**
**
**
Ένα διήγημα του Κωνσταντίνου Δ. Μαρτίνη
Αποχαιρετισμός
Η Ζωή είναι ένα κορίτσι οχτώ χρονών, και τώρα στέκεται μόνη της μέσα στη βροχή. Φοράει ένα σκούρο πράσινο αδιάβροχο και έχει στην πλάτη της μια μικρή ροζ τσάντα. Η τσάντα έχει μέσα τα βιβλία της δευτέρας τάξης του δημοτικού, καθώς και μερικά μπλε τετράδια από εκείνα που είχε πει η δασκάλα να αγοράσουν.
Η Ζωή θα περίμενε μέσα στην αυλή, κάτω απ’ το υπόστεγο, αλλά είχαν περάσει ήδη αρκετές ώρες από τότε που είχε τελειώσει το σχολείο, και η καθαρίστρια της είχε πει ότι είχε τελειώσει τη δουλειά της και ότι έπρεπε να κλειδώσει την αυλή, γι’ αυτό και η Ζωή περίμενε στο πεζοδρόμιο.
Η Ζωή περίμενε τη μητέρα της να έρθει να την πάρει, και η μητέρα της είχε αργήσει πολύ εκείνη τη μέρα. Μόνο κατά τις τέσσερις το απόγευμα φάνηκε στην αρχή της κατηφόρας, κρατώντας μια ομπρέλα και περπατώντας όσο πιο γρήγορα της επέτρεπαν τα τακούνια της να περπατήσει. Άρχισε να κατηφορίζει προσέχοντας να μην γλιστρήσει πάνω στις άσπρες πλάκες του πεζοδρομίου. Η Ζωή στην αρχή δεν την είδε, αλλά μετά έτρεξε κοντά της. Μπορούσε να τρέξει, φορούσε κάτι άσπρα αθλητικά παπούτσια κι ένα τζιν παντελόνι, ενώ η μητέρα της φορούσε εκείνο το καφέ και γκρίζο ταγιέρ και μαύρα τακούνια.
«Με συγχωρείς, μωρό μου, που άργησα, είχα πολύ δουλειά και δεν μπορούσα να φύγω», της είπε η μητέρα της.
Η Ζωή δεν είπε τίποτα, μόνο έπιασε το χέρι της μητέρας της και άρχισε να περπατάει δίπλα της μέσα στη βροχή που είχε αρχίσει να δυναμώνει. Η Ζωή μοιάζει μερικές φορές να είναι ένα θλιμμένο κοριτσάκι, σαν να της λείπει κάτι πάρα πολύ. Της αρέσει να παίζει μόνη της με τις κούκλες της, και δεν της αρέσει ο πολύς κόσμος. Δεν της αρέσει να παίζει με μπάλες και με άλλα παιδιά, της αρέσει όμως να παίζει κρυφτό. Βρίσκει πάντα τα πιο απίθανα μέρη για να κρυφτεί, κανείς δεν την βρίσκει ποτέ. Μερικές φορές, μάλιστα, ξεχνιέται στις κρυψώνες της και αργεί να βγει. Μια φορά βγήκε η μητέρα της και την έψαχνε στους δρόμους, ενώ η Ζωή είχε αποκοιμηθεί κάτω από την εξωτερική σκάλα ενός σπιτιού.
Στη Ζωή αρέσει, επίσης, το διάβασμα. Της αρέσει να διαβάζει παραμύθια, από εκείνα που κάνουν το μυαλό της να ταξιδεύει πολύ, πολύ μακριά. Ένα από τα αγαπημένα της είναι το «Ο σπουργίτης με το κόκκινο γιλέκο». Η Ζωή είχε κλάψει όταν ο σπουργίτης είχε χάσει το γιλέκο του και όταν οι άλλοι τον κορόιδευαν και του συμπεριφέρονταν άσχημα, και είχε χαρεί όταν είχε κάνει φίλο του το κάτασπρο χελιδόνι. Η μητέρα της την είχε παρηγορήσει στην πρώτη περίπτωση.
Επίσης, της αρέσει πολύ να ακούει μουσική. Τραγουδάει τις μελωδίες που ακούει στην τηλεόραση, και προσπαθεί να ταιριάξει εκείνες τις μελωδίες με τα παραμύθια που διαβάζει. Της αρέσει και να μετράει. Τα βράδια ξαπλώνει στον καναπέ και μετράει τα σχήματα και τα χρώματα του καλύμματος μέχρι να την πάρει ο ύπνος.
Η Ζωή νιώθει ελεύθερη.
Το Πτώμα
Σε λένε Ζωή και είσαι είκοσι χρονών. Είσαι φοιτήτρια τώρα και μένεις μόνη σου σε μια πόλη, έχεις το δικό σου διαμέρισμα. Όταν ήσουν δεκαπέντε ξεκίνησες να παίζεις πιάνο. Μάλιστα, μέσα σε μερικά χρόνια έγραψες και μερικά δικά σου μουσικά κομμάτια. Ήσουν καλή μαθήτρια.
Πριν από ένα χρόνο δεν αυτοκτόνησες επειδή λυπήθηκες τους γονείς σου. Τώρα είσαι κλεισμένη στο σπίτι σου και κλαις σχεδόν κάθε βράδυ. Είχες κάποιους φίλους, αλλά δεν κατάφερες να τους ακολουθήσεις κι εκείνοι σε παράτησαν, ενώ μερικοί άλλοι σε πρόδωσαν. Γι’ αυτό κι εσύ παραιτήθηκες. Δεν τα πας καλά με τα μαθήματα σου τώρα πια.
Είσαι πολύ όμορφη, Ζωή. Είσαι ένα όνειρο. Έχεις όμορφα καστανά μαλλιά, ένα πανέμορφο πρόσωπο κι ένα υπέροχο, ελκυστικό σώμα. Είναι πολλοί αυτοί που σε πλησιάζουν, αλλά εσύ δεν μπορείς να αφήσεις κανέναν να σε ακουμπήσει, ακόμη κι αν κάποιες φορές το θες. Ένας καθηγητής του πανεπιστημίου σε κάλεσε στο γραφείο του και σου προσέφερε μέχρι και τρεις χιλιάδες για να τον αφήσεις να ικανοποιήσει τις ανώμαλες ορέξεις του πάνω σου –σου περιέγραψε κάποιες από αυτές-, αλλά εσύ αρνήθηκες. Έφυγες απ’ το πανεπιστήμιο και κλείστηκες στο σπίτι σου.
Σκέφτεσαι πώς κάποιοι απ’ τους φίλους σου το ευχαριστήθηκαν που σου συμπεριφέρθηκαν έτσι, και σε πονάει πολύ. Σου φαίνεται άδικο το ότι σου είπαν ότι φταις εσύ γι’ αυτό. Θες πάρα πολύ να φύγεις, αλλά δεν μπορείς, δεν μπορείς, δεν μπορείς, δεν μπορείς, Ζωή.
