήταν μια συνηθισμένη οικογένεια. Δηλαδή, να… εγώ, η αδερφή μου, η μητέρα μου και ο πατέρας μου. Οι γονείς μου δούλευαν και οι δύο για να εξασφαλίζουν τα προς το ζην, και μπορώ να πω ότι ζούσαμε καλά, ότι δεν μας έλειπε τίποτα. Σ’ αυτό το επίπεδο, εννοώ. Γιατί όπως αποδείχτηκε αργότερα, εγώ και η αδερφή μου είχαμε πολλά συναισθηματικά κενά. Και είμαι σίγουρος ότι το ίδιο ίσχυε και για τον πατέρα μου. Για κάποιο λόγο φαντάζομαι τη μητέρα μου σαν την πιο δυνατή μέσα στο σπίτι. Ναι, τώρα που το σκέφτομαι… νομίζω ότι η μητέρα μου ήταν βράχος, παρά το γεγονός ότι ήταν διαρκώς αγχωμένη για τα πάντα. Μου έδινε την εντύπωση ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τα έφερνε βόλτα.
Η αδερφή μου ήταν μια όμορφη κοπέλα, τρία χρόνια μεγαλύτερή μου. Ήταν έξυπνη και ευγενική, και πάντα πρόσεχε ποιον διάλεγε για να είναι το αγόρι της. Την συμπαθούσα από τότε που ήμασταν μικροί, είμαι σίγουρος γι’ αυτό, το θυμάμαι. Θυμάμαι μια φορά που –δεν ξέρω ποια ήταν η ηλικία μου τότε, αλλά μάλλον ήταν πριν το δημοτικό- την είχα πλησιάσει και την είχα ρωτήσει γεμάτος ντροπή: «Αγγελική, θες να μοιραζόμαστε τα παιχνίδια μας και τους μαρκαδόρους μας;» Δεν θυμάμαι την έκφραση του προσώπου της, ούτε την ίδια της την όψη, αλλά μου είχε πει εν ολίγοις ότι ναι, ήθελε να μοιραζόμαστε αυτά τα πράγματα. Κι όταν μεγάλωσα λίγο, σκέφτηκα μήπως εκείνη η συνθήκη ειρήνης ήταν η αφετηρία των σχέσεών μας, οι οποίες ήταν κάπως έτσι: Η Αγγελική μου έκανε τη χάρη να με παίρνει μαζί της όποτε έβγαινε έξω με τους φίλους και τις φίλες της, με άφηνε να τους γνωρίζω και να έχω κοινωνικές σχέσεις, κι εγώ της το ανταπέδιδα με όποιο τρόπο μπορούσα. Κι αυτό που έκανε ήταν πολύ σημαντικό για μένα, μιας και ήμουν και είμαι ένας άνθρωπος πολύ μόνος, παρά τις ψεύτικες φιλίες που έχω συνάψει κατά καιρούς μέχρι σήμερα στη ζωή μου.
Όπως και να ‘χει, μέχρι σήμερα τα πηγαίνουμε αρκετά καλά. Ο καθένας μας ζει στον κόσμο του, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, αλλά κι οι δυο μας ξέρουμε ότι είμαστε συγγενείς, ότι είμαστε αδέρφια.
Νομίζω, πάντως, ότι το κλειδί σ’ αυτό το μικρό κεφάλαιο είναι ο πατέρας μου. Έχω ακούσει να λένε ότι οι γονείς παίζουν καθοριστικό ρόλο στο πως θα εξελιχτεί η μετέπειτα ζωή ενός παιδιού. Ότι η ανατροφή του επηρεάζει τις επιλογές που θα κάνει στη ζωή του, το πώς θα είναι ως ενήλικας και όλα τα σχετικά. Το έχει πει, εξάλλου, και ο ψυχολόγος της Αγγελικής. Δεν ξέρω, δηλαδή, κατά πόσο τον πιστεύω, αλλά να… έχει κι αυτός το πτυχίο του.
Αυτό που προσπαθώ να πω, είναι ότι έχουμε τα παράπονά μας. Ότι μεγάλωσα με τον τρόπο που μεγάλωσα, ότι προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν είναι κανένας άχρηστος, ότι δεν πρέπει να είναι απαισιόδοξος και άλλα τέτοια. Και δεν ξέρω τι σκέφτεστε τώρα, αλλά καταλογίζω πολλές ευθύνες στους γονείς μου, και ιδιαίτερα στον πατέρα μου. Δηλαδή, ναι, μας αγαπούσε, αλλά με το να απορρίπτει όλα όσα εμείς προτιμούσαμε, κάναμε και επιλέγαμε μας μπλόκαρε. Μπλόκαρε την εξέλιξή μας ως ανθρώπους και μπλόκαρε την αγάπη μας και την εκτίμησή μας προς το πρόσωπό του. Ήταν ένας άνθρωπος που δεν πρόσεχε τα λόγια του, αυτό ήταν. Θύμωνα μαζί του, αν και μερικές φορές σκέφτομαι ότι ίσως θα έπρεπε να τον λυπάμαι. Φαίνεται ότι οι δρόμοι που ακολουθήσαμε εγώ και η αδερφή μου, δρόμοι τελείως διαφορετικοί από τις επιθυμίες του πατέρα μου για τα παιδιά του, του είχαν κόψει τη φόρα, αφού είχε πάρει απόφαση το γεγονός ότι δεν μπορούσε να αποφασίζει εκείνος για τις ζωές μας. Τον είχαμε προδώσει. Και θυμάμαι όλες τις επίμονες ερωτήσεις του, εκείνες που έκανε σε αυστηρό τόνο. Σ’ αρέσει αυτή; Σ’ αρέσει εκείνη; Σ’ αρέσει καμιά επιτέλους; Κι αναρωτιέμαι τι ήθελε να μάθει από αυτές τις ερωτήσεις… Του έλεγα πάντα όχι, ότι καμία από τις γυναίκες που μου έδειχνε δεν μου άρεσε, απλά και μόνο από πείσμα, αλλά είμαι σίγουρος ότι εκείνος το εκλάμβανε αλλιώς. Προσπαθούσε, λοιπόν, να καταλάβει τι είδους ανώμαλος ήμουν, φοβόταν μήπως ο γιος του βγει αδερφούλα. Για να μην αναφερθώ στις φωνές, τα νεύρα, τα ξεσπάσματα και το φόβο που προκαλούσαν αυτά σ’ εμένα και την Αγγελική όταν ήμασταν μικροί. Και για να μην αναφερθώ στο φθόνο του. Λες κι εγώ ήμουν ο υπεύθυνος για όλα όσα είχε στερηθεί εκείνος όσο ήταν μικρός. Τα πάντα ήταν μια υποχρέωση για εκείνον, κι εμείς ένα πρόβλημα που πάντα έμπαινε στη μέση και δεν τον άφηνε να ασχοληθεί με τα δικά του. Κι η μάνα μου; Η στάση της μάνας μου που πάντα με εξόργιζε… Είχε ταυτιστεί με τον πατέρα μου σε τέτοιο βαθμό, ώστε για ό,τι συνέβαινε μέσα στο σπίτι τον δικαιολογούσε και έστρεφε την ευθύνη είτε σ’ εμένα είτε στην αδερφή μου. Και συνήθως σ’ εμένα. Λόγω του φθόνου του πατέρα μου, μήπως; Ή ίσως επειδή ήμουν ο μικρότερος.
