Διήγημα

«Ιστορίες του 2011» ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ

«Ιστορίες του 2011»

ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ           Λέξεις: 1.080

«Θετική ψυχολογία. Είναι απαραίτητη», είπε ορθά-κοφτά ο ρευματολόγος, ο 7ος που επισκεπτόμουν στη σειρά με την ελπίδα να βρω τελικά αυτόν που θα μου έλεγε μόνο όσα ήθελα να ακούσω. Κανείς όμως δεν μου «χάιδεψε» τα αυτιά, κι ας το ήθελα τόσο.

To 2011 είναι η χρονιά μου και δεν θα μου τη χαλάσει κανείς. Γέννησα την κόρη μου και έστειλα -προς το παρόν- στον αγύριστο τη θεραπεία για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα. Αν άκουγα τους ρευματολόγους και ξεκινούσα θεραπεία προτού μείνω έγκυος ίσως να μην είχα την τύχη να κρατήσω ένα μωρό στην αγκαλιά μου. Να είναι καλά η φαρμακοποιός, κοντά στον Αγ. Ελευθέριο, που όταν πήγα τη συνταγή με τα «βαριά» φάρμακα με ρώτησε αν έχω παιδιά και με υποψίασε. Να μην ξεχάσω μόλις μπορέσω να την επισκεφτώ και να την ευχαριστήσω. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Τόσα φαρμακεία γύρισα μέχρι να πάω σε εκείνη που νοιάστηκε λίγο παραπάνω.

Σκέφτομαι λοιπόν τα λόγια του έβδομου ρευματολόγου, ενώ ανοίγω αδιάφορα την τηλεόραση. Πέφτω πάνω στις ειδήσεις των οκτώ. Περικοπές μισθών, ανεργία, ΔΝΤ,  Φουκουσίμα, μια μάνα σκότωσε τα παιδιά της γιατί ζήλευε τον άντρα της. Η «Μήδεια» με το ίδιο πρόσωπο της αρχαιότητας επανεμφανίζεται στον 21ο αιώνα. Και η νέα «πολυμήδεια» τηλεόραση του 2011 σκοτώνει καθημερινά εμάς, τα παιδιά της, που χάσαμε προ πολλού την αθωότητά μας μέσα στα πάνελ και τα κουτσομπολιά, μέσα στους εικονικούς πολέμους και τη χυδαία αναπαράσταση σκηνών ωμής βίας και σεξ.

Θετική σκέψη ακούω ξανά τη φωνή του ρευματολόγου στα αυτιά μου. Τότε ακούω παράλληλα και το δυνατό κλάμα του μωρού.

«Αγάπη μου φέρε μου σε παρακαλώ την μικρή να την θηλάσω. Μάλλον πείνασε», φωνάζω τον άντρα μου για πολλοστή φορά μέσα στην μέρα. Το δεξί μου χέρι συνεχίζει να αντιστέκεται στις απέλπιδες εντολές του εγκεφάλου μου και στο μητρικό ένστικτο και παραμένει ασάλευτο.

«Πόσο καιρό ακόμη θα την θηλάζεις ; Ο γιατρός σου είπε ότι πρέπει να ξεκινήσεις άμεσα θεραπεία με χάπια και χρειάζεται να κόψεις το θηλασμό. Είναι πέντε μηνών νομίζω ότι έκανες το χρέος σου», λέει με αυστηρό ύφος ο Ορέστης που δεν αντέχει άλλο να με βλέπει να υποφέρω έτσι.

«Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν είναι θέμα χρέους. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα τη θηλάσω έξι μήνες για να της προσφέρω όσο περισσότερα αντισώματα γίνεται», του απάντησα εκνευρισμένη καθώς ήταν η πολλοστή φορά που κάναμε αυτή την κουβέντα από τότε που γυρίσαμε από το γιατρό.

«Μην κάνεις το ίδιο λάθος με τη μητέρα σου. Μην στερήσεις από το παιδί μας ότι πολυτιμότερο έχει, τη μάνα του», μου απάντησε –με χτύπημα κάτω από τη ζώνη- για να ενεργοποιήσει το αίσθημα ευθύνης μου.

Η μητέρα μου. Η προσωποποίηση της αυτοθυσίας. Αν και την κατηγόρησα πολλές φορές ότι με άφησε ορφανή, ήξερα βαθιά μέσα μου ότι τη θαύμαζα που επέλεξε το θάνατο της με αντάλλαγμα τη ζωή μου. Έμεινε έγκυος στα 38 μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες. Οι γονείς μου βίωσαν για 3 μήνες την απόλυτη ευτυχία. Ετοίμασαν το πιο όμορφο παιδικό δωμάτιο και ανυπομονούσαν να προσφέρουν τα πάντα στο μωρό που τόσα χρόνια περίμεναν. Παρά τις παραινέσεις συγγενών και φίλων να μην αγοράσουν και ετοιμάσουν τα πάντα για την άφιξη του μωρού – αφού σύμφωνα με την παράδοσή μας θεωρείται γρουσουζιά - ήταν τόση η χαρά τους που δεν άφησαν τίποτα για το τέλος.

Στον 3ο μήνα ο γυναικολόγος είχε δυσάρεστα νέα. Η μητέρα μου κατά πάσα πιθανότητα είχε καρκίνο στη μήτρα και θα έπρεπε να κάνουν συγκεκριμένες εξετάσεις για να εξακριβώσουν το στάδιο στο οποίο βρίσκεται. Φυσικά αυτό σήμαινε αναγκαστική διακοπή της κύησης.

Η μητέρα μου ήταν ανένδοτη. Δεν ήθελε να ακούσει τίποτα. Όσο κι αν προσπάθησε ο πατέρας μου να την μεταπείσει ήταν αδύνατον. Όσο κι αν της είπε ο γιατρός ότι αν με γεννήσει πιθανότατα σε λίγο καιρό θα πεθάνει από καρκίνο, εκείνη απλά είπε ότι τουλάχιστον θα προλάβει να με δει. Αυτή ήταν η μητέρα μου. Άργησα όμως πολύ να την καταλάβω.

Έπρεπε να βρεθώ σε αυτό το σημείο της επιλογής που βρέθηκε εκείνη. Όχι τόσο τραγικό, όσο στη δική της περίπτωση, αλλά εξίσου εξουθενωτικό και καθοριστικό για την πορεία της υγείας μου. Ειδικά τώρα η ανάγκη για την παρουσία της ξεπερνά το θυμό μου για την απουσία της.

Ρευματοειδής αρθρίτιδα στα 35. «Τόσο μικρή» μου λένε πολλοί που δεν γνωρίζουν την έξαρση του αυτοάνοσου νοσήματος τα τελευταία χρόνια. Μεγάλη είμαι, απαντώ, αφού υπάρχουν σήμερα πολλά παιδιά που πάσχουν από τη νόσο αυτή.

Θετική ψυχολογία. Καθοριστικός παράγοντας για την εξέλιξη της νόσου. Σημαντική θεωρείται και η άμεση διάγνωση της νόσου ώστε να ξεκινήσει εγκαίρως η φαρμακευτική θεραπεία. «Με αυτό θα πεθάνεις αλλά δεν θα πεθάνεις από αυτό», είχε πει ευθαρσώς ένας από τους 7 ρευματολόγους.

Μια φίλη κάνοντας «κοινωνικό σχόλιο» - κοινώς κουτσομπολιό – είπε ότι στη θέση μου δεν θα αποφάσιζε να κάνει παιδί. Πόσο εύκολα λέμε κάποια πράγματα όταν δεν αγγίζουν το πετσί μας. «Αν θες να ξέρεις ό,τι δεν με σκοτώνει με κάνει απλά πιο δυνατή», της απαντώ.

Συγγενείς και φίλοι χωρίς θέματα υγείας να τους απασχολούν επίσης αναρωτιούνται πως επέλεξα να φέρω ένα παιδί στον κόσμο παρά τα «θέματά» μου. Αν είναι δυνατόν. Όλοι έχουν άποψη στη ζωή μου. Προφασίζονται κι άλλους λόγους βέβαια για να τεκμηριώσουν την άποψή τους. Για παράδειγμα ζούμε σε δύσκολους καιρούς, οικονομική κρίση, περιβαλλοντική καταστροφή, τοξικές ουσίες στα τρόφιμα και στον αέρα κ.λ.π. Η απάντησή μου είναι απλή και άμεση. «Συνεπώς μου λέτε ότι κακώς γεννούσαν στον πόλεμο, στην κατοχή, στον εμφύλιο και δεν θα έπρεπε να βρισκόμαστε ούτε εμείς εδώ σήμερα».

Σκέψου θετικά. Προσπάθησε να αποβάλλεις το άγχος. Πάντα η θεωρία ήταν πιο εύκολη από την πράξη σκέφτομαι. Παρ’ όλα αυτά το παλεύω. Μια ζωή αγχώδης και υπερκινητική. Τώρα απαιτείται να αλλάξω τρόπο ζωής αφού πρώτα αλλάξω τρόπο σκέψης. Και ο πιο εύκολος τρόπος είναι να κοιτάζω την κόρη μου. Να αντιγράφω την ηρεμία της, τη χαρά της ανακάλυψης και της εξερεύνησης που έχουν όλα τα μωρά. Να ξαναγίνω παιδί για να μπορέσω να ζήσω ως ενήλικας.

Άργησα να εκτιμήσω την αυτοθυσία της μάνας μου. Την είχα για εγωίστρια ενώ εκείνη ήταν υπόδειγμα αλτρουισμού. Νόμιζα ότι με εγκατέλειψε συνειδητά και προτιμούσα να μην με είχε φέρει στη ζωή, αντί να την ευγνωμονώ για το «δώρο» της. Κάλλιο αργά παρά ποτέ.

Μάνα, σου αφιερώνω τους μήνες που θηλάζω την εγγονή σου αγνοώντας συμβουλές γιατρών και θεραπείες για τη νόσο. Εσύ έδωσες τη ζωή σου, εγώ θα προσφέρω τουλάχιστον το μητρικό γάλα στο πλάσμα που έφερα στον κόσμο χάρη στη δική σου αυτοθυσία.

Και μάνα, αποφάσισα να ζήσω καλύτερα τη ζωή μου και να φέρομαι καλύτερα στην οικογένειά μου, γιατί ρε μάνα στο χρωστάω…

Ζητείται Άϊ- Βασίλης… με γνώσεις ίντερνετ

Ζητείται Άϊ- Βασίλης… με γνώσεις ίντερνετ

Τρίτη, 06 Δεκέμβριος 2011 16:51

...Της Τζίνα Πανδρούλα---O Βόρειος Πόλος είναι ανάστατος. Λίγες μέρες απομένουν για τα Χριστούγεννα και η παραίτηση του Αϊ-Βασίλη έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία

στο εργαστήρι των ξωτικών. Στην αρχή, όταν διάβασαν το γράμμα της παραίτησής του, νόμιζαν ότι είναι ένα από τα αστεία του.
Το αποχαιρετιστήριο γράμμα του Αϊ-Βασίλη έγραφε τα εξής:

«ΧΟ!ΧΟ!ΧΟ! - Δεν υπάρχει λόγος να ετοιμάσετε φέτος παιχνίδια. Τα παιδιά δεν ζήτησαν τίποτα. Δεν έλαβα κανένα γράμμα, εκτός από το σημείωμα της 7χρονης Ιφιγένειας από την Αθήνα που με ενημέρωνε ότι το αγαπημένο της παιχνίδι μπορώ να το βρω και στο ιντερνετ, ενώ έλεγε ότι περισσότερες πληροφορίες θα βρω στο μαιλ που μου έστειλε.
ΧΟ!ΧΟ!ΧΟ! Αν και έχω υπολογιστή ξέρετε πολύ καλά ότι δεν έχω σύνδεση ιντερνετ– είναι ασύμφορη εδώ που είμαστε έτσι και αλλιώς- αλλά το κυριότερο δεν ξέρω να μπαίνω στο ιντερνετ…πόσο μάλλον στα μαιλ των παιδιών. Αγαπημένα μου ξωτικά καιρός να βρείτε έναν Αι-Βασίλη που να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εποχής. Η τεχνολογία δεν ήταν ποτέ το φόρτε μου και από ότι φαίνεται τα παιδιά δεν χαίρονται πια όταν γράφουν ή διαβάζουν και δεν θέλουν να στέλνουν γράμματα στον Αϊ-Βασίλη γιατί προτιμούν την ψυχρότητα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από την παραδοσιακή αμεσότητα και τρυφερότητα ενός χειρόγραφου».