Σκέφτεσαι το μέλλον σου, και νιώθεις σαν να βουτάς μέσα στα σκοτάδια. Ξέρεις ότι τα παιδιά σου θα σε αντιπαθήσουν επειδή είσαι περίεργη. Επειδή είσαι μόνη και φοβάσαι τους ανθρώπους. Πώς θα τα βοηθήσεις να κοινωνικοποιηθούν; Πώς θα τα πηγαίνεις στα γενέθλια των φίλων τους εσύ που φοβάσαι τους ανθρώπους; Εσύ που δεν μπορείς να σταθείς στα πόδια σου από μόνη σου; Εσύ που παλεύεις για να μην τηλεφωνήσεις κάθε μέρα στο σπίτι των γονιών σου για να ζητήσεις υποστήριξη; Εσύ που δεν μπορείς να κάνεις τα πιο απλά πράγματα;
Στα είκοσι χρόνια της ζωής σου αποφασίζεις να μην κάνεις ποτέ παιδιά.
Δεν παίζεις πιάνο, δεν ακούς μουσική, δεν διαβάζεις παραμύθια. Μόνο ξαπλώνεις τα βράδια στον καναπέ σου και μετράς τα χρώματα και τα σχήματα εκείνου του ίδιου καλύμματος που σου έδωσε η μητέρα σου για το φοιτητικό σου διαμέρισμα. Μετράς, και μετράς, και μετράς μέχρι να σε πάρει ο ύπνος. Και μερικές φορές το κάνεις κλαίγοντας, πονώντας.
Δεν νιώθεις ελεύθερη.
Αναγέννηση
Η Ζωή βρίσκεται κάπου έξω μια νύχτα του φθινοπώρου. Πριν μία ώρα πληροφορήθηκε το θάνατο των γονιών της, και όλη αυτή την ώρα έκλαψε πικρά. Τώρα, όμως, κάτι έχει αλλάξει στο πρόσωπό της. Τώρα χαμογελάει, παρά τα πρησμένα απ’ το κλάμα, κατακόκκινα μάτια της.
Η Ζωή κοιτάζει τα αστέρια, με τα χέρια της πάνω στο στήθος της. Θα έλεγε κανείς ότι προσεύχεται αν δεν γνώριζε την κατάστασή της. Σκέφτεται ότι δεν έπρεπε να τους πιστέψει ξανά. Ότι δεν έπρεπε να τους εμπιστευτεί… Ποτέ ξανά. Πώς μπόρεσε να σκεφτεί ότι θα άλλαζαν; Πώς μπόρεσε να σκεφτεί ότι αυτή τη φορά θα της συμπεριφέρονταν ανθρώπινα; Πώς τόλμησε να σκεφτεί ότι θα έβρισκε τη θέση της σ’ αυτόν τον κόσμο;
Ξέχνα τους όλους. Όλους εκείνους που σκέφτονταν μόνο το συμφέρον τους. Δεν ήταν άνθρωποι αυτοί. Μόνο άγριοι και τίποτα παραπάνω απ’ αυτό. Πώς μπορούσαν να είναι τόσο κακοί; Και πάνω απ’ όλα… η Ζωή αδυνατούσε να καταλάβει πώς μερικοί άνθρωποι συγχωρούσαν τόσο εύκολα τους εαυτούς τους.
Η Ζωή δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο σε κάποιον. Ποτέ δεν θα συμπεριφερόταν τόσο άσχημα σε κάποιον. Κι όσο κι αν προσπαθούσε να απέχει από εκείνους τους ανθρώπους, εκείνους που κάποτε ήταν φίλοι της, τόσο περισσότερο βρισκόταν σε αδιέξοδο. Κάθε φορά, για κάθε νέα της κίνηση υπήρχε και μια νέα απόρριψη… στα δειλά πάντα. Δεν τολμούσαν να κάνουν κάτι στο φως, κάτι τέτοιοι προτιμούσαν να κάνουν αθόρυβα τις βρωμιές τους.
Και τώρα υπήρχε αυτό. Ο θάνατος των γονιών της. Ένα νέο κύμα θλίψης και πόνου έπνιξε τη Ζωή. Την έλουσε ολόκληρη, από την κορυφή ως τα νύχια. Αλλά υπήρχε και μια δόση χαράς μέσα σ’ όλα αυτά. Τώρα πια η Ζωή δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να συνεχίσει. Τώρα μπορούσε να τα παρατήσει, να σταματήσει. Επρόκειτο για μια στάση στην οποία η Ζωή σκόπευε να κατέβει μια και καλή.
Κοίταζε τ’ αστέρια, λοιπόν, και χαμογελούσε, και της ερχόταν να κλάψει απ’ τη χαρά της… Δεν υπήρχε τίποτα τώρα πια να την κρατήσει. Τώρα μπορούσε να φύγει…
Έμοιαζαν όλα τόσο πεντακάθαρα, τόσο διαυγή… τα πάντα της μίλησαν για μια στιγμή, όλα τα στοιχεία της φύσης που υπήρχαν γύρω της ήρθαν σε επαφή μαζί της, άνοιξαν τις αγκαλιές τους έτοιμα να την δεχτούν. Ένιωσε λες και βρισκόταν στο διάστημα, λες και πετούσε ήρεμα ανάμεσα σ’ αστέρια και πλανήτες…
Κι έτσι, μια νύχτα του φθινοπώρου, η Ζωή έγινε ένα με τον κόσμο και ξεκίνησε το ταξίδι της.
Η Ζωή είναι ελεύθερη.
Ένα διήγημα του Κωνσταντίνου Δ. Μαρτίνη
1.Εισαγωγή
Τελικά διαπίστωσα ότι μου αρέσει να ξυπνάω νωρίς το πρωί. Μερικές φορές, μάλιστα, εύχομαι να πάγωνε ο χρόνος εκείνες τις ώρες έτσι ώστε να είχα ένα παντοτινό ξημέρωμα όλο δικό μου. Κι είναι νωρίς το πρωί τώρα, κι εγώ ξύπνησα με όρεξη. Με όρεξη να μιλήσω. Κι αυτό θα κάνω, αν και νιώθω ήδη λίγο ένοχος όταν σκέφτομαι όλα όσα θέλω να πω. Δεν πρόκειται να διαβάσετε μια ιστορία, παρά μόνο μερικές σημειώσεις που αφορούν εμένα. Αν αποφασίσετε να συνεχίσετε την ανάγνωση, θα πρέπει να σας προειδοποιήσω, θα διαβάσετε πολλές ασυναρτησίες.
Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον στο οποίο οι μικροί δεν πρέπει να μιλάνε, και ήταν πολλές οι φορές που σε μια συζήτηση κάποιος μεγαλύτερος με διέκοπτε με τον ίδιο πάντα προσβλητικό τρόπο, προφανώς επειδή θεωρούσε ότι αυτά που είχα να πω ήταν ασήμαντα, ότι δεν είχαν καμιά σημασία. Τώρα, όμως, δεν είμαι μικρός πια. Και τώρα δεν υπάρχει κανένας για να με διακόψει. Και σας ζητάω να το σεβαστείτε αυτό.