Ε, λοιπόν τους αγαπάω τους γονείς μου, ναι, αυτή είναι η αλήθεια. Και είμαι σίγουρος ότι και η Αγγελική τους αγαπάει, αλλά θα σας πω και μια άλλη αλήθεια. Δεν ξέχασα ποτέ. Και όλες οι στιγμές που γελούσαμε όλοι μαζί και περνούσαμε καλά δεν ήταν παρά στιγμές που προσωρινά μόνο είχα λησμονήσει. Αλλά αυτό που με πονάει περισσότερο απ’ όλα σ’ αυτή την ιστορία, είναι η αγάπη που νιώθω για αυτούς τους ανθρώπους που με έκαναν αυτό που είμαι σήμερα. Αυτό που με τόσο πάθος μισώ.
Μαμά, μπαμπά… θα είστε πάντα οι γονείς μου.
 
4.Εφηβεία
 
Εφηβεία, λοιπόν. Θα σας πω κάτι που είμαι σίγουρος ότι έχετε ακούσει κι εσείς οι ίδιοι πολλές φορές. Πρόκειται για μια δύσκολη περίοδο της ζωής ενός ανθρώπου. Η εφηβεία, εννοώ. Είναι δύσκολη, δεν είναι παιχνιδάκι. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν άνθρωποι που καταστρέφουν τη ζωή τους σ’ αυτές τις ηλικίες. Στη δική μου, τουλάχιστον, περίπτωση η θλίψη ήταν μεγάλη και ο θυμός και η απόρριψη ακόμη μεγαλύτερα, αλλά δεν νομίζω ότι έχει και πολύ νόημα να σας τα λέω έτσι. Ας πάμε παρακάτω τώρα.
Θα ήθελα πρώτα να σας μιλήσω για τους φίλους μου. Γενικότερα, τις παρέες που είχα στη ζωή μου. Είναι ένα από τα χαρακτηριστικά μου, το ότι δεν καταλαβαίνω τους ανθρώπους. Κάποτε μια γνωστή μου είχε πει ότι είμαι πάρα πολύ ευαίσθητος και ότι πρέπει να συμβιβαστώ με τον τρόπο που λειτουργούν τα πράγματα. Είναι αλήθεια ότι δεν θέλω να σας αναφέρω ολόκληρες καταστάσεις που έζησα, θα ήταν σαν μια απλή καταγραφή γεγονότων, ενώ αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι η καταγραφή των συναισθημάτων. Λοιπόν για να το πω απλά, δεν έχω ούτε έναν άνθρωπο κοντά μου με τον οποίο έκανα παρέα παλιότερα. Όλες οι φιλικές σχέσεις που είχα τέλειωσαν κάπως απότομα, μιας κι εγώ έκανα πάντα το ίδιο λάθος. Ξεχνούσα, δηλαδή, τον δικό τους τρόπο σκέψης, ότι ο καθένας πρέπει να τοποθετεί πρώτο τον εαυτό του. Εγώ, αντιθέτως, με τα ευγενή –τι ανόητη λέξη, τι ειρωνεία- συναισθήματά μου έβαζα πρώτα αυτά που ένιωθα για τους ανθρώπους, κι έτσι πάντα στο τέλος ένιωθα προδομένος. Αδυνατούσα να φροντίσω τον εαυτό μου και δεν αποδεχόμουν να γίνω κυνηγός για να επιβιώσω στην κοινωνία. Ο πατέρας μου έλεγε ότι είχα άδικο και ότι έπρεπε να συμβιβαστώ. Λες και η κοινωνία είναι σωστή, ένα όμορφο μέρος για να ζει κανείς. Έλεγε ότι είμαι ανώριμος. Εγώ απαντούσα μέσα μου με δυο λέξεις: Άντε γαμηθείτε.
Όταν πήγαινα στο γυμνάσιο έκανα παρέα με έναν τύπο που του άρεζε να σκοτώνει ζώα. Σκύλους κυρίως. Τους κυνηγούσε, τους τρόμαζε, τους βασάνιζε, τους σκότωνε. Στην αρχή τον συμπαθούσα, αλλά το πόσο τον μίσησα όταν τον είδα εν δράσει δεν μπορεί να περιγραφεί σε καμία από τις γλώσσες των ανθρώπων. Μάλιστα, θυμάμαι μια φορά που είχαμε συναντήσει έναν αδέσποτο σκύλο στον δρόμο και ο κολλητός του τον παρότρυνε να του κάνει κακό. Έτρεχαν τα σάλια του, του τύπου… Δεν έμαθα ποτέ τι απέγινε, αλλά νομίζω ότι μέσα μου ελπίζω να πέθανε με άσχημο τρόπο.