Οι καλικάντζαροι και τα ξωτικά έψαξαν παντού αλλά ο Άι – Βασίλης ήταν άφαντος. Σύντομα κατάλαβαν ότι δεν αστειευόταν. Ότι είχε πραγματικά στεναχωρηθεί που απογοήτευσε τα παιδιά της νέας γενιάς. Ότι αισθανόταν εκτός τόπου και χρόνου επειδή δεν έμαθε ποτέ να χειρίζεται έναν υπολογιστή, πόσο μάλλον να σερφάρει. Ούτε τα ξωτικά μπορούσαν να τον βοηθήσουν, ούτε κανένας άλλος στο βόρειο Πόλο, αφού όσοι έμεναν εκεί τηρούσαν τις παραδόσεις, έγραφαν ότι ήθελαν σε αρωματισμένα, οικολογικά χαρτιά.

Μετά την πρώτη έκπληξη από την απρόσμενη αντίδραση του Αι-Βασίλη τα ξωτικά αποφάσισαν να συσκεφτούν για να βρουν τρόπο να αντιμετωπίσουν την κρίση και να
επαναφέρουν τον Άγιο Βασίλη στο εργαστήρι και τα δώρα να φτάσουν εγκαίρως στα σπίτια των παιδιών.

Στην αρχή μιλούσαν όλα τα ξωτικά μαζί. Είχαν τόσες απορίες. Πως άλλαξαν όλα μέσα σε ένα χρόνο; Μέχρι πέρσι λάμβαναν κανονικά την αλληλογραφία των παιδιών. Ποιος άλλαξε τόσο γρήγορα τις συνήθειες τους ώστε να στείλουν φέτος ομαδικά ηλεκτρονικά γράμματα αντί για προσωπικά χειρόγραφα σημειώματα; Είναι τόσο σαρωτική η επίδραση της τεχνολογίας;

Δεν διαμαρτυρήθηκαν τα ταχυδρομεία των πόλεων; Οι ταχυδρόμοι έχασαν τις δουλειές τους;

Τα χαρτοπωλεία έκλεισαν;

Με αυτό το ρυθμό όμως δεν έβγαινε κανένα συμπέρασμα και η ώρα περνούσε.

Το σίγουρο ήταν ότι τα παιδιά είχαν παραπλανηθεί.

Με κάποιο τρόπο τα έπεισαν ότι τα ηλεκτρονικά τους γράμματα επαρκούν για να ζητήσουν το παιχνίδι που επιθυμούν από τον Άι-Βασίλη. Τα πείσανε ότι δεν χρειάζεται να αγοράσουν χαρτί, να γράψουν με το χέρι τους όσα θέλουν και να αγγίξουν με το χειρόγραφό τους την ψυχή του Αι-Βασίλη που δίνει ενέργεια στα ξωτικά και ώθηση να δημιουργήσουν όσα ζητάνε οι μικροί τους φίλοι ανά τον κόσμο. Ξέχασαν να πουν στα παιδιά ότι τα γράμματά τους, με τα σχέδια, την προσμονή και τη χαρά τους κάνουν το έλκηθρο και τους ταράνδους του Αι-Βασίλη να πετούν ψηλά και γρήγορα ώστε να φτάνουν σε κάθε σπίτι εγκαίρως την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.

Τα ξωτικά συμφώνησαν ότι τα παιδιά φέτος έπεσαν θύματα παραπληροφόρησης. Έπρεπε λοιπόν να τα αφυπνίσουν, να τα ενημερώσουν λέγοντας την πικρή αλήθεια:

«Μόνο τα χειρόγραφά σας ζωντανεύουν τα όνειρά σας γιατί ο Αι-Βασίλης είναι ηλεκτρονικά αναλφάβητος». Αποφάσισαν να γράψουν σε πολύχρωμα χαρτάκια το μήνυμα αυτό, συμπληρώνοντας ότι ο Αι-Βασίλης παραιτήθηκε γιατί δεν ήξερε να διαβάσει τα μαιλ και να τα μοιράσουν σε όλη τη γη μέσα στις επόμενες ώρες.
Έτσι και έγινε. Ξεχύθηκαν σε όλη τη γη και έριξαν πολύχρωμα σημειώματα σε όλα τα σπίτια και τους δρόμους, στις εκκλησίες και στα σχολεία. Σε κάθε σημείο που υπήρχε παιδί έφτασε το μήνυμα των ξωτικών.

Η έκπληξη των παιδιών μπροστά στην αποκάλυψη της αλήθειας ήταν τεράστια. Η άμεση αντίδρασή τους όμως στο μήνυμα που πήραν έδειξε πως δεν είχε καταφέρει να τα αλλάξει ολότελα ο νέος τρόπος ζωής και επικοινωνίας. Η τεχνολογία κυλούσε στο αίμα τους αλλά δεν είχε παγώσει ακόμη την καρδιά τους. Μπορεί να επικοινώνησαν όλα τα παιδιά μεταξύ τους με μαιλ για να ενημερώσουν το ένα το άλλο για τις εξελίξεις και το πώς θα δράσουν, αλλά το μαιλ αυτό έλεγε λιτά το εξής:

«Όλα τα παιδιά του κόσμου ενωθείτε για να γυρίσει στη θέση που του ανήκει ο αγαπημένος μας Άγιος Βασίλης. Βρείτε τώρα το πιο κοντινό χαρτοπωλείο, διαλέξτε τα πιο χρωματιστά, οικολογικά χαρτιά και γράψτε του ένα γράμμα με την καρδιά σας.

ΥΓ. Προτιμήστε να του ζητήσετε ένα παραδοσιακό παιχνίδι και αποφύγετε ότι έχει σχέση με την τεχνολογία για να μην πληγώσουμε περισσότερο τα αισθήματά του».

Την επόμενη μέρα στο Βόρειο Πόλο γινόταν το αδιαχώρητο από πολύχρωμους φακέλους και γράμματα από κάθε γωνιά της γης. Το χιόνι δεν ήταν πια λευκό αλλά πολύχρωμο από τους άπειρους φακέλους που κατέφταναν συνέχεια από κάθε σημείο της γης. Οι καλικάντζαροι, τα ξωτικά και όλοι οι κάτοικοι γελούσαν και τραγουδούσαν χαρούμενοι για την αγάπη που πλημμύρισε και φέτος το Βόρειο Πόλο και ανυπομονούσαν να βρουν τον Άι-Βασίλη για να ξεκινήσουν την κατασκευή των παιχνιδιών.

Ωστόσο η ώρα περνούσε και ο Άγιος Βασίλης δεν φαινόταν πουθενά. Η δουλειά τους δεν μπορούσε να περιμένει. Αν ήταν να προλάβουν έπρεπε να ξεκινήσουν άμεσα. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί δεν επέστρεφε. Σίγουρα θα τον ενημέρωσαν ότι τα γράμματα των παιδιών φτάνουν κατά εκατοντάδες από το πρωί.
Σίγουρα θα ένιωσε την ενέργεια της αγάπης και της προσμονής τους για το φετινό τους δώρο.

Κι όμως ο Άι-Βασίλης δεν φαινόταν πουθενά. Οι καλικάντζαροι ζήτησαν από τους τάρανδους να τους βοηθήσουν. Να κάνουν μια γρήγορη βόλτα γύρω από τη γη μήπως τον εντοπίσουν.

Έτσι και έγινε. Ίσως να ήταν και η πρώτη φορά που εθεάθησαν τάρανδοι χωρίς τον Άγιο Βασίλη να διασχίζουν τον ουρανό χωρίς να μοιράζουν παιχνίδια και χαρά. Αυτή τη φορά οι τάρανδοι είχαν ανώτερο σκοπό. Μετά από λίγες ώρες οι τάρανδοι επέστρεψαν στο Βόρειο Πόλο. «Που είναι ο Άγιος Βασίλης;
Δεν τον βρήκατε;», ρώτησαν αμέσως τα ξωτικά.

«Μην ανησυχείτε. Τον βρήκαμε και είναι μια χαρά. Απλά χρειάζεται λίγες ώρες ακόμη προτού επιστρέψει», απάντησαν γελώντας οι τάρανδοι.

«Μα καλά δεν του είπατε τα νέα; Δεν του είπατε ότι πρέπει να ξεκινήσουμε άμεσα την κατασκευή των παιχνιδιών;», ρώτησαν ξανά όλο αγωνία και απορία τα ξωτικά.

«Φυσικά του το είπαμε», απάντησαν ήρεμα οι τάρανδοι και είπε ότι : «δεν χρειάζεται να αγχωνόμαστε γιατί σε λίγες ώρες ολοκληρώνει το σεμινάριο πληροφορικής για το ίντερνετ και θα είναι μαζί μας για να ξεκινήσουμε την κατασκευή των παραδοσιακών παιχνιδιών και να στείλουμε ευχαριστήρια γράμματα και μαιλ σε όλα τα παιδιά του κόσμου για την αγάπη που μας έδειξαν».

Τοπίο στην Ομίχλη

Κανονικά, μια τέτοια βραδινή ώρα, θα κρατούσα ένα ποτήρι ουίσκι στα χέρια μου και θα το ευχαριστιόμουν με κάθε γουλιά, γράφοντας παράλληλα. Τώρα, όμως, κάτι δεν μου ταιριάζει. Νιώθω λες και είναι πρωί, και όχι βράδυ.
Βγαίνω από το σκοτεινό γραφείο μου, και βλέπω ότι το σπίτι λούζεται στο φως. Φως της μέρας, αλλά φως σκοτεινό. Τόσες ώρες είχα μείνει μέσα στο γραφείο μου, που είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου.
Ήθελα να φύγω, να βγω έξω.
Άνοιξα την πόρτα, και περπάτησα μακριά από το σπίτι, στους αγρούς, προς την λίμνη, και είχε ομίχλη, κι εγώ δεν ήξερα προς τα πού κατευθυνόμουν, μέχρι που τελικά χάθηκα. Και ήταν τώρα λες και η ομίχλη δεν ήταν ένα σύννεφο που είχε κατέβει στη γη, αλλά σαν εγώ να ήμουν ένας άνθρωπος που είχε ανεβεί στον ουρανό, κι από εκεί θυμόταν και παρατηρούσε, και αναπολούσε και νοσταλγούσε, σαν τίποτα να μην υπήρχε πια γι’ αυτόν να ζήσει.
Μόνο ο κόσμος μέσα μου μετράει τώρα, τίποτα άλλο, κανένας άνθρωπος, κανένα παρελθόν, παρά μόνο αυτό που συνδέεται μ’ εμένα, λες και οι άνθρωποι είναι ανάξιοι, κι εγώ εκεί ψηλά, να τους παρατηρώ, να τους χαζεύω, και να γελάω μαζί τους.
Βράχηκα στη λίμνη μπροστά μου, καθώς μπήκα μέσα της μέχρι που το νερό έφτασε στη μέση μου, κι από εκεί, πλημμύρισα από αηδία και σιχασιά, για την αντανάκλαση όλων όσων γνώρισα ποτέ. Μια μικρή δόση ειλικρίνειας του εαυτού, και ένα μεγάλο κενό μέσα μου για όλους όσους έχασα, όσους απέρριψα, και όσους άφησα πίσω να συνεχίσουν μόνοι.
Μόνος κι εγώ πορεύομαι μέχρι το τέλος, κι αν αυτό μοιάζει μακρινό, σίγουρα είναι πιο κοντά απ’ ό,τι νομίζω. Απ’ ό,τι νομίζει ο οποιοσδήποτε, ο κάθε άλλος, και πάλι εγώ, και κανείς, και όλοι μαζί σαν ένα, και όλοι, ναι, σαν ένα, πεθαίνουμε μόνοι.
Και μόνο ο κόσμος μέσα μου μετράει τώρα.
Βγήκα απ’ το νερό, κατέβηκα απ’ τα σύννεφα, επέστρεψα στο σπίτι, και έκλεισα την πόρτα στο σκοτεινό γραφείο, όπου χάθηκα ξανά στις γραφές μου.