Δεν είμαι συγγραφέας, είναι η αλήθεια. Ούτε ποιητής. Πόσο μάλλον ποιητής (χαμογελάω). Είχα δοκιμάσει να γράψω στίχους κάποτε, αλλά το αποτέλεσμα ήταν αισχρό. Νομίζω ότι είναι λεπτή η γραμμή ανάμεσα σε κάτι το ποιητικό και σε κάτι το ανόητο, κι ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο, αυτή η γραφή σίγουρα δεν μοιάζει με κάτι το ποιητικό. Πάντως αν ήμουν συγγραφέας θα έγραφα μια ιστορία σχετικά με το πώς διάφοροι άνθρωποι μας είχαν καταστρέψει με τα λόγια τους. Για μια τέτοια ιστορία θα έπρεπε να δώσω πολλές εξηγήσεις.
Ας ξεκινήσουμε, πάντως. Ας ξεκινήσουμε.
2.Ο Παππούς κι ο Σκύλος
Πριν κάποια χρόνια, όταν εγώ ήμουν πιο μικρός, κάποιος έδωσε στον παππού μου ένα κουτάβι. Ήταν ένα από εκείνα που δεν ξέρω πως λέγονται κανονικά, αλλά οι περισσότεροι από εμάς, νομίζω, τα λέμε λυκόσκυλα. Από εκείνα με τα μυτερά αυτιά, και το τρίχωμα που όπως μου είπε κάποιος –δεν ξέρω αν ισχύει- αλλάζει χρώμα αργότερα, εκείνα που λένε ότι μερικές φορές μπορεί να γίνουν επικίνδυνα.
Στην αρχή όλα ήταν εντάξει. Χαρήκαμε πάρα πολύ όλοι μας, και οι γονείς μου και εγώ και η αδερφή μου. Ιδιαίτερα εγώ και η μεγαλύτερη αδερφή μου παίζαμε με τον σκύλο όλη τη μέρα, κι εκείνος έδειχνε να είναι ένα χαρούμενο κουτάβι. Ήταν χαρά μας να τον ταΐζουμε και να τον φροντίζουμε, ίσως και να τον βγάζουμε βόλτα καμιά φορά, αλλά όταν πέρασε ο καιρός και άρχισε να μεγαλώνει, η αλήθεια είναι ότι τον βαρεθήκαμε κάπως, κι έτσι η φροντίδα του έμεινε αποκλειστικά και μόνο στον παππού μου.
Ο παππούς τον τάιζε, τον έβγαζε βόλτα και φρόντιζε για τις ακαθαρσίες στην πίσω αυλή όπου βρισκόταν το σπιτάκι του σκύλου. Αλλά φαίνεται ότι καθώς όλοι μας μεγαλώναμε και καθώς ο σκύλος περνούσε το χρόνο του με το ηλικιωμένο αφεντικό του, τόσο περισσότερο ταυτιζόταν μαζί του. Ο παππούς δεν ήταν αυστηρός, αλλά με κάποιο μαγικό τρόπο είχε κάνει το σκύλο να τον υπακούει σε όλα. Και όλο και περισσότερο μοιάζανε ο ένας στον άλλον. Περπατούσαν στον ίδιο ρυθμό, αμίλητος ο παππούς και ήσυχος ο σκύλος, με σκυφτό το κεφάλι και το ίδιο αργό βήμα. Τόσο πολύ ταίριαζαν που από ένα σημείο και μετά δεν μπορούσα να ξεχωρίσω ποιος ήταν ο παππούς και ποιος ο σκύλος. Ακόμη περισσότερο, όμως, η κατάσταση χειροτέρεψε όταν πέθανε η γιαγιά. Ο παππούς άρχισε να χάνεται μέσα σε μια βαθιά θλίψη, και άλλο τόσο και ο σκύλος. Δεν γάβγιζε ποτέ, δεν έκανε κανένα είδος θορύβου, στεκόταν παθητικός απέναντι στα πάντα, ακριβώς όπως και ο παππούς όταν αρρώστησε.
Οι γιατροί είχαν πει ότι έπασχε από καρκίνο, κι ενώ δεν έδειχνε να είναι έστω και λίγο θυμωμένος για την κατάστασή του, είχε στην πραγματικότητα αφεθεί ελεύθερος, είχε παραιτηθεί, είχε παραδοθεί και έκανε ό,τι του ζητούσαν οι γιατροί να κάνει, χωρίς δεύτερη σκέψη, αμίλητος και κουρασμένος, ακριβώς όπως και ο σκύλος. Τον είχα πιάσει, όμως, μερικές φορές να κλαίει, και πιστεύω ότι στην πραγματικότητα έκλαιγε διαρκώς μέσα του. Δεν ξέρω, βέβαια, αν έκλαιγε για τη γιαγιά ή για τον εαυτό του, ή για όλη την αδικία που είχε πέσει πάνω του… τον καρκίνο που τον έστειλε στον τάφο, εννοώ.
Εν πάση περιπτώσει, όλο το κλάμα και η παραίτηση –πιστεύω εγώ- ήταν σχετικές με το ότι ήθελε περισσότερο από τίποτα άλλο να σωθεί. Τελικά δεν σώθηκε. Και τον αγαπούσα. Και με έκανε κομμάτια να τον βλέπω τόσο αδύναμο χωρίς να μπορώ να τον βοηθήσω, ενώ απ’ την άλλη με νευρίαζε και με απογοήτευε η παραίτησή του. Με τρόμαζε που το πρώτο είδωλο της ζωής μου είχε ουσιαστικά σκεβρώσει απ’ το φόβο του θανάτου.
Κι έτσι ο παππούς πέθανε αφήνοντας εμένα να φροντίζω ό,τι ήταν δικό του. Το σκύλο, δηλαδή. Και νομίζω ότι ο σκύλος κατάλαβε την απουσία του καλύτερα απ’ όλους εμάς τους υπόλοιπους. Το σκέφτηκα αυτό γιατί κάθε φορά που του πήγαινα το φαγητό του, ή που απλά πήγαινα να τον δω, εκείνος έστρεφε αλλού το βλέμμα του, γυρνούσε το κεφάλι, σαν να ήταν αμήχανος, σαν να ντρεπόταν. Έβλεπα πόσο θλιμμένος ήταν κάθε φορά που προσπαθούσα να κερδίσω την εμπιστοσύνη του, πως έκοβε μερικές μικρές βόλτες μέσα στην αυλή και πως είχε πάντα σκυμμένο το κεφάλι. Ναι, ήταν ο σκύλος του παππού. Ήταν ο σκυθρωπός σκύλος.