Αργότερα έκανα παρέα με ένα κορίτσι κι έναν τύπο που ταίριαζαν πολύ μεταξύ τους. Εγώ, από την άλλη, ήμουν η παραφωνία της υπόθεσης. Είχαμε πολλές διαφορές, αλλά καταφέρναμε να περνάμε τις ώρες μας μαζί. Θυμάμαι πόσο κόντρα μου πήγαιναν μερικές φορές, πώς έπρεπε να τους ανέχομαι, και πως εγώ τους έκανα επίθεση ρίχνοντας λάδι στη φωτιά. Αυτό που ένιωθα πάνω απ’ όλα ήταν η υποτίμησή τους, το πώς με έπιαναν κορόιδο κάθε φορά που εγώ πήγαινα να κάνω τον καλό. Εκείνος με συμβούλευε να κάνω πράγματα που ήταν πολύ πιο χαμηλού επιπέδου απ’ όσα έκανε ο ίδιος. Μου πρότεινε πάντα τις πιο άσχημες, τη στιγμή που εκείνος απολάμβανε την παρέα των πιο όμορφων γυναικών, και με συμβούλευε να μην περιμένω πολλά. Θυμάμαι τον ανταγωνισμό του που τόσο πολύ απεχθανόμουν, και τη δική μου ανάγκη να μην μείνω μόνος, που ήταν και ο λόγος που έκανα παρέα μαζί τους. Η άλλη με έβγαζε φωτογραφίες με το κινητό της τις πιο ακατάλληλες ώρες για να γελάει μαζί μου, αν και για κάποιο λόγο είχα πάντα την εντύπωση ότι τα έκανε όλα αυτά απλά και μόνο επειδή η ίδια υποτιμούσε τον εαυτό της, και γι’ αυτό προσπαθούσε να κρατάει και τους άλλους εκεί, χαμηλά. Ίσως κατά βάθος τη λυπόμουν.
Με λίγα λόγια, γι’ αυτούς ήμουν ένα ανέκδοτο, κι εγώ δεν μπορούσα να τους πάω κόντρα, δεν μπορούσα να μιλήσω για όλα αυτά, μιας κι εκείνοι είχαν ένα πολύ ισχυρό όπλο: Την αποδοχή των ανθρώπων γύρω μας. Τη στιγμή που αυτοί ήταν οι πρωταγωνιστές, εγώ δεν ήμουν παρά ένας κομπάρσος. Παρ’ όλα αυτά το καταλάβαινα… υπήρχαν φορές που η παρουσία μου τους έκανε να νιώθουν άβολα, και μου άρεζε αυτό… μου έδινε χαρακτήρα.
Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον. Το ξέρω πια, έχω νιώσει τη μοναξιά, και έχω νιώσει αυτά που προσφέρει η συντροφιά. Αλλά μήπως μαζί μ’ αυτό είναι κομμάτι του ανθρώπου και το να κάνει κακό στους άλλους; Να είναι ατομιστής και εγωιστής; Να μην νοιάζεται; Όπως και να ‘χει, δεν προσπαθώ να σας πω ότι έχω τα χειρότερα βιώματα, παρά τις φορές που άλλοι υποτιθέμενοι φίλοι με πρόδωσαν. Αυτό που προσπαθώ να μεταφέρω είναι η σκέψη ότι είχα σχέσεις με ανθρώπους. Αυτό, πολύ απλά. Και οι άνθρωποι είναι αυτοί που είναι. Σε προδίδουν, σε πουλάνε, σου κάνουν κακό, και αν έχουν κάτι να κερδίσουν, ίσως και να κάνουν κάτι καλό για σένα. Και καθώς πέρασαν τα χρόνια και τέλειωσε η εφηβεία, και μετά από διάφορες απογοητεύσεις, πρόσεξα ότι ο λόγος που δεν μπορούσα να έχω αληθινές σχέσεις με άλλους ανθρώπους δεν ήταν απαραίτητα ο εαυτός μου. Οι περισσότεροι άνθρωποι είτε δεν θέλουν, είτε φοβούνται, είτε είναι ανίκανοι να συνάψουν ουσιαστικές σχέσεις. Είναι πολύ απλά άνθρωποι. Κι αν αυτό σας θυμώνει, τότε μάλλον έχετε διαφορετικές αντιλήψεις, διαφορετικά βιώματα. Κι εγώ σας ζηλεύω γι’ αυτό.
 
Αλλά πολλές φορές –για να μην πω κάθε φορά- η εφηβεία συνοδεύεται από έναν σπουδαίο, τραγικό –χα, χα- και ανεκπλήρωτο έρωτα. Νομίζω ότι είναι κανόνας αυτό. Ε, λοιπόν, δεν αποτελώ εξαίρεση.
Δανάη, μωρό μου, εύχομαι μερικές φορές να ήσουν εδώ… συχνά σκέφτομαι όλα όσα θα σου έκανα, ακριβώς στο σημείο που τα συναισθήματα και η ερωτική επιθυμία συγχέονται, εγώ θα γινόμουν παντοτινός δούλος σου, χα, χα, χα, ο απόλυτος φετιχιστής –για σένα –εγώ και κανένας άλλος. «Κοίτα το μικρό σκυλάκι», θα σκέφτηκες, «ψάχνει αφεντικό», κι ύστερα θα γέλασες.