Σχόλια ενός μοναχικού αντεπαναστάτη

Θα παρέλειπα μερικά πράγματα από όσα έχω να γράψω εδώ, αλλά τελικά νομίζω ότι αυτό το κείμενο θα μείνει όπως είναι, χωρίς καμιά διόρθωση. Νιώθω όλο μου το σώμα να πονάει, καθώς έμπλεξα σε καυγά μόλις χθες το βράδυ. Πριν μερικές ώρες, δηλαδή. Άλλες φορές δεν θα μιλούσα ποτέ γι’ αυτά τα πράγματα, συνήθως όσα γράφω είναι ψέματα. Συνήθως όλοι οι άνθρωποι που είναι φτιαγμένοι από τα ίδια σκατά που είμαι κι εγώ παριστάνουν τους καλλιτέχνες. Άλλοι τους συγγραφείς, άλλοι τους μουσικούς. Άλλοι απλά καπνίζουν χόρτο. Εγώ ανήκω στην πρώτη κατηγορία, σε όσους δηλαδή θα ήθελαν να είναι συγγραφείς. Όχι λογοτέχνης. Δεν είμαι λογοτέχνης, δεν θα μπορούσα να είμαι λογοτέχνης. Αλλά ακόμη κι αν μπορούσα, μάλλον δεν θα το ήθελα. Έτσι κι αλλιώς, κατά τη γνώμη μου το τι ακριβώς είναι λογοτεχνία είναι κάτι το σχετικό. Κάποιος είπε ότι η λογοτεχνία ορίζεται ανάλογα με το πνεύμα της κάθε εποχής. Τρέχα γύρευε, δηλαδή. Αλλά νομίζω ότι προς το παρόν θα συμφωνήσω, και δεν χάλασε κι ο κόσμος… πάντα μπορώ να αναθεωρήσω τις απόψεις μου.
Πρόκειται να σας μιλήσω για μια περίοδο που κόντευα να λιώσω πάνω στο κρεβάτι μου. Ήταν μια από εκείνες τις φορές που οι καύλες μου έσπαγαν κάθε προηγούμενο ρεκόρ τους. Αλλά ας μην γίνομαι χυδαίος. Ας πούμε απλά ότι ήμουν λίγο ερωτευμένος, αυτό ήταν όλο. Είχα δει, μάλιστα, μια φωτογραφία της τότε… κατάμαυρα μαλλιά, κατάμαυρα μάτια… και τα πιο κόκκινα χείλη στον κόσμο. Μου είχαν πει, επίσης, ότι είναι πολύ καλός άνθρωπος. Τρίχες. Δεν υπάρχουν καλοί άνθρωποι. Λένε ότι ούτε κακοί άνθρωποι υπάρχουν. Άλλοι λένε ότι οι άνθρωποι είναι και καλοί και κακοί. Εγώ τους γαμάω όλους αυτούς όταν έχω τα νεύρα μου. Λέω απλά ότι όλοι οι άνθρωποι είναι κακοί.
Όταν λέω σε κάποιους ότι γράφω, οι περισσότεροι κάνουν εκείνη την ηλίθια ερώτηση, η οποία στην πραγματικότητα δεν θα έπρεπε να γίνεται: Τι γράφεις;
Τι θα μπορούσα να απαντήσω σ’ αυτό; Ιστορίες, τους λέω. Ή αλλιώς: Διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα. Κι εκείνοι επιμένουν: Ναι, αλλά τι γράφεις;
Πρέπει να έχω να κάνω με ηλίθιους, δεν γίνεται αλλιώς, σκέφτομαι. Μην δίνεις σημασία.
Δουλεύω σε μια εφημερίδα. Κάνω διορθώσεις σε διάφορα κείμενα που μου δίνουν. Σκατοδουλειά είναι, αλλά βγάζω τα προς το ζην. Τουλάχιστον μπορώ έτσι να διαβάζω εφημερίδα τζάμπα.
Είχαμε και στο πανεπιστήμιο εφημερίδα. Είχα επιχειρήσει να γνωρίσω μερικούς που έγραφαν, έτσι, μήπως μου έδιναν την ευκαιρία να γράψω κι εγώ, αλλά σύντομα εκείνοι μου έδειξαν ότι αδιαφορούσαν. Τι σύντομα, δηλαδή… αμέσως μόλις διάβασαν κάνα δυο κείμενά μου. Κάποιοι απλά με απέφευγαν, ενώ ένας τύπος όταν με ξεπροβόδιζε από ένα γραφείο του πανεπιστημίου με κλώτσησε στον κώλο. Δεν του είπα κουβέντα.
Με έχουν κατηγορήσει ξανά, πάντως, ότι είμαι ακοινώνητος. Την πρώτη φορά, δηλαδή, με είχε αποκαλέσει ένας φίλος μου «αντικοινωνικό». Μου άρεζε ο χαρακτηρισμός. Αλλά μετά είχε το θράσος να μου πει ότι εκείνος με είχε κάνει άνθρωπο, ότι με είχε βγάλει έξω, στον κόσμο, και ότι πριν ήμουν άγριος, πάνω στο βουνό, σε μια σπηλιά. Εκεί τα πήρα λίγο και του είπα ότι η μάνα του είναι μια πόρνη και τον χτύπησα στο δεξί μάτι. Δεν μιλήσαμε από τότε.
Είναι αλήθεια ότι από πάντα αντιπαθούσα κάθε μορφή κοινωνικής έκφρασης. Όχι, εντάξει, είμαι υπερβολικός. Άλλωστε οι λέξεις «κοινωνική έκφραση» δεν αποτελούν παρά μια γενικότητα. Απλά δεν μου άρεσε ποτέ η ιδέα του να ενταχθώ σε κάποια ομάδα. Είχα φίλους, ναι, αλλά με τα χρόνια χαθήκαμε, ο καθένας πήρε τον δρόμο του, κι εγώ είχα αρχίσει να παίρνω τον δικό μου. Αλλά ας μην γκρινιάζω έτσι, αφού καταφέρνω και τα βγάζω πέρα… κάτι είναι κι αυτό, ε;
Πίσω στην κοινωνική έκφραση, όμως. Όπως σας έλεγα, η ιδέα του να ανήκω σε κάποια ομάδα με αηδίαζε από πάντα. Λίγο από εγωισμό, λίγο από δισταγμό και ανασφάλεια, πάντα φρόντιζα να μείνω απ’ έξω. Και όλα έμπαιναν σε μια σειρά όσο ήμουν υποχρεωμένος να πηγαίνω στο σχολείο. Κοίτα να δεις πράγματα που έμαθα εκεί μέσα! Το σχολείο, λέει, είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας μας. Πιστέψτε με, όποιος το είπε αυτό είχε δίκιο. Νομίζω ότι υπάρχει μια μορφή κοινωνικής διαστρωμάτωσης εκεί μέσα, κι αυτό που σίγουρα τρόμαζε εμένα, ήταν η κοινωνική μου θέση.
Ήξερα ότι δεν μου άξιζε εκείνη η θέση. Δεν ήμουν κανένας ηλίθιος, ήμουν έξυπνος, απλά τα δεδομένα της ηλικίας ήταν άλλα. Για κάποιο λόγο το να είμαι ο εαυτός μου με έβγαζε απ’ έξω. Και ήταν εντάξει όλο αυτό, κάπως μου άρεζε να είμαι στην απ’ έξω. Αυτό που ποτέ δεν κατάλαβα ήταν για ποιο λόγο θα έπρεπε να ανέχομαι ορισμένες συμπεριφορές.
Θα πρέπει να ήμουν στην τρίτη λυκείου όταν κάποιοι προσπάθησαν να μου κάνουν τη ζωή πατίνι. Μου έκαναν διάφορες ερωτήσεις οι οποίες ήταν υπερβολικά πολύ προσβλητικές… συμπεριλάμβαναν βρισιές και άλλες σχετικές λέξεις, ενώ παράλληλα είχαν φέρει μαζί τους και μια άσχημη γκόμενα η οποία με ρωτούσε αν ήθελα να μην είναι μπροστά ενώ με προσέβαλλαν έτσι. Εκείνη η γκόμενα ήταν που με είχε ρωτήσει πόσες φορές τη μέρα βαρούσα μαλακία. Μια μέρα, λοιπόν, έκανα φασαρία μέσα στην τάξη την ώρα του μαθήματος. Τι εννοώ; Ότι σηκώθηκα όρθιος και προκάλεσα έναν από εκείνους. Αδιαφόρησα για την γκόμενα… ας μην ξεχνάμε ότι η κοινωνία έχει ορίσει τη γυναίκα ως αδύναμη… αλλά μ’ αυτό το ανέκδοτο θα γελάσουμε σε κάποιο άλλο κείμενο, φαντάζομαι.
Ο τύπος, λοιπόν, γυρνάει πίσω, στον φίλο του, έναν νταγλαρά νταή, ο οποίος του μίλησε για το διάλειμμα… ο μπροστά τύπος μου λέει ότι στο διάλειμμα θα δω τι θα πάθω, κι εγώ του λέω ότι θέλω να μου δείξει εκείνη τη στιγμή.
Για να μην λέω πολλά, κανείς τους δεν μου έδειξε ποτέ τίποτα, και μάλιστα ο μπροστά τύπος μου ζήτησε συγνώμη αργότερα στο διάλειμμα τρίβοντας τα χέρια του μεταξύ τους. Μου είχε πει ότι έκανε πλάκα. Ο άλλος τον είχε ρωτήσει μπροστά μου αν ήθελε να με δείρουν.
Αμέσως μετά είχε ξεκινήσει μια ολόκληρη ιστορία για το αν τελικά θα με έβαζαν σε μία άλλη τάξη. Οι καθηγητές αρνήθηκαν, φυσικά. Είπαν ότι οι κατάλογοι της κάθε τάξης ήταν έτοιμοι και ότι δεν γινόταν να αλλάξουν. Μια καθηγήτρια είχε μεσολαβήσει, αλλά της είπαν ότι αν ήθελε να καθόταν εκείνη να γράψει ξανά τα ονόματα κάθε τάξης. Και σας τα λέω όλα αυτά επειδή ήμουν μπροστά στον καυγά τους, τον οποίο εδώ αναφέρω. Μπροστά σ’ εμένα το είπε αυτό. Στην πραγματικότητα το μόνο που είχε να κάνει ήταν να σβήσει το όνομά μου από τον κατάλογο της μιας τάξης και να το προσθέσει σ’ αυτόν της άλλης. Και όλο αυτό θα το έκανε στον υπολογιστή. Απλά φαίνεται ότι ο τύπος δεν ήξερε να χειρίζεται το ανάλογο πρόγραμμα, και γι’ αυτό με κάθε αλλαγή καθόταν και έφτιαχνε τις καταστάσεις απ’ την αρχή.
Στην πραγματικότητα κανείς δεν ασχολήθηκε με το αληθινό πρόβλημα. Με το ότι δηλαδή μέσα στο σχολείο, το οποίο είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας, υπάρχουν νταήδες, οι οποίοι κάνουν δύσκολη τη ζωή κάποιων. Οι διδάσκοντες ποτέ δεν ενδιαφέρονταν πραγματικά για τους μαθητές.
Λίγο καιρό μετά το περιστατικό και αφού μετά από ανταλλαγή προσωπικής χάρης ανάμεσα σε καθηγητές με έβαλαν σε μια άλλη τάξη, πράγμα που -σε αντίθεση με όλο τον καυγά και τις διαφωνίες- διήρκεσε δύο δευτερόλεπτα, ένας καθηγητής που με πέτυχε στον διάδρομο πήρε το ύφος του μάγκα και μου είπε:
«Εσύ είσαι ο Σταύρος ο Παπαδόπουλος;»
«Ποιος ρωτάει;» Του είπα εγώ.
«Θα πρέπει να θεωρείς τον εαυτό σου πολύ μάγκα για να κάνεις τέτοια φασαρία σε ώρα μαθήματος. Για μαζέψου, να μην σε μαζέψω εγώ…»
Με είπε και κωλόπαιδο φεύγοντας. Τώρα… ποιος ακριβώς τον έθεσε υπεύθυνο ώστε να με μαζέψει… είναι άλλο θέμα.
Μέσα από όλα αυτά διαμορφώθηκαν οι απόψεις μου σχετικά με το ποιος θα ήθελα να είμαι ως καθηγητής αν ποτέ τελείωνα το πανεπιστήμιο. Οι περισσότεροι καθηγητές που είχα γνωρίσει ήταν παραδείγματα προς αποφυγήν. Σκεφτόμουν ότι θα έπρεπε να χτίσω μια καλή σχέση με τον εκάστοτε μαθητή μου, να του επιτρέψω να με εμπιστεύεται, ώστε μέσα από εμένα να αγαπήσει την γνώση. Δουλειά μου δεν ήταν ούτε να του μεταδώσω τη γνώση, ούτε να τον εξετάσω σε αυτήν. Δουλειά μου ήταν να τον οδηγήσω σε έναν τέτοιο δρόμο, ώστε να κυνηγήσει την γνώση από μόνος του. Εγώ δεν θα ήμουν τίποτα παραπάνω από συνοδοιπόρος στο ταξίδι του κάθε παιδιού.
Ένιωσα περήφανος για τις ιδέες μου, περήφανος για κάθε ένα από τα αντικοινωνικά χαρακτηριστικά μου, τα οποία με τόση προσπάθεια είχα καλλιεργήσει. Με είχαν ήδη βάλει σε πολλούς μπελάδες και θα με έβαζαν σε ακόμη περισσότερους, αλλά ανάθεμα με… Σίγουρα μέχρι τώρα άξιζε τον κόπο.Πάτησα για πρώτη φορά το πόδι μου στο πανεπιστήμιο όταν τέλειωσα το σχολείο. Ξέρω πώς ακούγεται αυτό, αλλά ειλικρινά νομίζω ότι έχει σημασία.