3.Οικογένεια
Η οικογένειά μου ήταν μια συνηθισμένη οικογένεια. Δηλαδή, να… εγώ, η αδερφή μου, η μητέρα μου και ο πατέρας μου. Οι γονείς μου δούλευαν και οι δύο για να εξασφαλίζουν τα προς το ζην, και μπορώ να πω ότι ζούσαμε καλά, ότι δεν μας έλειπε τίποτα. Σ’ αυτό το επίπεδο, εννοώ. Γιατί όπως αποδείχτηκε αργότερα, εγώ και η αδερφή μου είχαμε πολλά συναισθηματικά κενά. Και είμαι σίγουρος ότι το ίδιο ίσχυε και για τον πατέρα μου. Για κάποιο λόγο φαντάζομαι τη μητέρα μου σαν την πιο δυνατή μέσα στο σπίτι. Ναι, τώρα που το σκέφτομαι… νομίζω ότι η μητέρα μου ήταν βράχος, παρά το γεγονός ότι ήταν διαρκώς αγχωμένη για τα πάντα. Μου έδινε την εντύπωση ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τα έφερνε βόλτα.
Η αδερφή μου ήταν μια όμορφη κοπέλα, τρία χρόνια μεγαλύτερή μου. Ήταν έξυπνη και ευγενική, και πάντα πρόσεχε ποιον διάλεγε για να είναι το αγόρι της. Την συμπαθούσα από τότε που ήμασταν μικροί, είμαι σίγουρος γι’ αυτό, το θυμάμαι. Θυμάμαι μια φορά που –δεν ξέρω ποια ήταν η ηλικία μου τότε, αλλά μάλλον ήταν πριν το δημοτικό- την είχα πλησιάσει και την είχα ρωτήσει γεμάτος ντροπή: «Αγγελική, θες να μοιραζόμαστε τα παιχνίδια μας και τους μαρκαδόρους μας;» Δεν θυμάμαι την έκφραση του προσώπου της, ούτε την ίδια της την όψη, αλλά μου είχε πει εν ολίγοις ότι ναι, ήθελε να μοιραζόμαστε αυτά τα πράγματα. Κι όταν μεγάλωσα λίγο, σκέφτηκα μήπως εκείνη η συνθήκη ειρήνης ήταν η αφετηρία των σχέσεών μας, οι οποίες ήταν κάπως έτσι: Η Αγγελική μου έκανε τη χάρη να με παίρνει μαζί της όποτε έβγαινε έξω με τους φίλους και τις φίλες της, με άφηνε να τους γνωρίζω και να έχω κοινωνικές σχέσεις, κι εγώ της το ανταπέδιδα με όποιο τρόπο μπορούσα. Κι αυτό που έκανε ήταν πολύ σημαντικό για μένα, μιας και ήμουν και είμαι ένας άνθρωπος πολύ μόνος, παρά τις ψεύτικες φιλίες που έχω συνάψει κατά καιρούς μέχρι σήμερα στη ζωή μου.
Όπως και να ‘χει, μέχρι σήμερα τα πηγαίνουμε αρκετά καλά. Ο καθένας μας ζει στον κόσμο του, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, αλλά κι οι δυο μας ξέρουμε ότι είμαστε συγγενείς, ότι είμαστε αδέρφια.
Νομίζω, πάντως, ότι το κλειδί σ’ αυτό το μικρό κεφάλαιο είναι ο πατέρας μου. Έχω ακούσει να λένε ότι οι γονείς παίζουν καθοριστικό ρόλο στο πως θα εξελιχτεί η μετέπειτα ζωή ενός παιδιού. Ότι η ανατροφή του επηρεάζει τις επιλογές που θα κάνει στη ζωή του, το πώς θα είναι ως ενήλικας και όλα τα σχετικά. Το έχει πει, εξάλλου, και ο ψυχολόγος της Αγγελικής. Δεν ξέρω, δηλαδή, κατά πόσο τον πιστεύω, αλλά να… έχει κι αυτός το πτυχίο του.
Αυτό που προσπαθώ να πω, είναι ότι έχουμε τα παράπονά μας. Ότι μεγάλωσα με τον τρόπο που μεγάλωσα, ότι προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν είναι κανένας άχρηστος, ότι δεν πρέπει να είναι απαισιόδοξος και άλλα τέτοια. Και δεν ξέρω τι σκέφτεστε τώρα, αλλά καταλογίζω πολλές ευθύνες στους γονείς μου, και ιδιαίτερα στον πατέρα μου. Δηλαδή, ναι, μας αγαπούσε, αλλά με το να απορρίπτει όλα όσα εμείς προτιμούσαμε, κάναμε και επιλέγαμε μας μπλόκαρε. Μπλόκαρε την εξέλιξή μας ως ανθρώπους και μπλόκαρε την αγάπη μας και την εκτίμησή μας προς το πρόσωπό του. Ήταν ένας άνθρωπος που δεν πρόσεχε τα λόγια του, αυτό ήταν. Θύμωνα μαζί του, αν και μερικές φορές σκέφτομαι ότι ίσως θα έπρεπε να τον λυπάμαι. Φαίνεται ότι οι δρόμοι που ακολουθήσαμε εγώ και η αδερφή μου, δρόμοι τελείως διαφορετικοί από τις επιθυμίες του πατέρα μου για τα παιδιά του, του είχαν κόψει τη φόρα, αφού είχε πάρει απόφαση το γεγονός ότι δεν μπορούσε να αποφασίζει εκείνος για τις ζωές μας. Τον είχαμε προδώσει. Και θυμάμαι όλες τις επίμονες ερωτήσεις του, εκείνες που έκανε σε αυστηρό τόνο. Σ’ αρέσει αυτή; Σ’ αρέσει εκείνη; Σ’ αρέσει καμιά επιτέλους; Κι αναρωτιέμαι τι ήθελε να μάθει από αυτές τις ερωτήσεις… Του έλεγα πάντα όχι, ότι καμία από τις γυναίκες που μου έδειχνε δεν μου άρεσε, απλά και μόνο από πείσμα, αλλά είμαι σίγουρος ότι εκείνος το εκλάμβανε αλλιώς. Προσπαθούσε, λοιπόν, να καταλάβει τι είδους ανώμαλος ήμουν, φοβόταν μήπως ο γιος του βγει αδερφούλα. Για να μην αναφερθώ στις φωνές, τα νεύρα, τα ξεσπάσματα και το φόβο που προκαλούσαν αυτά σ’ εμένα και την Αγγελική όταν ήμασταν μικροί. Και για να μην αναφερθώ στο φθόνο του. Λες κι εγώ ήμουν ο υπεύθυνος για όλα όσα είχε στερηθεί εκείνος όσο ήταν μικρός. Τα πάντα ήταν μια υποχρέωση για εκείνον, κι εμείς ένα πρόβλημα που πάντα έμπαινε στη μέση και δεν τον άφηνε να ασχοληθεί με τα δικά του. Κι η μάνα μου; Η στάση της μάνας μου που πάντα με εξόργιζε… Είχε ταυτιστεί με τον πατέρα μου σε τέτοιο βαθμό, ώστε για ό,τι συνέβαινε μέσα στο σπίτι τον δικαιολογούσε και έστρεφε την ευθύνη είτε σ’ εμένα είτε στην αδερφή μου. Και συνήθως σ’ εμένα. Λόγω του φθόνου του πατέρα μου, μήπως; Ή ίσως επειδή ήμουν ο μικρότερος.