Παρατηρούσα πόσο λεπτά ήταν τα χέρια της, πόσο λεπτή ήταν η μέση της… πόσο όμορφη ήταν, και φοβόμουν να την πλησιάσω. Μου ήταν αδύνατο να την αγγίξω. Αλλά δεν θα ξοδέψω χρόνο σε τέτοιες μαλακίες τώρα. Έχω περάσει πολλές ώρες στη ζωή μου να σκέφτομαι τέτοια πράγματα για τη Δανάη, και δεν σκοπεύω να ξοδέψω ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω. Γιατί η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα, Δανάη, να ήσουν εδώ κι εγώ να σε γαμάω, και να σε γαμάω, και να σε γαμάω ασταμάτητα, γιατί δεν με νοιάζει αν είσαι καλά ή όχι, γιατί δεν θέλω να είσαι καλά, θέλω να υποφέρεις για το υπόλοιπο της ζωής σου, να είσαι εδώ μπροστά μου, γονατιστή μπροστά στα πόδια μου, κι εγώ να σε καταδυναστεύω, κι εσύ να με παρακαλάς να σε αφήσω ήσυχη, να σε αφήσω να ζήσεις, να σου επιτρέψω να πάρεις μια ανάσα…
Θυμάμαι κάποια που μου άρεζε στο πανεπιστήμιο. Είχε έρθει από τη Γεωργία όταν ήταν πολύ μικρή και είχε μεγαλώσει στην Ελλάδα. Κι ήταν μια πολύ γλυκιά κοπελίτσα, το όνομα της οποίας δεν θέλω να αναφέρω τώρα. Μου άρεζε κυρίως επειδή ήταν ξένη, και για μια στιγμή αναρωτήθηκα αν αυτό ήταν ρατσιστικό. Θέλω να πω… ήταν κι αυτό ένα είδος φυλετικής διάκρισης, σωστά; Τέλος πάντων, ποτέ δεν κατάφερα να τη γνωρίσω, μιας και ήταν με κάποιον άλλο εκείνη την περίοδο. Αλλά και γενικότερα… τις έβλεπα πώς ήταν τόσο φυσιολογικές, και πώς έψαχναν τόσο συνηθισμένους άντρες, και πώς τους προκαλούσα αρνητικά συναισθήματα, και σκεφτόμουν πως όσα ζούσαν οι άλλοι ήταν για μένα απαγορευμένα. Πολύ απλά… αδυνατούσα να καταλάβω τον λόγο για τον οποίο καμιά τους δεν με άφηνε να την αγαπήσω, και είναι αλήθεια… έχω ακόμη την ίδια απορία.
 
5.Ινδάλματα – Τύψεις, Δαίμονες και Μίσος
Όταν ήμουν μικρός ήμουν καλύτερος σε όλα. Ακόμη και στο να ζω. Ήμουν πιο ευτυχισμένος απ’ όσο είμαι τώρα και απ’ όσο ήμουν ως έφηβος. Όταν άρχισα να ενηλικιώνομαι άρχισαν να ζορίζουν τα πράγματα, προς το τέλος του λυκείου κυρίως. Πολλά πράγματα είχαν παίξει το ρόλο τους στην πρώτη καταστροφή μου, όπως –άθελά της- η οικογένειά μου, ας πούμε. Πάντως όταν είμαστε μικροί είμαστε περισσότερο ελεύθεροι, νομίζω. Τώρα πια ψάχνω έναν τρόπο να γίνω και πάλι παιδί. Σε συναισθηματικό, τουλάχιστον, επίπεδο.
Ας μιλήσουμε λίγο για ήρωες, πρότυπα και ινδάλματα. Καταρχήν ρίξτε μια ματιά σ’ αυτό που είδα σε ένα λεξικό: Ίνδαλμα, το είδωλο, η εικόνα της φαντασίας || μεταφ. κάθε αντικείμενο λατρείας. Θα ήθελα να το έχετε κατά νου όσο θα διαβάζετε τις παρακάτω γραμμές.
 
Ως παιδιά και έφηβοι ήμασταν φορείς και στόχοι μιας τεράστιας βιομηχανίας, κομμάτια της οποίας ήταν –ας πούμε- η μουσική και ο κινηματογράφος. Όταν μεγάλωσα λίγο και άρχισα να καταλαβαίνω πώς λειτουργεί ο κόσμος, πόσο καλοστημένος είναι ο πλαστικός δυτικός πολιτισμός και όλη η κοινωνία που έχουν στήσει αυτοί που προηγήθηκαν των εαυτών μας, τότε ένιωσα ότι με εκμεταλλεύονται, ότι ήμουν από πάντα αντικείμενο εκμετάλλευσης, από τη στιγμή της γέννησής μου ακόμα. Η ελευθερία που νιώθουμε δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια παραίσθηση, τίποτα παραπάνω από μια ιδέα και μια συνήθεια, μιας και κανείς από εμάς δεν έμαθε να υπερβαίνει τη σκέψη του, να υπερβαίνει τη συνήθειά του και να ανοίγει το μυαλό του, αφού κανείς δεν μας έμαθε πώς να το κάνουμε.
Αν θέλετε τη δική μου γνώμη, το μόνο που μπορεί να μας καταστήσει ελεύθερους είναι η γνώση για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Ασχολήθηκα, λοιπόν, σε ένα βαθμό με τη φιλοσοφία και προσπάθησα να αποκτήσω τουλάχιστον κάποιες τυπικές γνώσεις και να αναπτύξω κριτική σκέψη, κι όταν άρχισα να θέτω ερωτήσεις, τότε δεν συμβιβάστηκα με τίποτα. Αρνήθηκα τα απατηλά όνειρά μου που είχαν βασιστεί σε δυτικά πρότυπα και που ενισχύονταν από την απόρριψη που εισέπραττα και προσπάθησα να χτίσω άλλα, καινούρια. Είναι αλήθεια ότι μας φέρνουν σε έναν κόσμο όπου όλα είναι έτοιμα για εμάς να τα γνωρίσουμε, να τα αποδεχτούμε και έτσι να περιορίσουμε τους εαυτούς μας στα όρια που μας έβαλαν άλλοι.