Τα πρότυπά μου από πάντα ήταν καλλιτέχνες. Συγγραφείς και μουσικοί κυρίως. Ήμουν αυτός που ήμουν, και γι’ αυτό είχα επιλέξει την θεωρητική κατεύθυνση. Δεν με ένοιαζε τι θα ακολουθούσε. Μισό λεπτό. Να γίνω κατανοητός. Ήμουν αυτός που ήμουν, που σημαίνει ότι ήθελα να γίνω συγγραφέας, και συνεπώς, μέσα στο εφηβικό μυαλό μου, η θεωρητική κατεύθυνση ήταν πιο κοντά σ’ αυτό που τόσο αγαπούσα. Στο γράψιμο, δηλαδή. Μιλάμε για την πιο ανόητη σκέψη που έκανα ποτέ στη ζωή μου. Όχι ότι το μετάνιωσα, αλλά σίγουρα πρόκειται για μια ανόητη σκέψη, δεν συμφωνείτε; Τέτοιου είδους ανόητες σκέψεις θα έπαιζαν τον δικό τους αρνητικό ρόλο στη συνέχεια.
Όπως και να έχει το πράγμα, το να περάσω σε μια σχολή σχετική με ανθρωπιστικές επιστήμες ήταν το πιο θετικό ατύχημα που μου έτυχε ποτέ. Είναι αλήθεια ότι το πρώτο που ένιωσα ήταν απογοήτευση, για μια σειρά από λόγους, οι οποίοι δεν έχουν πια και τόση σημασία. Τώρα πια δεν είμαι απογοητευμένος, απλά είμαι αδιάφορος. Διαπίστωσα, ωστόσο, με τον καιρό ότι με ενδιέφερε το αντικείμενο της σχολής, καθώς θα μπορούσε να μου δώσει εφόδια τα οποία θα μπορούσα στο μέλλον να συνδυάσω με το γράψιμο. Και μόνο η προσωπική μου ανάπτυξη, που ήδη από τα δεκαεννιά μου χρόνια έγινε ο πρωταρχικός μου στόχος, μπορούσε να ωφεληθεί από τη μελέτη της ιστορίας, της κοινωνίας και τις θεωρίες που αφορούν την έννοια του πολιτισμού. Με πιο απλά λόγια: Είχα αυτή την απλή ιδέα να συνδυάσω τη γνώση με την φαντασία μου και την συγγραφή. Αυτό είναι όλο.
Από την αρχή, ωστόσο, αντιπάθησα για ακόμη μια φορά την οποιαδήποτε ομάδα υπήρχε εντός του πανεπιστήμιου. Απογοητεύτηκα, όπως σας είπα, για δικούς μου λόγους, κι ακολούθησα την πιο εύκολη και ανόητη λύση: Κλείστηκα μέσα στο σπίτι μου.
Τώρα πια θα σας έλεγα ότι το βασικό μου πρόβλημα ήταν ότι δεν ήμουν αρκετά ώριμος ώστε να προσαρμοστώ. Από την άλλη, μέχρι να τελειώσω το πανεπιστήμιο δεν είχα προσαρμοστεί ούτε γι’ αστείο. Ίσως να είμαι ακόμη ανώριμος, λοιπόν. Ποτέ δεν θα προσαρμοστώ, και μάλλον πάντα θα υποφέρω εντός ενός κοινωνικού πλαισίου στο οποίο δεν ανήκω.Ένας από τους λόγους που υπέφερα ήταν ότι είχα ήδη αρχίσει να διαμορφώνω τις δικές μου απόψεις πάνω σε ορισμένα θέματα. Δεν είμαι πρόθυμος να τις εκφράσω… Ακόμη δεν έχω το θάρρος της γνώμης μου… θα έπρεπε να ντρέπομαι! Αυτή η έλλειψη σιγουριάς στις απόψεις μου μάλλον δείχνει μια γενικότερη έλλειψη πίστης και εμπιστοσύνης. Αλλά κανείς δε νοιάζεται γι’ αυτό, ας μην αρχίσουμε τις θεωρίες περί ψυχολογίας τώρα.
Αρνήθηκα λοιπόν τους πάντες και τα πάντα, κι έτσι φρόντισα για ακόμη μια φορά να αποκλείσω τον εαυτό μου. Όχι ότι το μετάνιωσα και πολύ. Ναι, παρουσιάστηκαν προβλήματα στη συνέχεια, η μοναξιά είναι πολύ σκληρός αντίπαλος, αλλά ακόμη και αυτό που μου προσέφεραν οι παρέες που είχα μέχρι τότε δεν με έκανε να αισθάνομαι λιγότερο μόνος. Δεν ήξερα τι έφταιγε, ήμουν σίγουρος ότι η ευθύνη δεν ήταν αποκλειστικά δική μου, αλλά με τα χρόνια άρχισα να αποδέχομαι και το δικό μου μερίδιο.
Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν ήταν ότι ήμουν ακοινώνητος, γιατί δεν ήμουν, ούτε ότι δεν μπορούσα να κάνω φίλους λόγω κάποια «κοινωνικής αναπηρίας». Το πρόβλημα ήταν η επιθυμία μου να είμαι μόνος. Δεν ήθελα να με πλησιάζει κανένας, πια, κανένας απολύτως. Κι όταν κάποιος με πλησίαζε, πριν καν το καταλάβω γινόμουν επιθετικός. Γαμώτο, ποιος ήμουν, τελικά;
Και εντάξει, έτσι κι αλλιώς μέσα μου δεν σεβόμουν κανέναν, ούτε καν τον ίδιο τον εαυτό μου, αλλά τα πράγματα ζόρισαν ακόμη περισσότερο όταν γυναίκες άρχισαν να ενδιαφέρονται για μένα. Ακόμη κι εκείνη, εκείνη με «τα πιο κόκκινα χείλια στον κόσμο». Την ήθελα, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Πραγματικά ένιωθα εντελώς ανίκανος.
Σήκωσα, λοιπόν, το αριστερό μου χέρι και μέτρησα. Ένα, δύο, τρία δάχτυλα. Ήταν η τρίτη φορά στη ζωή μου που ένιωθα ότι πραγματικά ήθελα μια γυναίκα. Εντάξει, αν ήθελα να μετρήσω πόσες μου άρεσαν, κάτι τέτοιο όπως όλοι καταλαβαίνετε θα ήταν αδύνατο… αλλά εκείνην την ήθελα. Και την ήθελα πολύ.
Κι έτσι βρέθηκα να νιώθω σαν να ήμουν δεμένος χειροπόδαρα. Ήθελα, αλλά ήμουν τελείως ανήμπορος. Μια σειρά από άγχη ακολούθησαν, ενώ παράλληλα γνώριζα άλλες γυναίκες. Την πρώτη φορά που βρέθηκα με γυναίκα στο κρεβάτι ήταν… Ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή μου. Εκείνη ήταν είκοσι πέντε ετών. Έβγαλε τα ρούχα της και κάθισε δίπλα μου. Εγώ φορούσα μόνο το παντελόνι μου. Κι ενώ εκείνη ανέβαινε και κατέβαινε και ξανανέβαινε πάνω μου, σκεφτόμουν: Θεέ μου, δεν νιώθω τίποτα. Την κοίταζα, και όσο κι αν προσπαθούσε η καημένη δεν μπορούσε να με κάνει να λειτουργήσω… Όχι ότι έφταιγε εκείνη. Όποιος και να έφταιγε… δεν έχει σημασία. Το θέμα είναι ότι προσπάθησα. Έβαλα το χέρι μου ανάμεσα στα πόδια της και άγγιξα ό,τι υπήρχε εκεί κάτω, και μόλις εκείνη ένιωσε άνετα το τράβηξα μακριά. Της είπα να φύγει από πάνω μου και αμέσως φόρεσα και άρχισα να κουμπώνω το πουκάμισό μου.
«Πού είναι το μπάνιο;» Την ρώτησα. Έπρεπε να πλύνω τα χέρια μου, μόλις είχα πιάσει το πράμα της, και δεν μου άρεζε η ιδέα ότι μόλις έβγαινα έξω θα έτρωγα τυρόπιτα μ’ ένα τέτοιο χέρι. Έφυγα από το σπίτι της και δεν την είδα ποτέ ξανά.
Άρχισα να αναρωτιέμαι. Δεν αμφέβαλλα για τον εαυτό μου, ούτε γι’ αστείο. Απλά… το μόνο που σκεφτόμουν όσο εκείνη τριβόταν πάνω μου, ήταν τα κατάμαυρα μαλλιά της άλλης και τα κατακόκκινα χείλια της. Άσε που είχα αρχίσει στο μεταξύ να νιώθω τύψεις που δεν μου είχε σηκωθεί όσο εκείνη είχε πάρει φωτιά. Πρόβλημά της, σκέφτηκα.Μέσα από μερικά μαθήματα είχα αρχίσει εν τω μεταξύ να σκέφτομαι το θέμα της θρησκείας και της πίστης στον Θεό. Μέχρι τότε δεν είχα άποψη. Ούτε τώρα έχω. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι έχει τη δική του σημασία το να πιστεύεις. Αν σκεφτεί κανείς, όμως, πώς χρησίμευσε η θρησκεία στον άνθρωπο σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του, μπαίνει σε σκέψεις. Αποκτώντας λίγες γνώσεις ιστορίας και ακόμη περισσότερο βλέποντας ειδήσεις, είχα αρχίσει να σχηματίζω μια άποψη που στην αρχή τουλάχιστον με ξένιζε. Η άποψη αυτή έλεγε ότι η εκκλησία και η πίστη στον Θεό είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Παράξενο, είχα σκεφτεί.
Ποια είναι αυτή η κινητήρια δύναμη που ωθεί τους ανθρώπους στις πράξεις τους; Το συμφέρον; Τίποτα ένστικτα, μήπως; Η θρησκεία φαίνεται πως μπορούσε να αποτελέσει μέσο και όπλο «κατάκτησης» του άλλου. Πώς λόγια που αφορούσαν την αγάπη και τη συνύπαρξη μεταφράστηκαν στα χέρια του ανθρώπου σε κάτι τέτοιο;
Θα μπορούσα να γράψω ένα κείμενο μόνο με ερωτήσεις, όπως είχα διαβάσει σε ένα τεύχος της Μαφάλντα. Θα μου απαντούσε κανείς, άραγε; Γιατί η θρησκεία είναι κάτι που χωρίζει τους ανθρώπους, ενώ ο σκοπός της υποτίθεται ότι είναι να τους ενώνει;
Α, γενικότητες! Μάλλον όλες οι ερωτήσεις μου θα αφορούσαν τη φύση του ανθρώπου γενικότερα, και σ’ αυτό το σημείο βρίσκω κάτι το εγωιστικό: Μέσα από την όποια κατανόηση της φύσης του ανθρώπου, θα μπορούσα πλέον να προσδιορίσω τον εαυτό μου. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να επιβιώσω μέσα στην κοινωνία, και πιο συγκεκριμένα εκείνη την περίοδο, μέσα στην κοινωνία του πανεπιστημίου.
Δε θα σας κρύψω, λοιπόν, ότι ποτέ δεν κατάφερα να συμπαθήσω το πανεπιστήμιο. Αν μπορούσα θα έπαιρνα τα βιβλία του κάθε μαθήματος και δεν θα πατούσα ποτέ ξανά εκεί μέσα. Θεωρούμαι, ίσως, γι’ αυτόν τον λόγο ακοινώνητος, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση θα μπορούσα να πω ότι για μένα, το ότι ήμουν ακοινώνητος μ’ αυτόν τον τρόπο, παρά τις δυσκολίες, ήταν ένα προτέρημα. Ηθικό προτέρημα.
Ίσως όντως να είμαι ανώριμος, ποιος ξέρει;Είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι έκανα μερικές όχι και τόσο φιλότιμες προσπάθειες να ενταχθώ σ’ αυτό που τελευταία μ’ αρέσει να ονομάζω «κοινωνία του πανεπιστημίου». Εντάξει, σας είπα ήδη, δεν συμπαθούσα κανέναν, εντελώς κανέναν, αλλά στην πορεία υπήρχαν άνθρωποι που τράβηξαν την προσοχή μου. Άρχισα, μάλιστα, να σκέφτομαι και ένα πιθανό μεταπτυχιακό, τα μυαλά μου κόντεψαν να πάρουν αέρα εκείνη την περίοδο, όταν ένας τύπος που ήξερα, μου είπε ότι: «Για να κάνεις μεταπτυχιακό χρειάζεσαι: 1) Μεγάλους βαθμούς (πράγμα που έμοιαζε λογικό σ’ εμένα), 2) να γλείφεις, να έχεις δηλαδή έναν καθηγητή να σε «σπρώξει», και 3) να έχεις γνωστούς… βύσματα, δηλαδή».
Ε, όσοι ρώτησα μου είπαν παρόμοια πράγματα, και κάπου εκεί άρχισα να αλλάζω γνώμη. Σκέφτηκα ότι δεν ήταν για μένα αυτά τα πράγματα, για να μην αναφερθώ σε όσα συνέβαιναν εκείνη την περίοδο εντός της σχολής στην οποία σπούδαζα. Εγώ σε πανεπιστήμιο; Χέσε μέσα, θα με έτρωγαν ζωντανό. Γι’ αυτό κι εγώ είπα από μέσα μου ας πάει κι αυτό στο διάολο. Λες και δεν έβλεπα πώς λειτουργούσαν τα πράγματα εκεί μέσα. Η ανικανότητά μου να είμαι διπλωμάτης, η ανάγκη μου να είμαι ειλικρινής και η απέχθεια που ένιωθα για ένα ολόκληρο σύστημα σε συνδυασμό με τη διαμόρφωση των δικών μου απόψεων, άρχισαν με τον καιρό να με κάνουν να μισώ ολόκληρο τον κόσμο. Εντάξει, δεν ήμουν και όλη την ώρα μέσα στα νεύρα, αλλά σίγουρα αντιδρούσα απέναντι στους άλλους σαν να μην τους σεβόμουν. Και δεν τους σεβόμουν. Και ούτε τώρα τους σέβομαι. Όχι ότι είχε για εκείνους καμιά σημασία, είχε όμως για εμένα.