Ε, λοιπόν τους αγαπάω τους γονείς μου, ναι, αυτή είναι η αλήθεια. Και είμαι σίγουρος ότι και η Αγγελική τους αγαπάει, αλλά θα σας πω και μια άλλη αλήθεια. Δεν ξέχασα ποτέ. Και όλες οι στιγμές που γελούσαμε όλοι μαζί και περνούσαμε καλά δεν ήταν παρά στιγμές που προσωρινά μόνο είχα λησμονήσει. Αλλά αυτό που με πονάει περισσότερο απ’ όλα σ’ αυτή την ιστορία, είναι η αγάπη που νιώθω για αυτούς τους ανθρώπους που με έκαναν αυτό που είμαι σήμερα. Αυτό που με τόσο πάθος μισώ.
Μαμά, μπαμπά… θα είστε πάντα οι γονείς μου.
4.Εφηβεία
Εφηβεία, λοιπόν. Θα σας πω κάτι που είμαι σίγουρος ότι έχετε ακούσει κι εσείς οι ίδιοι πολλές φορές. Πρόκειται για μια δύσκολη περίοδο της ζωής ενός ανθρώπου. Η εφηβεία, εννοώ. Είναι δύσκολη, δεν είναι παιχνιδάκι. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν άνθρωποι που καταστρέφουν τη ζωή τους σ’ αυτές τις ηλικίες. Στη δική μου, τουλάχιστον, περίπτωση η θλίψη ήταν μεγάλη και ο θυμός και η απόρριψη ακόμη μεγαλύτερα, αλλά δεν νομίζω ότι έχει και πολύ νόημα να σας τα λέω έτσι. Ας πάμε παρακάτω τώρα.
Θα ήθελα πρώτα να σας μιλήσω για τους φίλους μου. Γενικότερα, τις παρέες που είχα στη ζωή μου. Είναι ένα από τα χαρακτηριστικά μου, το ότι δεν καταλαβαίνω τους ανθρώπους. Κάποτε μια γνωστή μου είχε πει ότι είμαι πάρα πολύ ευαίσθητος και ότι πρέπει να συμβιβαστώ με τον τρόπο που λειτουργούν τα πράγματα. Είναι αλήθεια ότι δεν θέλω να σας αναφέρω ολόκληρες καταστάσεις που έζησα, θα ήταν σαν μια απλή καταγραφή γεγονότων, ενώ αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι η καταγραφή των συναισθημάτων. Λοιπόν για να το πω απλά, δεν έχω ούτε έναν άνθρωπο κοντά μου με τον οποίο έκανα παρέα παλιότερα. Όλες οι φιλικές σχέσεις που είχα τέλειωσαν κάπως απότομα, μιας κι εγώ έκανα πάντα το ίδιο λάθος. Ξεχνούσα, δηλαδή, τον δικό τους τρόπο σκέψης, ότι ο καθένας πρέπει να τοποθετεί πρώτο τον εαυτό του. Εγώ, αντιθέτως, με τα ευγενή –τι ανόητη λέξη, τι ειρωνεία- συναισθήματά μου έβαζα πρώτα αυτά που ένιωθα για τους ανθρώπους, κι έτσι πάντα στο τέλος ένιωθα προδομένος. Αδυνατούσα να φροντίσω τον εαυτό μου και δεν αποδεχόμουν να γίνω κυνηγός για να επιβιώσω στην κοινωνία. Ο πατέρας μου έλεγε ότι είχα άδικο και ότι έπρεπε να συμβιβαστώ. Λες και η κοινωνία είναι σωστή, ένα όμορφο μέρος για να ζει κανείς. Έλεγε ότι είμαι ανώριμος. Εγώ απαντούσα μέσα μου με δυο λέξεις: Άντε γαμηθείτε.
Όταν πήγαινα στο γυμνάσιο έκανα παρέα με έναν τύπο που του άρεζε να σκοτώνει ζώα. Σκύλους κυρίως. Τους κυνηγούσε, τους τρόμαζε, τους βασάνιζε, τους σκότωνε. Στην αρχή τον συμπαθούσα, αλλά το πόσο τον μίσησα όταν τον είδα εν δράσει δεν μπορεί να περιγραφεί σε καμία από τις γλώσσες των ανθρώπων. Μάλιστα, θυμάμαι μια φορά που είχαμε συναντήσει έναν αδέσποτο σκύλο στον δρόμο και ο κολλητός του τον παρότρυνε να του κάνει κακό. Έτρεχαν τα σάλια του, του τύπου… Δεν έμαθα ποτέ τι απέγινε, αλλά νομίζω ότι μέσα μου ελπίζω να πέθανε με άσχημο τρόπο.
Αργότερα έκανα παρέα με ένα κορίτσι κι έναν τύπο που ταίριαζαν πολύ μεταξύ τους. Εγώ, από την άλλη, ήμουν η παραφωνία της υπόθεσης. Είχαμε πολλές διαφορές, αλλά καταφέρναμε να περνάμε τις ώρες μας μαζί. Θυμάμαι πόσο κόντρα μου πήγαιναν μερικές φορές, πώς έπρεπε να τους ανέχομαι, και πως εγώ τους έκανα επίθεση ρίχνοντας λάδι στη φωτιά. Αυτό που ένιωθα πάνω απ’ όλα ήταν η υποτίμησή τους, το πώς με έπιαναν κορόιδο κάθε φορά που εγώ πήγαινα να κάνω τον καλό. Εκείνος με συμβούλευε να κάνω πράγματα που ήταν πολύ πιο χαμηλού επιπέδου απ’ όσα έκανε ο ίδιος. Μου πρότεινε πάντα τις πιο άσχημες, τη στιγμή που εκείνος απολάμβανε την παρέα των πιο όμορφων γυναικών, και με συμβούλευε να μην περιμένω πολλά. Θυμάμαι τον ανταγωνισμό του που τόσο πολύ απεχθανόμουν, και τη δική μου ανάγκη να μην μείνω μόνος, που ήταν και ο λόγος που έκανα παρέα μαζί τους. Η άλλη με έβγαζε φωτογραφίες με το κινητό της τις πιο ακατάλληλες ώρες για να γελάει μαζί μου, αν και για κάποιο λόγο είχα πάντα την εντύπωση ότι τα έκανε όλα αυτά απλά και μόνο επειδή η ίδια υποτιμούσε τον εαυτό της, και γι’ αυτό προσπαθούσε να κρατάει και τους άλλους εκεί, χαμηλά. Ίσως κατά βάθος τη λυπόμουν.