Αλλά ας γυρίσουμε και πάλι στην εφηβεία και στα ινδάλματα. Το μόνο που χρειαζόμουν ως έφηβος ήταν κάτι να εξιδανικεύσω και να ζήσω μαζί του. Έτσι κατάφερνα να ανασάνω, να στέκομαι στα πόδια μου. Και ίσως όλοι να έχουν μια τέτοια ανάγκη. Μερικοί, ας πούμε, στρέφονται προς τη θρησκεία. Αλλά οι ιδέες της θρησκείας για εμένα προσωπικά δεν σήμαιναν τίποτα απολύτως, γι’ αυτό κι εγώ έφτιαχνα τους δικούς μου θεούς. Κι όταν οι θεοί αυτοί με πρόδωσαν, τότε στράφηκα προς ανθρώπους που αναγνωρίστηκαν μόνο μετά θάνατον, ανθρώπους που δεν μπορούσαν να με προδώσουν και να με πατήσουν κάτω. Αλλά δεν ήταν αυτό που ήθελα. Στην πραγματικότητα ήθελα να νιώθω αυτάρκης χωρίς να χρειάζεται να πιστεύω σε κάτι. Ήθελα να πιστεύω στον εαυτό μου, ήθελα να καταφέρνω πράγματα χωρίς να χρειάζεται να ακολουθώ τα βήματα κανενός ηλίθιου, προδότη, πουλημένου στα χρήματα.
Μιλώντας στα ινδάλματά μου, λοιπόν. Θα ήθελα να γίνω ο εφιάλτης σας, ακριβώς όπως γίνατε εσείς ο δικός μου, και να σας κάνω κομμάτια προτού καταστρέψω τον εαυτό μου. Και πιστέψτε με θα το απολαμβάνω όταν θα καταστρέφομαι. Κι έτσι σας φτύνω κατάμουτρα, ανόητοι, γελοίοι, εσείς που πουλάτε όσους σας πίστεψαν για το χρήμα και την κατάκτηση της κορυφής. Γιατί εγώ θα κρατάω τα πάντα για τον εαυτό μου και δεν θα κερδίζω τίποτα παρά προσωπική ικανοποίηση, ενώ εσείς θα είστε παράσιτα που εξαρτώνται από κοινά και ακροατές, φυλακισμένοι κι ανελεύθεροι, πουλημένοι στο όνομα μιας καλά κρυμμένης Αμερικής, κρυμμένης πίσω από την υποτιθέμενη ελευθερία που τη διακρίνει. Γιατί εγώ παλεύω μ’ αυτό που κάνω, παλεύω για κάτι το ειλικρινές, κάτι το αληθινό, παλεύω με τον εαυτό μου για να μην γίνω ό,τι είστε εσείς που ξεχάσατε από πού ξεκινήσατε για να φτάσετε εκεί που είστε. Κι όταν όλο αυτό το σύστημα που στηρίζεται πάνω σας καταρρεύσει, θα είμαι ο πρώτος που θα γελάσει μέσα από τον τάφο που εσείς σκάψατε. Και τώρα, φλερτάροντας με σκέψεις που δεν πρέπει να κάνω, σκέψεις απαγορευμένες που θα ξεχάσω μόνο τη μέρα που θα πεθάνω, εύχομαι να με είχατε αφήσει να σκέφτομαι για εσάς όπως σκεφτόμουν κάποτε… εύχομαι να μου δίνατε ακόμη ελπίδες και όνειρα… απατηλά, ψεύτικα όνειρα… εύχομαι να μην με είχατε απορρίψει, να μην είχατε γελάσει μαζί μου, και πάνω απ’ όλα, εύχομαι να με ακούγατε. Να ακούγατε τη φωνή μου, να βλέπατε τι δημιουργήσατε, γιατί εσείς μας κάνατε αυτό που είμαστε, και τώρα θα σας κάψουμε ζωντανούς, γιατί κατά βάθος είμαι ένας μικρός άνθρωπος που δεν μπορεί να καταφέρει τίποτα σημαντικό, που κάποτε μπορούσε να αγαπήσει και να θαυμάσει, αλλά τώρα μπορεί μόνο να διαλύει και να καταστρέφει, κάθε όριο, κάθε θεσμό, κάθε πίστη προς κάτι το μεγάλο και σημαντικό...
Βάλτε το καλά στο μυαλό σας, λοιπόν…
Η δική μας ελευθερία σημαίνει το δικό σας τέλος.
 
6.Πρώτα βήματα στην ενήλικη ζωή
Τώρα που νιώθω το μυαλό μου λίγο πιο καθαρό, θα ήθελα να σας μιλήσω με περισσότερη ειλικρίνεια. Ορίστε, λοιπόν:
Το μίσος είναι σχετικό. Κατά την ταπεινή μου γνώμη όπου υπάρχει μίσος υπάρχει και αυτό που τη συγκεκριμένη στιγμή θα ήθελα να ονομάσω αφοσίωση. Έτσι μου φαίνεται, δηλαδή. Όπου, λοιπόν, υπάρχει μίσος υπάρχει και η ανάλογη αφοσίωση. Επομένως ναι, το μίσος μου νομίζω ότι είναι σχετικό, πολύ απλά επειδή δεν είμαι παρά ένας μπέμπης που κλαίει ζητώντας αναγνώριση και ένα μέρος να εναποθέσει την αγάπη του. Γιατί αγαπάω, κι απ’ ό,τι φαίνεται έχω περιθώρια να αγαπήσω τον καθένα –κάπως έτσι απέκτησα τη λάθος ικανότητα να συμπαθώ τους εχθρούς μου-, τόσο ηλίθιος είμαι, και το πιο ελεεινό απ’ όλα, φαίνεται ότι έχω ανάγκη την αναγνώριση αυτών των ινδαλμάτων, αλλά ακόμη κι αν μου την έδιναν αυτήν την τόσο σπουδαία αναγνώρισή τους, εγώ δεν θα τη δεχόμουν. Με τίποτα.