Οφείλω να ομολογήσω ότι έγραψα πολύ από εκείνη την περίοδο μέχρι τώρα. Έγραψα πράγματα που πήγαν για πέταμα, και άλλα που φρόντισα να δημοσιεύσω. Κάτι ήταν κι αυτό. Και κάθε φορά που είχα τις μαύρες μου (τότε έρχεται συνήθως το γράψιμο), έγραφα στα τέτοια μου όλα τα μαθήματα και οτιδήποτε άλλο, ακόμη και το τι θα έτρωγα το μεσημέρι, και καθόμουν και έγραφα. Δεν υπήρχε τίποτα που να με γέμιζε περισσότερο από το γράψιμο. Αμέσως η διάθεσή μου βελτιωνόταν, αν και υπήρχαν περιπτώσεις που λειτουργούσε αντίθετα απ’ αυτό. Πάντα υπάρχουν περιπτώσεις που μετά από δύο ώρες μπροστά στον υπολογιστή χρειάζομαι κάτι που θα με κάνει να βγω από το κείμενό μου, κάτι που θα κάνει τη σκέψη μου να αλλάξει.
Με λίγα λόγια ξυπνούσα, έφτιαχνα καφέ, έγραφα, κοιμόμουν. Ξυπνούσα ξανά, έτρωγα, ξανακοιμόμουν, ξαναέγραφα. Καμιά φορά έβγαινα έξω, αλλά για ακόμη μια φορά είχα καταφέρει να προσεγγίσω ανθρώπους οι οποίοι μου συμπεριφέρονταν άσχημα. Είχαμε, βλέπετε, μερικές βασικές διαφορές κουλτούρας, αλλά έχω γράψει αλλού γι’ αυτό, και έτσι κι αλλιώς τέτοιοι άνθρωποι είναι πραγματικά πολύ ασήμαντοι για να ασχοληθεί κανείς μαζί τους.
Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι είχα πουλήσει τα πάντα για το γράψιμο. Χρωστούσα ήδη πάρα πολλά μαθήματα στο τρίτο έτος, κι εκείνη θα τελείωνε και θα έπαιρνε τα κατάμαυρα μαλλιά της και τα κατακόκκινα χείλια της και θα έφευγε για πάντα. Θα έμενα εντελώς μόνος, ακόμη και από τις φαντασιώσεις μου.
Έπρεπε να το ξεπεράσω.
Έπρεπε, δηλαδή, να γράψω ακόμη περισσότερο.Σκεφτόμουν εκείνη την τύπισσα που είχε σκαρφαλώσει πάνω μου. Θυμήθηκα πως είχα βάλει το χέρι μου εκεί κάτω, έτσι απλά. Πολλές φορές αναρωτήθηκα πώς είχα καταφέρει να φτάσω μέχρι εκείνο το σημείο μαζί της. Έτσι συμβαίνει μ’ εμένα. Σκέφτομαι τα πράγματα ξανά και ξανά, μέχρι να δω κάτι διαφορετικό. Και κάποια στιγμή το είδα, και ήταν πολύ απλό. Είχα φτάσει σε τέτοιο σημείο μαζί της απλά και μόνο επειδή δεν με ένοιαζε. Και αυτός ήταν επίσης ο λόγος που δεν είχα καταφέρει να της κάνω τη δουλειά.
Τρίτη φορά, λοιπόν, στη ζωή μου που ένιωθα έτσι για μια γυναίκα. Το κόλπο, σκέφτηκα κάποια στιγμή, είναι να μην νοιάζεσαι. Αν δεν με ένοιαζε καθόλου, θα μπορούσα να την πλησιάσω. Βέβαια, θα χρειαζόταν να σπρώξει κι εκείνη λίγο, όπως είχε κάνει ήδη κάποιες φορές. Αλλά τι τα θες… Ήμουν, άραγε, τόσο βλάκας, ώστε να πάω να της κάνω τη σχετική εξομολόγηση, να βάλω δηλαδή φωτιά στον εαυτό μου, και μετά να την αφήσω να χορέψει χαρούμενη και κολακευμένη πάνω στις στάχτες μου;
Προφανώς και δεν ήμουν. Στην αρχή, τουλάχιστον. Γιατί ήρθε κάποια μέρα που βρεθήκαμε μαζί σε ένα μαγαζί. Όλοι παρήγγειλαν μπύρες, κι εγώ έναν καφέ. Εκείνη προτίμησε έναν χυμό. Αυτό το τελευταίο για κάποιο λόγο με έβαλε σε σκέψεις. Σε λίγο όλοι και όλες σηκώθηκαν για να σταθούν όρθιοι και να συζητήσουν, μπλα, μπλα, μπλα – φλερτ και σκατά, και μείναμε μόνο τρία άτομα στον καναπέ. Μια κοντή κοπελίτσα, η μικρότερη σε ηλικία, η οποία έμοιαζε πολύ συνεσταλμένη, εγώ, κι εκείνη η άλλη. Καθόταν στα δεξιά μου. Εγώ το έπαιζα άσχετος, ότι και καλά δεν ξέρω τίποτα και δεν καταλαβαίνω τίποτα, σκέτος μαλάκας δηλαδή, μέχρι που εκείνη γύρισε προς το μέρος μου και στηρίχτηκε στον καναπέ. Με κοίταζε, το ήξερα. Το ένιωθα. Την κοίταξα κι εγώ, και γύρισε ήρεμα από την άλλη. Είχε πάλι εκείνο το παράπονο στο βλέμμα της, κι εγώ ένιωσα κάτι πολύ παράξενο… ήμουν έτοιμος να την ρωτήσω τι ήθελε, όταν γύρισε και με ρώτησε εκείνη πρώτη. Ναι, ακριβώς, έκανε την ίδια αυτή ερώτηση.
«Τι θέλεις;»
Ένιωσα ότι με είχε προσβάλλει.
«Τίποτα», της είπα.
«Ναι, καλά», μου είπε εκείνη. «…τίποτα δεν θέλεις…»
Ήμουν έτοιμος να βάλω τα γέλια.
«Παράτα με», της είπα.
«Δεν σε καταλαβαίνω», είπε εκείνη. «Όταν θες κάτι γιατί δεν το ζητάς;»
«Δηλαδή είναι τώρα δεδομένο ότι θέλω κάτι…;»
«Καλά, αφού δεν είναι… εντάξει».
«Σήκω να πας στις φίλες σου», της είπα, «εκεί κάθονται».
«Ό,τι θέλω θα κάνω», μου είπε.
Θεέ μου, την είχα συμπαθήσει. Και όσο προχωρούσε γινόταν όλο και καλύτερο. Ή μάλλον χειρότερο. Ναι, αυτό ήθελα να πω. Χειρότερο γινόταν, και έφταιγε εκείνη γι’ αυτό. Τι σκύλα που ήταν, να με κάνει να νιώθω έτσι… Θα έπρεπε να τη μισήσω ακριβώς εκείνη τη στιγμή, αλλά δεν το έκανα. Ούτε αργότερα θα το έκανα. Για μερικές μέρες ανέχτηκα τις μαλακίες της, αφού τριγυρνούσαμε οι δυο μας μέσα στην πόλη, ενώ εκείνη σταματούσε σε κάθε βιτρίνα και καθόταν με τις ώρες εκεί, να χαζεύει. Σαν μικρό παιδί έκανε, και όλο και περισσότερο τη συμπαθούσα. Πάλευα μέσα μου για να είμαι καλός μαζί της και να μην την προσβάλλω, κάθε στιγμή πάλευα, κι ύστερα εκείνη άρχισε να με πιέζει. Βρεθήκαμε οι δυο μας στο διαμέρισμά της, στη σκάλα, της είπα ότι δεν ήθελα να την ακολουθήσω μέσα, κι εκείνη το δέχτηκε αυτό και πρότεινε να καθίσουμε στα σκαλοπάτια. Σαν ηλίθιο, ερωτευμένο κορόιδο, σαν αφελής βλάκας, δέχτηκα, φυσικά.
Ήταν ήσυχη. Όλες αυτές τις μέρες που την ήξερα ήταν πάντα ήσυχη, ήρεμη, πάντα καλοπροαίρετη, δεν θα μπορούσα να μην είμαι ερωτευμένος μαζί της, και καθώς περνούσαν οι μέρες όλο και περισσότερο το αντιλαμβανόμουν αυτό μέσα μου. Και τώρα καθόμασταν στη σκάλα, κι εκείνη με κοίταζε πάλι μ’ εκείνο το γαμημένο το παράπονο που τόσο αγαπούσα να βλέπω στο πρόσωπό της. Ήταν σαν να ζητούσε κάτι, πάντα σαν να ζητούσε κάτι… Μείναμε έτσι για λίγο, μόνο κοιταζόμασταν. Σκατά, τώρα έπρεπε να της το πω κιόλας, δεν ήταν αρκετά όλα αυτά που είχαμε πει τόσες μέρες. Απ’ την αρχή το ήξερε, γιατί δεν με άφηνε να της το πω απ’ την πρώτη στιγμή να τελειώνουμε; Γιατί κατά βάθος αυτό ήταν που ήθελα. Το μόνο που ήθελα –για αρχή τουλάχιστον- ήταν να το μοιραστώ μαζί της. Αλλά δεν άντεξα να μην της το χαλάσω.
«Δεν θα πάει καλά», της είπα.
«Ποιο πράγμα;» Με ρώτησε.
«Αυτό… μεταξύ μας».
«Γιατί το λες αυτό; Μέχρι τώρα καλά δεν ήταν; Γίνεσαι λίγο κωλόπαιδο μερικές φορές, αλλά νομίζω ότι καλά τα πηγαίνουμε…»
«Το λέω γιατί ποτέ δεν θα μπορέσω να σε εμπιστευτώ», της είπα. «Οπότε είναι καλύτερα να το ξεχάσουμε. Τι λες;»
Το έβλεπα να έρχεται. Τώρα θα μου έλεγε ότι αν ήθελα κάτι τέτοιο, εκείνη θα ήταν εντάξει μ’ αυτό. Δηλαδή θα με έγραφε στα παλιά της τα παπούτσια για τα καλά, δηλαδή δεν την ένοιαζε καθόλου, δηλαδή δεν την ένοιαζε ποτέ. Ωχ, μωρέ! Τι σκατά ήθελα κι εγώ;
«Δεν θέλω να το ξεχάσω», μου είπε. «Ούτε κι εσύ θες».
«Αυτή η σιγουριά σου…» της είπα εγώ. «Είσαι ανυπόφορη μερικές φορές».
«Εγώ τουλάχιστον ξέρω τι θέλω», μου είπε. «Δεν κάνω σα μωρό».
«Μαλακίες», είπα εγώ.
Κι ύστερα κάναμε πάλι ησυχία. Εγώ ήμουν το πρόβλημα, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Της είχα πει την αλήθεια, ποτέ δεν θα μπορούσα να την εμπιστευτώ. Εγώ ήμουν το πρόβλημα. Σήκωσα το χέρι μου και ακούμπησα το γόνατό της, κι ύστερα τον μηρό της. Εκείνη κατέβασε ένα σκαλοπάτι το πόδι της, κι εγώ τράβηξα αμέσως το χέρι μου. Νόμιζα ότι είχα κάνει κάτι λάθος, αλλά εκείνη έπιασε το χέρι μου και το ακούμπησε ξανά στον μηρό της. Πάλι εκείνο το παράπονο.
«Μη με κοιτάς έτσι», της είπα και πήρα το χέρι μου από πάνω της. «Σου έχω πει ότι δεν τα μπορώ αυτά τα πράγματα».
Με πλησίασε λίγο και με ακούμπησε… μόνο για να με αγκαλιάσει. Γαμώτο, θα λιποθυμούσα, ποτέ δεν μου άρεζε να με ακουμπάνε. Μου ήρθε να την πετάξω απ’ τη σκάλα, αλλά για ακόμη μια φορά δεν αντέδρασα απότομα.
«Έτσι μπράβο», μου είπε εκείνη. «Αφού έκατσες ήρεμος μέχρι τώρα, κάτι κάνουμε. Δεν έχεις αγκαλιάσει άνθρωπο άλλη φορά;» Με ρώτησε.
Με πίεζε. Τι ήταν αυτά που έλεγε; Την τράβηξα πιο κοντά μου και την αγκάλιασα. Δεν θυμάμαι τι άλλο έκανα, θυμάμαι μόνο ότι ακούμπησα τα μαλλιά της, ότι ένιωσα τη μυρωδιά της, ότι την ένιωσα πάνω μου… Θυμάμαι ότι δεν την άφησα από τα χέρια μου για αρκετή ώρα, θυμάμαι ακόμα ότι δεν έλεγα να τη χορτάσω… Σκύλα, σκέφτηκα. Δες τι με έβαζε να κάνω. Ίσως να είπα και μερικές κουβέντες από εκείνες που τόσο πολύ αντιπαθώ, ποιος ξέρει, δεν θυμάμαι πια. Όλες οι αισθήσεις μου είχαν θολώσει από εκείνην, δεν θυμάμαι πια ούτε τι έκανα ούτε τι είπα.
Το τι ακολούθησε δεν σας αφορά. Ήδη είπα πολλά, ίσως θα έπρεπε να σταματήσω τώρα, να ξεκουραστώ λίγο. Έχω κλείσει τα παντζούρια, είναι θεοσκότεινα εδώ μέσα. Όλη αυτή την ώρα ακούω μουσική και γράφω, και είμαι μόνος μου εδώ. Όχι όσο μόνος ήμουν κάποτε, αλλά μόνος. «Είδες;» Με ρώτησε μια φορά εκείνη. «Φτάσαμε ως εδώ… μπορούμε να προχωρήσουμε κι άλλο».
Ναι, σκέφτηκα. Ίσως.
Ίσως.