Με λίγα λόγια, γι’ αυτούς ήμουν ένα ανέκδοτο, κι εγώ δεν μπορούσα να τους πάω κόντρα, δεν μπορούσα να μιλήσω για όλα αυτά, μιας κι εκείνοι είχαν ένα πολύ ισχυρό όπλο: Την αποδοχή των ανθρώπων γύρω μας. Τη στιγμή που αυτοί ήταν οι πρωταγωνιστές, εγώ δεν ήμουν παρά ένας κομπάρσος. Παρ’ όλα αυτά το καταλάβαινα… υπήρχαν φορές που η παρουσία μου τους έκανε να νιώθουν άβολα, και μου άρεζε αυτό… μου έδινε χαρακτήρα.
Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον. Το ξέρω πια, έχω νιώσει τη μοναξιά, και έχω νιώσει αυτά που προσφέρει η συντροφιά. Αλλά μήπως μαζί μ’ αυτό είναι κομμάτι του ανθρώπου και το να κάνει κακό στους άλλους; Να είναι ατομιστής και εγωιστής; Να μην νοιάζεται; Όπως και να ‘χει, δεν προσπαθώ να σας πω ότι έχω τα χειρότερα βιώματα, παρά τις φορές που άλλοι υποτιθέμενοι φίλοι με πρόδωσαν. Αυτό που προσπαθώ να μεταφέρω είναι η σκέψη ότι είχα σχέσεις με ανθρώπους. Αυτό, πολύ απλά. Και οι άνθρωποι είναι αυτοί που είναι. Σε προδίδουν, σε πουλάνε, σου κάνουν κακό, και αν έχουν κάτι να κερδίσουν, ίσως και να κάνουν κάτι καλό για σένα. Και καθώς πέρασαν τα χρόνια και τέλειωσε η εφηβεία, και μετά από διάφορες απογοητεύσεις, πρόσεξα ότι ο λόγος που δεν μπορούσα να έχω αληθινές σχέσεις με άλλους ανθρώπους δεν ήταν απαραίτητα ο εαυτός μου. Οι περισσότεροι άνθρωποι είτε δεν θέλουν, είτε φοβούνται, είτε είναι ανίκανοι να συνάψουν ουσιαστικές σχέσεις. Είναι πολύ απλά άνθρωποι. Κι αν αυτό σας θυμώνει, τότε μάλλον έχετε διαφορετικές αντιλήψεις, διαφορετικά βιώματα. Κι εγώ σας ζηλεύω γι’ αυτό.
Αλλά πολλές φορές –για να μην πω κάθε φορά- η εφηβεία συνοδεύεται από έναν σπουδαίο, τραγικό –χα, χα- και ανεκπλήρωτο έρωτα. Νομίζω ότι είναι κανόνας αυτό. Ε, λοιπόν, δεν αποτελώ εξαίρεση.
Δανάη, μωρό μου, εύχομαι μερικές φορές να ήσουν εδώ… συχνά σκέφτομαι όλα όσα θα σου έκανα, ακριβώς στο σημείο που τα συναισθήματα και η ερωτική επιθυμία συγχέονται, εγώ θα γινόμουν παντοτινός δούλος σου, χα, χα, χα, ο απόλυτος φετιχιστής –για σένα –εγώ και κανένας άλλος. «Κοίτα το μικρό σκυλάκι», θα σκέφτηκες, «ψάχνει αφεντικό», κι ύστερα θα γέλασες.
Παρατηρούσα πόσο λεπτά ήταν τα χέρια της, πόσο λεπτή ήταν η μέση της… πόσο όμορφη ήταν, και φοβόμουν να την πλησιάσω. Μου ήταν αδύνατο να την αγγίξω. Αλλά δεν θα ξοδέψω χρόνο σε τέτοιες μαλακίες τώρα. Έχω περάσει πολλές ώρες στη ζωή μου να σκέφτομαι τέτοια πράγματα για τη Δανάη, και δεν σκοπεύω να ξοδέψω ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω. Γιατί η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα, Δανάη, να ήσουν εδώ κι εγώ να σε γαμάω, και να σε γαμάω, και να σε γαμάω ασταμάτητα, γιατί δεν με νοιάζει αν είσαι καλά ή όχι, γιατί δεν θέλω να είσαι καλά, θέλω να υποφέρεις για το υπόλοιπο της ζωής σου, να είσαι εδώ μπροστά μου, γονατιστή μπροστά στα πόδια μου, κι εγώ να σε καταδυναστεύω, κι εσύ να με παρακαλάς να σε αφήσω ήσυχη, να σε αφήσω να ζήσεις, να σου επιτρέψω να πάρεις μια ανάσα…
Θυμάμαι κάποια που μου άρεζε στο πανεπιστήμιο. Είχε έρθει από τη Γεωργία όταν ήταν πολύ μικρή και είχε μεγαλώσει στην Ελλάδα. Κι ήταν μια πολύ γλυκιά κοπελίτσα, το όνομα της οποίας δεν θέλω να αναφέρω τώρα. Μου άρεζε κυρίως επειδή ήταν ξένη, και για μια στιγμή αναρωτήθηκα αν αυτό ήταν ρατσιστικό. Θέλω να πω… ήταν κι αυτό ένα είδος φυλετικής διάκρισης, σωστά; Τέλος πάντων, ποτέ δεν κατάφερα να τη γνωρίσω, μιας και ήταν με κάποιον άλλο εκείνη την περίοδο. Αλλά και γενικότερα… τις έβλεπα πώς ήταν τόσο φυσιολογικές, και πώς έψαχναν τόσο συνηθισμένους άντρες, και πώς τους προκαλούσα αρνητικά συναισθήματα, και σκεφτόμουν πως όσα ζούσαν οι άλλοι ήταν για μένα απαγορευμένα. Πολύ απλά… αδυνατούσα να καταλάβω τον λόγο για τον οποίο καμιά τους δεν με άφηνε να την αγαπήσω, και είναι αλήθεια… έχω ακόμη την ίδια απορία.
5.Ινδάλματα – Τύψεις, Δαίμονες και Μίσος
Όταν ήμουν μικρός ήμουν καλύτερος σε όλα. Ακόμη και στο να ζω. Ήμουν πιο ευτυχισμένος απ’ όσο είμαι τώρα και απ’ όσο ήμουν ως έφηβος. Όταν άρχισα να ενηλικιώνομαι άρχισαν να ζορίζουν τα πράγματα, προς το τέλος του λυκείου κυρίως. Πολλά πράγματα είχαν παίξει το ρόλο τους στην πρώτη καταστροφή μου, όπως –άθελά της- η οικογένειά μου, ας πούμε. Πάντως όταν είμαστε μικροί είμαστε περισσότερο ελεύθεροι, νομίζω. Τώρα πια ψάχνω έναν τρόπο να γίνω και πάλι παιδί. Σε συναισθηματικό, τουλάχιστον, επίπεδο.