Μια φορά με είχε ρωτήσει η μητέρα μου: «Ποια αναγνώριση, ρε; Τι έκανες για να ζητάς αναγνώριση;» Κι εγώ είχα θυμώσει. Τώρα γελάω με την ερώτησή της. Ίσως να είχε μια βάση. Αλλά χέσε με, ρε μάνα. Ο καθένας από εμάς χρειάζεται αναγνώριση. Και αποδοχή. Για αυτό που είναι, δηλαδή. Αναγνώριση για αυτό που είναι. Για τον εαυτό του. Και, φυσικά, αποδοχή. Κι όλοι εμείς που βιώσαμε απόρριψη, που δώσαμε στους άλλους την αλήθεια μας, χωρίς όμως να βρούμε ανταπόκριση, καταλήξαμε περιθωριακοί και θυμωμένοι. Εγώ προσωπικά σας ανέφερα ήδη πώς κατέληξα. Με ήρωες και ινδάλματα –χα, χα- προκειμένου να επιβεβαιώσω τον εαυτό μου. Και νόμιζα ότι μόνο αυτοί με καταλάβαιναν. Ενώ δεν ήμουν τίποτα παραπάνω από θύμα, μια αποτυχία με πολλά νεύρα και οργή.
Όσο βρισκόμουν στο πανεπιστήμιο και είχα ανάγκη από γυναίκα, και μ’ αυτό δεν εννοώ μόνο το σεξ, εννοώ κάποια που να μου επιτρέπει να την αγαπάω, προσπαθούσα να φανταστώ πώς θα ήταν αν υπήρχε κάποια στη ζωή μου. Ας πούμε ότι την λένε Ψ, λοιπόν. Ανάμεσα σε όλα όσα συζητούσα με την Ψ, εκείνη συνήθιζε να μου λέει το εξής, δίνοντας τροφή στις τύψεις μου:
«Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι για τους άλλους να βρίσκονται κοντά σου;»
«Εγώ, Ψ», έφτυνα στο γλυκό μουτράκι της το επιχείρημά μου, «δεν έκανα κακό σε κανέναν εκτός απ’ τον εαυτό μου. Εγώ καταστρέφω μόνο τον εαυτό μου, όχι τους άλλους».
Δεν ξέρω αν είναι και πολύ πειστικό το εν λόγω επιχείρημα, αλλά σίγουρα ήταν καλύτερο απ’ το να μην λέω τίποτα, δε νομίζετε; Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα ήταν ότι ένιωθα εντελώς ασήμαντος. Είχα αρχίσει να σκέφτομαι ότι για κανέναν άνθρωπο δεν ήμουν σημαντικός, παρά μόνο για τους γονείς μου. Κι αυτό δεν μου άρεζε. Χρειαζόμουν ανθρώπους κοντά μου. Μέχρι κι ο γείτονάς μου είχε κόψει την καλημέρα για λόγους που αδυνατούσα να καταλάβω. Γι’ αυτό κι εγώ μια μέρα ντύθηκα και βγήκα στη σκάλα, και κάθισα εκεί και τον περίμενα μέχρι να βγει από μέσα ή να έρθει απ’ έξω προκειμένου να τον συναντήσω. Κι όταν άνοιξε την πόρτα και με είδε, είπε: «Τι κάνεις εκεί, ρε;» Κι εγώ του είπα: «Πέθανε η μάνα μου». «Σοβαρά;» Με ρώτησε. «Όχι», του είπα. «Απλά ήθελα να δω αν θα έλεγες κάτι». Τόση ήταν η ανάγκη μου να έρθω σε επαφή με άνθρωπο και να το σκάσω από τη φυλακή της μοναξιάς μου, τόσο πολύ ήθελα να νιώσω σημαντικός για κάποιον, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να προκαλέσω τη λύπησή του.
Έχω, πλέον, χάσει την πίστη στο μέλλον μου και στον εαυτό μου. Τώρα πια σκέφτομαι ότι οδεύω προς το τέλος μου, προς ένα αδιέξοδο. Δεν έχω μέλλον. Κι ενώ βαδίζω προς την καταστροφή μου, αναρωτιέμαι ποιον τρόπο θα βρω τελικά για να γράψω αυτό το τέλος. Εκείνη η καθηγήτριά μου με είχε ρωτήσει κάποτε: «Τι αυτοκαταστροφικές τάσεις είναι αυτές, Πέτρο;» Κι εγώ κρατιόμουν για να μην σκάσω στα γέλια με το ενδιαφέρον που έδειχνε, μάλλον επειδή δεν καταλάβαινα ότι έπαιζα με τη φωτιά. Τώρα, όμως, το ξέρω, και μερικές φορές ψάχνω ανάμεσα στα συντρίμμια έναν τρόπο για να σωθώ.
Χθες το απόγευμα ήθελα να ξεσκάσω, γι’ αυτό και κατέβηκα στην πίσω αυλή, στον σκυθρωπό σκύλο, στον σκύλο του παππού. Τον πλησίασα, κι εκείνος γύρισε αλλού το κεφάλι του, κάτι που με έκανε να αναγνωρίσω την ίδια αμηχανία που σας ανέφερα και πριν. Γονάτισα δίπλα του και πέρασα το χέρι μου γύρω του. Έδειχνε λίγο διστακτικός. «Μην ανησυχείς», του είπα. «Εσύ έχεις εμένα».
Κι ο σκυθρωπός κούνησε την ουρά του απλά. Χαρούμενα.