Ανάμεσα σε Δαίμονες (Ιεροί δεσμοί)

Μια μητέρα περπάτησε ανάμεσα σε τάφους, ψάχνοντας το κορίτσι της. Είχε χάσει την κόρη της πριν χρόνια. Καθώς περπατούσε ανάμεσα στα μνήματα, είδε μια νεαρή κοπέλα να κάθεται στο μάρμαρο ενός τάφου.
«Κόρη μου!» Είπε και χαμογέλασε. Μάλιστα έκανε να αγγίξει το κορίτσι, αλλά δεν τόλμησε να τεντώσει παραπάνω το χέρι της.
Το κορίτσι σηκώθηκε και πλησίασε. Φορούσε ένα μπλε φόρεμα χωρίς μανίκια, και από μέσα μια άσπρη μπλούζα, η οποία για κάποιο λόγο είχε αρχίσει να κιτρινίζει. Η μάνα πρόσεξε ότι όντως ήταν η κόρη της, αλλά αντιλήφθηκε γρήγορα ότι δεν μπορούσε να την αγγίξει. Μπορούσε να δει από μέσα της. Η κόρη της ήταν ένα στοιχειό. Ήταν ένα φάντασμα.
«Γεια σου, μαμά», είπε το κορίτσι.
«Σε βρήκα», είπε η μητέρα. «Σε έψαχνα εδώ και πολύ καιρό… μόνη μου. Ο πατέρας σου δεν με πίστεψε ότι θα μπορούσα να σε βρω αν το ήθελα πολύ…»
«Δεν με βρήκες επειδή το ήθελες εσύ, μαμά. Με βρήκες επειδή το ήθελα εγώ. Αλλά πες μου, τι με θέλεις τώρα; Ξέρεις ότι οι νεκροί δεν κάνουν με τους ζωντανούς».
«Ήθελα απλά να σε δω, κόρη μου. Μου έλειψες… μου έλειψες πολύ. Μόνο να μπορούσα να σ’ αγκαλιάσω…»
«Δεν μπορείς, όμως», είπε το στοιχειό. Ύστερα κοίταξε τη μητέρα του και χαμογέλασε. Η μάνα μπορούσε να δει ένα όχι και τόσο αγνό χαμόγελο σ’ εκείνο το χλωμό πρόσωπο.
Έπεσε στα γόνατα και ζήτησε συγχώρεση.
«Θα με συγχωρέσεις;» Ρώτησε και έκλαψε.
Το φάντασμα άρχισε να ισιώνει τα μανίκια της άσπρης μπλούζας του, ενώ παράλληλα περπάτησε γύρω από τη μητέρα που έκλαιγε με λυγμούς.
«Όχι, μάνα», είπε. «Γιατί με σκότωσες. Ποτέ δεν με άκουσες, μόνο με σκότωνες». Στάθηκε ξανά μπροστά από τη μάνα. «Θες να με έχεις κοντά σου», της είπε. «Επειδή με αγαπάς. Τις ανάγκες του εαυτού σου ικανοποιούσες πάντα, ποτέ τις δικές μου. Και για κάποιο λόγο αυτό ήταν ένα καλά κρυμμένο μυστικό. Όταν το έμαθα αυτό, τότε μεγάλωσα».
«Γιατί το κάνεις αυτό;» Ρώτησε η μάνα.
«Κράτα με κοντά σου, μάνα», είπε το κορίτσι, «και θα σε σκοτώνω κάθε μέρα».
Κι ύστερα έφυγε.