Ας μιλήσουμε λίγο για ήρωες, πρότυπα και ινδάλματα. Καταρχήν ρίξτε μια ματιά σ’ αυτό που είδα σε ένα λεξικό: Ίνδαλμα, το είδωλο, η εικόνα της φαντασίας || μεταφ. κάθε αντικείμενο λατρείας. Θα ήθελα να το έχετε κατά νου όσο θα διαβάζετε τις παρακάτω γραμμές.
Ως παιδιά και έφηβοι ήμασταν φορείς και στόχοι μιας τεράστιας βιομηχανίας, κομμάτια της οποίας ήταν –ας πούμε- η μουσική και ο κινηματογράφος. Όταν μεγάλωσα λίγο και άρχισα να καταλαβαίνω πώς λειτουργεί ο κόσμος, πόσο καλοστημένος είναι ο πλαστικός δυτικός πολιτισμός και όλη η κοινωνία που έχουν στήσει αυτοί που προηγήθηκαν των εαυτών μας, τότε ένιωσα ότι με εκμεταλλεύονται, ότι ήμουν από πάντα αντικείμενο εκμετάλλευσης, από τη στιγμή της γέννησής μου ακόμα. Η ελευθερία που νιώθουμε δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια παραίσθηση, τίποτα παραπάνω από μια ιδέα και μια συνήθεια, μιας και κανείς από εμάς δεν έμαθε να υπερβαίνει τη σκέψη του, να υπερβαίνει τη συνήθειά του και να ανοίγει το μυαλό του, αφού κανείς δεν μας έμαθε πώς να το κάνουμε.
Αν θέλετε τη δική μου γνώμη, το μόνο που μπορεί να μας καταστήσει ελεύθερους είναι η γνώση για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Ασχολήθηκα, λοιπόν, σε ένα βαθμό με τη φιλοσοφία και προσπάθησα να αποκτήσω τουλάχιστον κάποιες τυπικές γνώσεις και να αναπτύξω κριτική σκέψη, κι όταν άρχισα να θέτω ερωτήσεις, τότε δεν συμβιβάστηκα με τίποτα. Αρνήθηκα τα απατηλά όνειρά μου που είχαν βασιστεί σε δυτικά πρότυπα και που ενισχύονταν από την απόρριψη που εισέπραττα και προσπάθησα να χτίσω άλλα, καινούρια. Είναι αλήθεια ότι μας φέρνουν σε έναν κόσμο όπου όλα είναι έτοιμα για εμάς να τα γνωρίσουμε, να τα αποδεχτούμε και έτσι να περιορίσουμε τους εαυτούς μας στα όρια που μας έβαλαν άλλοι.
Αλλά ας γυρίσουμε και πάλι στην εφηβεία και στα ινδάλματα. Το μόνο που χρειαζόμουν ως έφηβος ήταν κάτι να εξιδανικεύσω και να ζήσω μαζί του. Έτσι κατάφερνα να ανασάνω, να στέκομαι στα πόδια μου. Και ίσως όλοι να έχουν μια τέτοια ανάγκη. Μερικοί, ας πούμε, στρέφονται προς τη θρησκεία. Αλλά οι ιδέες της θρησκείας για εμένα προσωπικά δεν σήμαιναν τίποτα απολύτως, γι’ αυτό κι εγώ έφτιαχνα τους δικούς μου θεούς. Κι όταν οι θεοί αυτοί με πρόδωσαν, τότε στράφηκα προς ανθρώπους που αναγνωρίστηκαν μόνο μετά θάνατον, ανθρώπους που δεν μπορούσαν να με προδώσουν και να με πατήσουν κάτω. Αλλά δεν ήταν αυτό που ήθελα. Στην πραγματικότητα ήθελα να νιώθω αυτάρκης χωρίς να χρειάζεται να πιστεύω σε κάτι. Ήθελα να πιστεύω στον εαυτό μου, ήθελα να καταφέρνω πράγματα χωρίς να χρειάζεται να ακολουθώ τα βήματα κανενός ηλίθιου, προδότη, πουλημένου στα χρήματα.
Μιλώντας στα ινδάλματά μου, λοιπόν. Θα ήθελα να γίνω ο εφιάλτης σας, ακριβώς όπως γίνατε εσείς ο δικός μου, και να σας κάνω κομμάτια προτού καταστρέψω τον εαυτό μου. Και πιστέψτε με θα το απολαμβάνω όταν θα καταστρέφομαι. Κι έτσι σας φτύνω κατάμουτρα, ανόητοι, γελοίοι, εσείς που πουλάτε όσους σας πίστεψαν για το χρήμα και την κατάκτηση της κορυφής. Γιατί εγώ θα κρατάω τα πάντα για τον εαυτό μου και δεν θα κερδίζω τίποτα παρά προσωπική ικανοποίηση, ενώ εσείς θα είστε παράσιτα που εξαρτώνται από κοινά και ακροατές, φυλακισμένοι κι ανελεύθεροι, πουλημένοι στο όνομα μιας καλά κρυμμένης Αμερικής, κρυμμένης πίσω από την υποτιθέμενη ελευθερία που τη διακρίνει. Γιατί εγώ παλεύω μ’ αυτό που κάνω, παλεύω για κάτι το ειλικρινές, κάτι το αληθινό, παλεύω με τον εαυτό μου για να μην γίνω ό,τι είστε εσείς που ξεχάσατε από πού ξεκινήσατε για να φτάσετε εκεί που είστε. Κι όταν όλο αυτό το σύστημα που στηρίζεται πάνω σας καταρρεύσει, θα είμαι ο πρώτος που θα γελάσει μέσα από τον τάφο που εσείς σκάψατε. Και τώρα, φλερτάροντας με σκέψεις που δεν πρέπει να κάνω, σκέψεις απαγορευμένες που θα ξεχάσω μόνο τη μέρα που θα πεθάνω, εύχομαι να με είχατε αφήσει να σκέφτομαι για εσάς όπως σκεφτόμουν κάποτε… εύχομαι να μου δίνατε ακόμη ελπίδες και όνειρα… απατηλά, ψεύτικα όνειρα… εύχομαι να μην με είχατε απορρίψει, να μην είχατε γελάσει μαζί μου, και πάνω απ’ όλα, εύχομαι να με ακούγατε. Να ακούγατε τη φωνή μου, να βλέπατε τι δημιουργήσατε, γιατί εσείς μας κάνατε αυτό που είμαστε, και τώρα θα σας κάψουμε ζωντανούς, γιατί κατά βάθος είμαι ένας μικρός άνθρωπος που δεν μπορεί να καταφέρει τίποτα σημαντικό, που κάποτε μπορούσε να αγαπήσει και να θαυμάσει, αλλά τώρα μπορεί μόνο να διαλύει και να καταστρέφει, κάθε όριο, κάθε θεσμό, κάθε πίστη προς κάτι το μεγάλο και σημαντικό...
Βάλτε το καλά στο μυαλό σας, λοιπόν…
Η δική μας ελευθερία σημαίνει το δικό σας τέλος.