Ο ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ

Ένα διήγημα του Κωνσταντίνου Δ. Μαρτίνη

Είχαν περάσει ώρες ολόκληρες από τότε που είχε καθίσει σ’ εκείνο το παγκάκι δίπλα στο δρόμο. Μπορούσε να δει σχεδόν ολόκληρη την οδό Αίγης να ταξιδεύει μπροστά στα μάτια του. Ήταν ένας μακρύς και πλατύς δρόμος, ο μεγαλύτερος στoν Άγιο Δημήτριο, καθώς και βασικό χαρακτηριστικό της ομορφιάς της πόλης. Μιας ομορφιάς που δεν χανόταν ούτε και τις γκρίζες μέρες, τις μέρες που έβρεχε.
Λοιπόν επρόκειτο για μια από εκείνες τις μέρες, κι ο αστυνόμος είχε πιάσει τον εαυτό του να κάθεται σ’ εκείνο το παγκάκι καπνίζοντας ένα τσιγάρο, συζητώντας με τον εαυτό του για άλλη μια φορά. Ίσως, σε σύγκριση με τα σκοτάδια του διαμερίσματός του, να ήταν καλύτερα έτσι. Εκείνα τα σκοτάδια ήταν πυκνά και σφιχτά… ικανά να σε πνίξουν. Παρ’ όλα αυτά θα ήταν ψέμα το να πει ότι δεν του άρεζαν. Όταν το διαμέρισμα ήταν σκοτεινό, οι χώροι έδειχναν να είναι στενότεροι, κι αυτό έκανε εντονότερη την αίσθηση της μοναξιάς, κάτι που έβρισκε πολύ γοητευτικό.
Ήταν περίεργα τα πράγματα. Συνήθως η οδός Αίγης ήταν βυθισμένη σε διαφόρων ειδών χρώματα, ιδιαίτερα λόγω των λουλουδιών στα παρτέρια των πολυκατοικιών, αλλά εκείνη η βροχή είχε χρωματίσει τα πάντα σε διαφορετικές αποχρώσεις του γκρι, και είχε ντύσει τα πάντα στην ησυχία. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν οι παχιές στάλες που έσκαγαν στο τσιμέντο και σε μερικά παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Τώρα όλα τα χρώματα έδειχναν να έχουν υποκύψει σ’ εκείνη τη νεκρική σιγή. Ακόμη κι εκείνο το μεγάλο, κόκκινο κτίριο απέναντι απ’ το μπαρ έμοιαζε να θέλει ξεσκόνισμα. Ήπια, γκρίζα σύννεφα αιωρούνταν στον ουρανό.
Επέτρεψε στο μυαλό του να συνεχίσει να ταξιδεύει στους παλιούς, καλύτερους καιρούς. Τότε που ακόμα ζούσε με τη γυναίκα του, τότε που ακόμα έκαναν όνειρα για την οικογένεια που θα έφτιαχναν.
Είχαν σκεφτεί τα πάντα οι δυο τους. Ίσως λίγο διαφορετικά ο ένας απ’ τον άλλον, αλλά αυτό δεν είχε σημασία. Το όνειρο υπήρχε, κι αυτό ήταν που μετρούσε. Είναι επικίνδυνα πράγματα τα όνειρα όταν υπάρχουν. Μπορούν να σε στείλουν κάπου που να αξίζει τον κόπο, ή μπορούν να σε καταστρέψουν.
Μόνο που ο αστυνόμος είχε κάνει λάθη. Σημαντικά λάθη. Ήταν δική του απόφαση –που πήγαζε απ’ το φόβο του- το να μην κάνουν ένα παιδί, και δικό του σφάλμα που εκείνη τον είχε εγκαταλείψει. Συγκεκριμένα, της είχε ζητήσει να τον εγκαταλείψει. Της είχε πει ότι δεν ήταν σωστό να ξοδεύει τη ζωή της με κάποιον που δεν μπορούσε να την κάνει ευτυχισμένη, της είχε πει ότι δεν της άξιζε όλο αυτό. Κι ύστερα της είχε ζητήσει να φύγει, κατηγορώντας τη δουλειά του για την κατάντια του.
Η αλήθεια απείχε λίγο απ’ όλα αυτά, όμως. Λίγο έως πολύ. Η αλήθεια ήταν ότι δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τους φόβους του. Δεν ήξερε πώς να το κάνει. Φοβόταν ότι δεν θα μπορούσε να μεγαλώσει ένα παιδί στον Άγιο Δημήτριο, ιδιαίτερα με τη δουλειά που έκανε. Είχε δει πράγματα που άλλοι δεν έβλεπαν παρά μόνο στη τηλεόραση, είχε βυθιστεί για τα καλά στις σκοτεινές γωνιές της πόλης και είχε γευτεί διαφόρων ειδών αμαρτίες… ίσως και τις βαρύτερες από αυτές.
Και τώρα ήθελε να πληρώσει.
Είχε συναντήσει το δαίμονα μερικές μέρες πριν. Του είχε παρουσιαστεί σαν –τι άλλο;- μια όμορφη γυναίκα, ντυμένη στα κόκκινα που καθόταν στον πάγκο ενός μπαρ και κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, έχοντας ένα ποτό μπροστά της, μοιράζοντας προκλητικές ματιές.
Το μπαρ ήταν από εκείνα που κάποιοι αποκαλούσαν βρώμικα, από εκείνα που βρίσκονταν στην άλλη πλευρά της πόλης, αντίθετα από εκείνα που βρίσκονταν στην οδό Αίγης. Ο αστυνόμος συνήθιζε να πηγαίνει σ’ εκείνα τα μπαρ γιατί ήταν σκοτεινά κι ανώνυμα. Τα άλλα που βρίσκονταν στην οδό Αίγης ήταν όλα τους γνωστά, και τα μεγαλύτερα από εκείνα μάζευαν τους ανθρώπους που ήταν γνωστοί ως μέλη της καλής κοινωνίας.