Η γη του Άκκο Πρέβιτς

Κάτω στην παραλία τα πάντα είχαν μια απόχρωση γκρίζου και γαλάζιου από κοινού. Στις άκρες του δρόμου κατά μήκος της ακτής υπήρχε σιτάρι… ξερό σιτάρι. Ο ουρανός ήταν ένα άψυχο γαλάζιο, ενώ το νερό της θάλασσας ήταν ασημένιο, θύμιζε μέταλλο.
Ο Άκκο περπάτησε πρώτα κατά μήκος του δρόμου, πάνω στην άσφαλτο, κι ύστερα στην άμμο, προς το νερό. Η θάλασσα έμοιαζε ζωντανή, έδειχνε να αναπνέει καθώς έρρεε πίσω, βαθιά, και μετά μπροστά, προς την ακτή. Πέρα από την θάλασσα δεν υπήρχε τίποτα… όσο μακριά κι αν ταξίδευε κανείς.
Στάθηκε μπροστά στο νερό και κοίταξε μακριά, προς τη γραμμή του ορίζοντα. Εκεί ο ουρανός άλλαζε χρώμα, γινόταν σκοτεινός, σκούρος, μαύρος και γκρίζος, κεραυνοί φαίνονταν, και ο Άκκο μπορούσε να ακούσει το βουητό της καταιγίδας. Εκείνη η καταιγίδα ποτέ δεν έφτανε… πάντα έδειχνε να πλησιάζει, αλλά ποτέ δεν έφτανε.
Μερικές φορές είχε ευχηθεί να φτάσει, και να ξεσπάσει, γιατί ήξερε ότι εκείνη η καταιγίδα θα έβαζε ένα τέλος σ’ αυτό τον μουντό, ψεύτικο κόσμο. Γύρισε και περπάτησε βαθύτερα στη στεριά. Διέσχισε την άμμο, πέρασε τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο και περπάτησε στο μονοπάτι που διαπερνούσε έναν από τους αγρούς. Μετά από εκείνο το τμήμα ξεκινούσε η σάπια γη.
Γύρω από το χωράφι υπήρχε φράχτης με σύρμα… είχε αρχίσει να σκουριάζει πια, το ίδιο και οι μεταλλικοί στύλοι που τον συγκρατούσαν. Ο Άκκο είχε καταφέρει να κόψει το σύρμα σε διάφορα σημεία έτσι ώστε να φτάσει στη θάλασσα. Ήταν ένα από τα λίγα πράγματα που είχε καταφέρει κατά την παραμονή του στην σάπια γη. Έτσι την είχε ονομάσει.
Πέρασε, λοιπόν, το κομμένο σύρμα και βρέθηκε ανάμεσα σε γκρίζα δέντρα που είχαν χάσει τη ζωή τους, δεν ήταν παρά φαντάσματα και πτώματα οργανισμών που κάποτε ανέπνεαν. Όχι πια, όμως. Επίσης, τώρα ο ουρανός είχε σταδιακά αλλάξει χρώμα… ήταν ένα βαθύ κόκκινο, σε κάποια σημεία έντονο και φωτεινό, λες και μικρές εκρήξεις και λάμψεις φωτός συνέβαιναν μέσα του, σε διάφορα σημεία του.
Αρκετά μέτρα μακριά, φαινόταν το κτίσμα. Ένα ψηλό κτίσμα, φτιαγμένο από μέταλλο, ένας πύργος, μια φυλακή. Στη θέα του ο Άκκο δυσανασχετούσε, αλλά ένιωθε και μια κάποια ευχαρίστηση όταν περνούσε τις πύλες του.
Τώρα διέσχιζε τη μακριά γέφυρα προς την είσοδό του, εκείνην που πάνω της ήταν αραδιασμένες μαύρες πέτρες στο μέγεθος χαλικιού. Έσπρωξε τις πύλες και μπήκε μέσα.

**

Ομιλίες ακούστηκαν στους χώρους του κτίσματος. Μια γυναίκα και ένας άντρας συζητούσαν. Η γυναίκα γελούσε, έμοιαζε να έχει πιει, έδειχνε χαρούμενη. Είτε αυτό, ή τουλάχιστον ένιωθε εύθυμα.
Η πόρτα της κουζίνας άνοιξε, και ο μπήκαν μέσα ο Άκκο και η Μαρία. Εκείνη τον έπιασε από το χέρι και τον κράτησε κοντά της.
«Τι είναι εδώ μέσα;» Τον ρώτησε.
Εκείνος την κοίταξε και χαμογέλασε.
«Εδώ είναι η μεταλλική κουζίνα», της είπε.
«Εδώ μαγειρεύεις;»
«Όχι», απάντησε εκείνος. «Ποτέ δεν μαγειρεύω. Απλά εδώ μέσα… είναι η κουζίνα».
Για κάποιο λόγο αυτό της φάνηκε αστείο, κι έτσι έσκασε στα γέλια. Στο αριστερό της χέρι κρατούσε ένα ποτήρι με σαμπάνια, λίγη από την οποία χύθηκε στο πάτωμα καθώς εκείνη γελούσε.
«Πρόσεξε», της είπε ο Άκκο.
«Με συγχωρείς».
«Έλα».
Την έπιασε από το χέρι και έκαναν τον γύρο του  μεγάλου ορθογώνιου τραπεζιού.
«Πού θα κάτσουμε;» Τον ρώτησε. «Δεν έχει καρέκλες».
«Κάτσε κάτω, εδώ, και στηρίξου στον πάγκο».
«Κάτω;» Ρώτησε εκείνη. Τώρα απλά χαμογελούσε, αλλά έμοιαζε έτοιμη να δεχτεί τα πάντα με περισσή αποδοχή.
«Ναι, μην ανησυχείς. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο καθαρά είναι», της είπε.
Εκείνη τον άκουσε και κάθισε κάτω προσέχοντας να μην χύσει άλλη σαμπάνια στα πλακάκια. Εκείνος κάθισε δίπλα της.
«Θύμισέ μου το όνομά σου», του είπε.
«Άκκο Πρέβις».
«Παράξενο όνομα έχεις».
«Ναι...»
«Πώς σου ήρθε να ονομάσεις έτσι τον εαυτό σου;»
Ο Άκκο ανασήκωσε τους ώμους του.
«Δεν πιστεύεις ότι άλλοι με ονόμασαν έτσι;»
«Όχι», του είπε. «Κανείς στον κόσμο δεν λέγεται Άκκο Πρέβις. Έτσι δεν είναι;»
«Σε ποιο κόσμο;» Την ρώτησε, κι εκείνη γέλασε ξανά, μέχρι που δάκρυα κύλησαν στα μάτια της.
«Δεν ξέρω», απάντησε. «Μάλλον μόνο στον δικό σου κόσμο υπάρχει κάποιος μ’ αυτό το όνομα. Ο εαυτός σου».
Ο Άκκο δεν μίλησε. Ήπιε μια γουλιά από τη δική του σαμπάνια, και κατάπιε με δυσκολία. Έτσι κι αλλιώς, πάντα μισούσε το αλκοόλ, ποτέ δεν του άρεσε.
«Τώρα, όμως, είσαι στον κόσμο μου», της είπε, «και επέλεξες να βρεθείς εδώ, κι έτσι γνωρίζεις τον Άκκο Πρέβις, τον άνθρωπο που σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του σύμπαντος, δεν θα υπήρχε», και γέλασε.
«Τιμή μου, κύριε Πρέβις», είπε εκείνη, «στην υγειά μας», και του πρότεινε να τσουγκρίσουν τα ποτήρια τους. Εκείνος υπέκυψε, παρόλο που σκέφτηκε να αρνηθεί, και χτύπησε απαλά το ποτήρι του στο δικό της. Ύστερα ήπιαν μαζί.
Ο Άκκο κατάπιε ξανά με δυσκολία, και όταν η Μαρία το πρόσεξε, τον έσπρωξε για να τον πειράξει.
«Δεν σου αρέσει, ε;»
«Όχι», της είπε, «καθόλου».
«Ε μην πίνεις, ρε χαζέ», του είπε. «Γιατί πίνεις;»
«Για να σου κάνω παρέα… βλέπω ότι έχεις μεθύσει, και δεν θέλω να σου χαλάσω το κέφι».
Η Μαρία γέλασε ξανά.
«Δεν έχω μεθύσει», του είπε σέρνοντας, σχεδόν τραγουδώντας, τις λέξεις. Κι ύστερα από λίγο άρχισε να μιλάει για τον εαυτό της και για την ζωή της. Ξεκίνησε μιλώντας για τα αδέρφια της και για τους γονείς της, μετά για τους πρώην της, ένα σημείο στο οποίο ο Άκκο ένιωσε αηδία, και κατέληξε με τον καιρό που ήταν φοιτήτρια (είχε αποφοιτήσει πριν μερικά χρόνια) και την εποχή που έπιασε δουλειά ως δικηγόρος. Συμβολαιογράφος, συγκεκριμένα.
«Και για πες μου…» της είπε ο Άκκο. «Σου αρέσει η δουλειά σου;»
Η Μαρία γέλασε ξανά. Γελούσε διαρκώς ανάμεσα σε όσα έλεγε.
«Σκατά είναι», του είπε. Γέλασε ξανά.
Ο Άκκο πήρε το ποτήρι από το χέρι της και το ακούμπησε μαζί με το δικό του στον πάγκο από πάνω τους. Μετά έπιασε τον καρπό του χεριού της, κι εκείνη τράβηξε το χέρι της κοντά της. Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή.
«Εντάξει», της είπε. «Προφανώς δεν θες».
«Όχι, δεν είναι αυτό…»
«Τότε;»
«Απλά σκέφτομαι ότι… με όλη αυτή τη σαμπάνια…» γέλιο ξανά «…θα ξεράσω», και ξανά.
Εκείνος την κοίταξε για μια στιγμή.
«Τότε ίσως θα πρέπει να πάμε κάπου για να ξεράσεις», της είπε.
«Ναι, εντάξει».
«Σήκω…»
Σηκώθηκαν, αλλά δεν πήγαν πολύ μακριά. Εκείνη γύρισε στο πλάι και ξέρασε μέσα στο νεροχύτη. Μετά άνοιξε την βρύση και ξέπλυνε όσο μπορούσε…
«Θεέ μου», είπε. «Συγνώμη… απλά… δεν ένιωθα και τόσο καλά…»
«Μην ανησυχείς, δεν υπάρχει πρόβλημα… Εννοώ… νιώσε άνετα μαζί μου…»
Την κράτησε δίπλα του και ανέβηκαν μέχρι τον όροφο που βρίσκονταν τα δωμάτια. Εκεί την έβαλε να ξαπλώσει σε ένα κρεβάτι.
«Θα τα πούμε αύριο το πρωί», του είπε.
«Ναι», συμφώνησε μαζί της, και μέσα του ένιωσε ότι δεν ήταν παρά ένας ψεύτης.
Στην σάπια γη δεν ξημερώνει ποτέ.