6.Πρώτα βήματα στην ενήλικη ζωή
Τώρα που νιώθω το μυαλό μου λίγο πιο καθαρό, θα ήθελα να σας μιλήσω με περισσότερη ειλικρίνεια. Ορίστε, λοιπόν:
Το μίσος είναι σχετικό. Κατά την ταπεινή μου γνώμη όπου υπάρχει μίσος υπάρχει και αυτό που τη συγκεκριμένη στιγμή θα ήθελα να ονομάσω αφοσίωση. Έτσι μου φαίνεται, δηλαδή. Όπου, λοιπόν, υπάρχει μίσος υπάρχει και η ανάλογη αφοσίωση. Επομένως ναι, το μίσος μου νομίζω ότι είναι σχετικό, πολύ απλά επειδή δεν είμαι παρά ένας μπέμπης που κλαίει ζητώντας αναγνώριση και ένα μέρος να εναποθέσει την αγάπη του. Γιατί αγαπάω, κι απ’ ό,τι φαίνεται έχω περιθώρια να αγαπήσω τον καθένα –κάπως έτσι απέκτησα τη λάθος ικανότητα να συμπαθώ τους εχθρούς μου-, τόσο ηλίθιος είμαι, και το πιο ελεεινό απ’ όλα, φαίνεται ότι έχω ανάγκη την αναγνώριση αυτών των ινδαλμάτων, αλλά ακόμη κι αν μου την έδιναν αυτήν την τόσο σπουδαία αναγνώρισή τους, εγώ δεν θα τη δεχόμουν. Με τίποτα.
Μια φορά με είχε ρωτήσει η μητέρα μου: «Ποια αναγνώριση, ρε; Τι έκανες για να ζητάς αναγνώριση;» Κι εγώ είχα θυμώσει. Τώρα γελάω με την ερώτησή της. Ίσως να είχε μια βάση. Αλλά χέσε με, ρε μάνα. Ο καθένας από εμάς χρειάζεται αναγνώριση. Και αποδοχή. Για αυτό που είναι, δηλαδή. Αναγνώριση για αυτό που είναι. Για τον εαυτό του. Και, φυσικά, αποδοχή. Κι όλοι εμείς που βιώσαμε απόρριψη, που δώσαμε στους άλλους την αλήθεια μας, χωρίς όμως να βρούμε ανταπόκριση, καταλήξαμε περιθωριακοί και θυμωμένοι. Εγώ προσωπικά σας ανέφερα ήδη πώς κατέληξα. Με ήρωες και ινδάλματα –χα, χα- προκειμένου να επιβεβαιώσω τον εαυτό μου. Και νόμιζα ότι μόνο αυτοί με καταλάβαιναν. Ενώ δεν ήμουν τίποτα παραπάνω από θύμα, μια αποτυχία με πολλά νεύρα και οργή.
Όσο βρισκόμουν στο πανεπιστήμιο και είχα ανάγκη από γυναίκα, και μ’ αυτό δεν εννοώ μόνο το σεξ, εννοώ κάποια που να μου επιτρέπει να την αγαπάω, προσπαθούσα να φανταστώ πώς θα ήταν αν υπήρχε κάποια στη ζωή μου. Ας πούμε ότι την λένε Ψ, λοιπόν. Ανάμεσα σε όλα όσα συζητούσα με την Ψ, εκείνη συνήθιζε να μου λέει το εξής, δίνοντας τροφή στις τύψεις μου:
«Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι για τους άλλους να βρίσκονται κοντά σου;»
«Εγώ, Ψ», έφτυνα στο γλυκό μουτράκι της το επιχείρημά μου, «δεν έκανα κακό σε κανέναν εκτός απ’ τον εαυτό μου. Εγώ καταστρέφω μόνο τον εαυτό μου, όχι τους άλλους».
Δεν ξέρω αν είναι και πολύ πειστικό το εν λόγω επιχείρημα, αλλά σίγουρα ήταν καλύτερο απ’ το να μην λέω τίποτα, δε νομίζετε; Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα ήταν ότι ένιωθα εντελώς ασήμαντος. Είχα αρχίσει να σκέφτομαι ότι για κανέναν άνθρωπο δεν ήμουν σημαντικός, παρά μόνο για τους γονείς μου. Κι αυτό δεν μου άρεζε. Χρειαζόμουν ανθρώπους κοντά μου. Μέχρι κι ο γείτονάς μου είχε κόψει την καλημέρα για λόγους που αδυνατούσα να καταλάβω. Γι’ αυτό κι εγώ μια μέρα ντύθηκα και βγήκα στη σκάλα, και κάθισα εκεί και τον περίμενα μέχρι να βγει από μέσα ή να έρθει απ’ έξω προκειμένου να τον συναντήσω. Κι όταν άνοιξε την πόρτα και με είδε, είπε: «Τι κάνεις εκεί, ρε;» Κι εγώ του είπα: «Πέθανε η μάνα μου». «Σοβαρά;» Με ρώτησε. «Όχι», του είπα. «Απλά ήθελα να δω αν θα έλεγες κάτι». Τόση ήταν η ανάγκη μου να έρθω σε επαφή με άνθρωπο και να το σκάσω από τη φυλακή της μοναξιάς μου, τόσο πολύ ήθελα να νιώσω σημαντικός για κάποιον, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να προκαλέσω τη λύπησή του.
Έχω, πλέον, χάσει την πίστη στο μέλλον μου και στον εαυτό μου. Τώρα πια σκέφτομαι ότι οδεύω προς το τέλος μου, προς ένα αδιέξοδο. Δεν έχω μέλλον. Κι ενώ βαδίζω προς την καταστροφή μου, αναρωτιέμαι ποιον τρόπο θα βρω τελικά για να γράψω αυτό το τέλος. Εκείνη η καθηγήτριά μου με είχε ρωτήσει κάποτε: «Τι αυτοκαταστροφικές τάσεις είναι αυτές, Πέτρο;» Κι εγώ κρατιόμουν για να μην σκάσω στα γέλια με το ενδιαφέρον που έδειχνε, μάλλον επειδή δεν καταλάβαινα ότι έπαιζα με τη φωτιά. Τώρα, όμως, το ξέρω, και μερικές φορές ψάχνω ανάμεσα στα συντρίμμια έναν τρόπο για να σωθώ.
Χθες το απόγευμα ήθελα να ξεσκάσω, γι’ αυτό και κατέβηκα στην πίσω αυλή, στον σκυθρωπό σκύλο, στον σκύλο του παππού. Τον πλησίασα, κι εκείνος γύρισε αλλού το κεφάλι του, κάτι που με έκανε να αναγνωρίσω την ίδια αμηχανία που σας ανέφερα και πριν. Γονάτισα δίπλα του και πέρασα το χέρι μου γύρω του. Έδειχνε λίγο διστακτικός. «Μην ανησυχείς», του είπα. «Εσύ έχεις εμένα».
Κι ο σκυθρωπός κούνησε την ουρά του απλά. Χαρούμενα.
Ένα διήγημα του Κωνσταντίνου Δ. Μαρτίνη