Ο αστυνόμος προτιμούσε την ησυχία, κι έτσι πάντα διάλεγε τα πιο απομονωμένα μπαρ, εκείνα που ήταν χαντακωμένα μέσα στα στενά της πόλης. Εκεί μέσα μπορούσες να συναντήσεις μέχρι και το τελευταίο απόβρασμα, αλλά και κάποιους καλούς ανθρώπους που η καλή κοινωνία είχε απορρίψει προ πολλού. Ίσως κι απ’ τη γέννησή τους. Ή την εφηβεία τους. Γιατί όταν σου πετάνε λάσπη αυτή οι οποίοι ρυθμίζουν τις κοινωνίες, όλοι τρέχουν να γευτούν ένα κομμάτι απ’ τη σάρκα σου… κι όλοι τους περιμένουν με ανυπομονησία για να το κάνουν.
Έβλεπε εκείνους τους ανθρώπους που τους είχαν καταντήσει να μην είναι ούτε για φτύσιμο και τους χαιρόταν, τους υποστήριζε. Ίσως γιατί κάπου μέσα του υπήρχε ένας κρυμμένος επαναστάτης, ποιος ξέρει; Ποιος ξέρει πόσοι από εκείνους τους ανθρώπους άξιζαν πολύ περισσότερο απ’ όσους κυβερνούν κάθε φορά, και πόσοι από εκείνους δεν επρόκειτο να βρουν ποτέ το δίκιο τους;
Σ’ ένα τέτοιο μπαρ, λοιπόν, είχε συναντήσει το δαίμονα ο αστυνόμος, και είχε μιλήσει μαζί του. Είχαν κάνει μια συζήτηση σχετικά με τη ζωή του, κι εκείνος είχε ξαφνιαστεί από το πόσα πολλά γνώριζε ο δαίμονας. Γνώριζε πράγματα μ’ έναν περίεργο, μαγικό τρόπο… Κι όταν είχε περάσει η ώρα, είχαν αφήσει τον πάγκο για να καθίσουν σ’ ένα απ’ τα τραπέζια που βρίσκονταν στο βάθος, μακριά απ’ το θαμπό, κίτρινο φως των φαναριών στους τοίχους.
Εκεί ήταν που ο αστυνόμος έβαλε τα κλάματα, κι ο δαίμονας δεν του έδειξε κανένα απολύτως έλεος. Συνέχισε να του επιτίθεται βίαια με τις λέξεις, μέχρι που τον έσπασε σε κομμάτια, κι ο αστυνόμος ομολόγησε.
Κι ύστερα ζήτησε να πληρώσει.
 
Τι είχε ομολογήσει;
Έκανε αυτή την ερώτηση στον εαυτό του ενώ ξεφυσούσε τον καπνό του τσιγάρου του. Είχε ομολογήσει τα λάθη και όλες τις αμαρτίες, από τις μικρότερες μέχρι τις μεγαλύτερες. Από τη θλίψη, την παραίτηση και τη μνησικακία, μέχρι τη νωθρότητα, το αδυσώπητο μίσος, την προδοσία και το φόνο. Μέχρι και τις ψεύτικες, τις φρούδες ελπίδες για μια νέα αρχή που είχαν καταλήξει να είναι ένα από τα μελαγχολικά τραγούδια που λίγο αργότερα χόρεψε αισθησιακά ο δαίμονας στη μουσική του τζουκ-μποξ.
Κι όταν επέστρεψε στο τραπέζι και κάθισε δίπλα του, έσκυψε κοντά στον αστυνόμο και του ψιθύρισε μερικές αλήθειες.
Ο αστυνόμος είχε κοιτάξει για λίγο το δαίμονα προσπαθώντας να καταλάβει, κι ένιωσε τρόμο όταν κατάλαβε. Κι ύστερα ένιωσε ερωτική έλξη. Ο δαίμονας του είχε χαμογελάσει και του είχε πει ότι θα τον βοηθούσε… κι ύστερα έσκυψε ανάμεσα στα πόδια του αστυνόμου μέχρι που εκείνος εκσπερμάτωσε.
Λίγο πριν σβήσει το τσιγάρο, θυμήθηκε τις σκέψεις που είχε κάνει ενώ τελείωνε. Σκέψεις τρομακτικές, απαγορευμένες, γεμάτες από ηδονή, ευχαρίστηση, πόνο, αγάπη, μίσος και τρόμο… λες και όλα τα αισθήματά του είχαν γίνει ένα για μια στιγμή.
«Να με περιμένεις», του είπε ο δαίμονας λίγο πριν φύγει. «Αύριο θα έρθω να σε πάρω». Κι ύστερα έφυγε, χάθηκε στα σκοτάδια.
Ο αστυνόμος είχε καθίσει σ’ εκείνο το παγκάκι πριν αρκετές ώρες. Δεν ήξερε πριν πόσες, δεν ήταν σίγουρος. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι η βροχή συνεχιζόταν με τον ίδιο ρυθμό. Ακόμη, ήξερε ότι το παγκάκι βρισκόταν πάνω στη μοναδική στροφή, κι έτσι μπορούσε σχεδόν να δει και τις δύο άκρες του δρόμου… και ήξερε ότι δεν είχε εντοπίσει πουθενά ούτε ίχνος κίνησης…
…ώσπου έσβησε το τσιγάρο πάνω στο βρεγμένο παγκάκι, και μερικά δευτερόλεπτα αργότερα πρόσεξε μια σκιά στο τέρμα του δρόμου. Λίγο αργότερα κατάλαβε ότι η σκιά ερχόταν προς το μέρος του. Την άφησε να πλησιάσει.
Πρώτα διέκρινε το κόκκινο φόρεμά της, και λίγο αργότερα τα κοντά μαλλιά της και τα κόκκινα τακούνια της. Ακόμη πιο μετά, τα κόκκινα χείλια της και μερικά δαχτυλίδια στα δάχτυλα του χεριού που άπλωνε μπροστά του.
Ο αστυνόμος έπιασε εκείνο το χέρι και σηκώθηκε απ’ το παγκάκι.
Άφησε το δαίμονα να τον οδηγήσει.