**

Η Μαρία ξύπνησε μερικές ώρες αργότερα, και μετά το μεθύσι, παρόλο που δεν ήταν πολύ ισχυρό, δεν ένιωθε και πολύ καλά. Η ανάσα της τής έφερνε αηδία… έφταιγε το ότι είχε κάνει εμετό. Κοίταξε το δωμάτιο γύρω της. Ήταν πανέμορφο… Το κρεβάτι πάνω στο οποίο καθόταν ήταν για δύο άτομα… το πάπλωμα ήταν κόκκινο, το ίδιο και η κουρτίνα που κρεμόταν από πάνω του και γύρω απ’ το κρεβάτι. Σύντομα αντιλήφθηκε ότι δεν φορούσε τα παπούτσια της, και κοίταξε γύρω, για να τα δει δίπλα στο κομοδίνο.
Πάνω στο κομοδίνο υπήρχε ένα αναμμένο πορτατίφ, και ένα ρολόι φτιαγμένο από ξύλο και μέταλλο, το οποίο μετρούσε τις ώρες αθόρυβα. Η Μαρία πάτησε πάνω στο χαλί και έσκυψε για να πιάσει και να φορέσει τα παπούτσια της. Ο Άκκο, προφανώς, της τα είχε βγάλει για να κοιμηθεί εκείνη άνετα. Χαμογέλασε στη σκέψη ότι είχε προσπαθήσει να την φροντίσει μ’ αυτόν τον τρόπο. Ήταν ένας άνθρωπος που έδειχνε ότι δεν του άρεζε να έχει άλλους κοντά του. Επίσης, αντιπαθούσε τις γυναίκες. Ο μισογυνισμός του, η Μαρία το είχε καταλάβει αυτό από τις αδιάκοπες συζητήσεις τους, ξεπερνούσε κάθε όριο που εκείνη μπορούσε να φανταστεί.
Τώρα στάθηκε όρθια μέσα στο δωμάτιο. Ο φωτισμός ήταν χαμηλός, ιδιαίτερα κοντά στον απέναντι τοίχο, και στη μια άκρη του δωματίου νόμιζε ότι μπορούσε να δει κάποιον να κρύβεται στο σκοτάδι που είχε συγκεντρωθεί εκεί. Δεν έδειξε φόβο, όμως. Πλησίασε, και τελικά είδε ότι δεν ήταν παρά μια κρεμάστρα με διάφορα παλτά και μπουφάν. Ένας πίνακας κρεμόταν στον τοίχο… δεν ήταν παρά σχήματα σε μαύρο φόντο… νόμισε ότι μπορούσε να διακρίνει ένα μεγάλο μάτι να την κοιτάζει. Παρατήρησε ότι όσο περισσότερο κοίταζε τα σχήματα, τόσα περισσότερα θέματα μπορούσε να διακρίνει μέσα τους, μέχρι που τα παράτησε με την πρόφαση ότι το μυαλό της έπαιζε μαζί της.
Η πόρτα άνοιξε με δυσκολία. Χρειάστηκε να παλέψει λίγο μαζί της μέχρι να την καταφέρει. Ύστερα βγήκε στον διάδρομο. Πόρτες υπήρχαν και στις δύο πλευρές. Ξύλινες πόρτες, πίσω από τις οποίες συνήθως επικρατούσε ησυχία. Αλλά καθώς η Μαρία περπατούσε στον διάδρομο, μπορούσε να ακούσει διάφορους θορύβους που έρχονταν πίσω από κάποιες από εκείνες τις πόρτες. Κάποιες φορές ήταν ψίθυροι, ενώ κάποιες άλλες ήταν βήματα. Επίμονα, αργά βήματα, που της έφερναν στο μυαλό έναν άνθρωπο να περπατάει σκεφτικός… 
Τότε κάποιος της μίλησε. Η Μαρία στάθηκε ακίνητη.
«Ποιος είναι;» Ρώτησε.
«Μαρία;» Είπε ξανά η φωνή.
Κατάφερε να εντοπίσει την πόρτα πίσω από την οποία είχε ακούσει το όνομά της, και πλησίασε.
«Άκκο;» Ρώτησε.
«Δεν είμαι ο Άκκο», είπε η φωνή. «Είμαι μια ανάμνηση… ο Άκκο με έχει κλειδώσει εδώ μέσα, και δεν με αφήνει να βγω…»
«Ο Άκκο…» μουρμούρισε η Μαρία. «Είσαι… όμορφη ανάμνηση; Ή μήπως… όχι;»
Η φωνή δεν απάντησε για λίγο. Μόνο μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, είπε:
«Μπορείς να μου ανοίξεις, σε παρακαλώ;»
«Δεν ξέρω… τι θα έλεγε ο Άκκο αν σου άνοιγα;»
«Σε ενδιαφέρει τόσο πολύ; Με έχει φυλακίσει εδώ μέσα… δεν με αφήνει να ελευθερωθώ… και οι αναμνήσεις μερικές φορές χρειάζονται την ελευθερία τους, ξέρεις. Και κάποιες φορές… όσο την χρειάζονται οι αναμνήσεις, άλλο τόσο την χρειάζονται κι αυτοί που τις έχουν φυλακίσει μέσα τους…»
«Εννοείς ότι… χρειάζονται την απελευθέρωση των αναμνήσεων;»
«Αυτό ακριβώς εννοώ, Μαρία», είπε η φωνή.
«Θα του κάνω καλό αν σου ανοίξω;»
«Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να γυρίσεις το πόμολο… βλέπεις, από τη δική μου μεριά δεν υπάρχει πόμολο, παρά μόνο κλειδαριά…»
Η Μαρία το σκέφτηκε για μια στιγμή.
«Καλύτερα να του μιλήσω πρώτα», είπε, «δεν ξέρω… φοβάμαι μήπως κάνω κάτι που δεν πρέπει… δεν θέλω να υποφέρει…»
«Μαρία…» είπε η ανάμνηση «…ξέρεις ότι έτσι κι αλλιώς θα υποφέρει μαζί σου… εξαιτίας σου. Όλοι μας το ξέρουμε. Κι εμείς, κι εκείνος, κι εσύ…»
«Δεν θέλω να του κάνω κακό, όμως… πρέπει να το καταλάβει αυτό…»
«Θα ήθελες, τουλάχιστον, να κάνεις καλό σ’ εμένα;»
Η Μαρία το σκέφτηκε ξανά.
«Γύρισε το πόμολο… ελευθέρωσέ με… σε παρακαλώ…»
«Είσαι καλή ανάμνηση ή κακή;» Ρώτησε ξανά.
«Ο Άκκο θέλει να με αφήσει ελεύθερη, Μαρία. Απλά δεν μπορεί να το κάνει μόνος του. Ο Άκκο χρειάζεται βοήθεια. Ελευθέρωσέ με, και δεν θα πω ότι ήσουν εσύ… δεν θα το μάθει ποτέ… κι ύστερα θα σε αφήσει να φύγεις».
«Τι εννοείς; Σκόπευε να με κρατήσει εδώ;»
«Με συγχωρείς… νόμιζα ότι το είχες καταλάβει… Άνοιξέ μου, Μαρία, και θα σου δείξω τον δρόμο του γυρισμού στον αληθινό κόσμο».
Η Μαρία δεν το σκέφτηκε ξανά. Απλά έπιασε το πόμολο, το γύρισε, και άνοιξε την πόρτα. Η πόρτα άνοιγε προς τα μέσα, και καθώς την έσπρωχνε, ένιωσε ότι την ίδια στιγμή κάτι από την άλλη μεριά την τραβούσε απαλά. Απομακρύνθηκε, περιμένοντας.
«Λοιπόν;» Ρώτησε. «Πού είσαι;»
«Εδώ είμαι, Μαρία. Και σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό».
Το δωμάτιο ήταν θεοσκότεινο, τίποτα δεν φαινόταν μέσα. Σε μια στιγμή, ωστόσο, φάνηκε μια μορφή να πλησιάζει, να βγαίνει στο αχνό φως του διαδρόμου. Η Μαρία μισόκλεισε τα μάτια της για να δει καλύτερα, αλλά μια άλλη αίσθησή της λειτούργησε περισσότερο, αυτή της ακοής. Άκουσε ομιλίες τις οποίες δεν κατάφερε να διακρίνει, μόνο ένιωσε τη φωνή του Άκκο, κι εκείνο το γέλιο που τόσο τον χαρακτήριζε, κι εκείνη η φωνή δεν εξέφραζε τίποτα παραπάνω από καλοσύνη. Κι ύστερα άκουσε το ήσυχο κλάμα μιας γυναίκας.
«Μαρία;» Είπε η ανάμνηση.
«Ναι;»
«Σ’ ευχαριστώ».
«Μήπως θα έπρεπε να ελευθερώσω και τις υπόλοιπες αναμνήσεις; Μήπως… θα μπορούσα να τον βοηθήσω;» Ρώτησε, αλλά κανείς δεν απάντησε. Η πόρτα του δωματίου μπροστά της ήταν ανοιχτή, και μέσα έμοιαζε να μην υπάρχει τίποτα απολύτως. Η ανάμνηση ήταν, πλέον, ελεύθερη.

**

Ο Άκκο περπάτησε σε μια μεγάλη αίθουσα. Αριστερά και δεξιά του υπήρχαν χώροι για να καθίσει κανείς. Το κοινό του… θέσεις που πάντα ήταν κενές. Πατούσε πάνω σε μια κόκκινη μοκέτα, προς έναν βωμό… ή μήπως ήταν απλά ένα τζάκι που έκαιγε εκεί; Ναι, αυτό ήταν. Ο Άκκο μπορούσε να δει τη φωτιά. Γύρω υπήρχαν αναμμένα κεριά, και η μυρωδιά τους ήταν όμορφη.
Πριν από λίγο είχε νιώσει πόνο μέσα του. Κάπου στο στήθος του… είχε νοιώσει το στήθος του να βαραίνει, και το στομάχι του να δένεται σε έναν κόμπο. Κάποια ανάμνηση είχε επιστρέψει, αλλά μόνο για λίγο. Πάντα επέστρεφαν για λίγο, αλλά τώρα δεν τον είχε πονέσει με τον ίδιο τρόπο, και σύντομα είχε νοιώσει ανακούφιση. Η Μαρία, σκέφτηκε. Η Μαρία είχε απελευθερώσει κάποια ανάμνηση.
Κάθισε σε μια καρέκλα μπροστά στη φωτιά και έμεινε εκεί για λίγο, περιμένοντάς την να τον βρει. Αργά ή γρήγορα θα έβρισκε τη μεγάλη αίθουσα. Ήταν ήδη κάπως θυμωμένος μαζί της που είχε πάρει μια τέτοια πρωτοβουλία. Τι νόμιζε, ότι θα τον βοηθούσε; Ή μήπως ήθελε να του κάνει κακό;
«Άκκο;»
Την είδε να στέκεται κοντά του, δίπλα στην άλλη καρέκλα μπροστά στο τζάκι.
«Κάθισε», της είπε. «Πώς είσαι;»
«Καλύτερα», είπε εκείνη. «Σ’ ευχαριστώ που με φρόντισες…»
«Δεν θα μπορούσα να κάνω αλλιώς».
Η Μαρία χαμογέλασε.
«Κάτι έκανες εσύ…» της είπε εκείνος. «Έπαιξες με τη σκέψη μου, έτσι δεν είναι; Απελευθέρωσες κάποια ανάμνηση, το ξέρω».
«Είπε ότι… ότι δεν θα το καταλάβαινες».
«Είπε ψέματα».
«Με συγχωρείς, δεν ήθελα να σου κάνω κακό…»
«Δεν μου έκανες», της είπε και έσκυψε μπροστά για να στηριχτεί στα γόνατά του.
«Τότε;»
«Οι αναμνήσεις μου… δεν μπορώ να τις αφήσω ελεύθερες, πια. Έχουν ριζώσει μέσα μου. Μόνο αν κάποιος άνθρωπος…» Σ’ αυτό το σημείο την κοίταξε γεμάτος ντροπή. «Τίποτα, άσε», της είπε.
Εκείνη κοίταξε με θλίψη τη φωτιά.
«Δεν είμαι αυτός ο άνθρωπος, Άκκο», του είπε. «Με συγχωρείς».
«Το ξέρω. Κανείς δεν είναι αυτός ο άνθρωπος… δεν σε κατηγορώ. Ή τουλάχιστον… προσπαθώ να μην σε κατηγορήσω. Ελπίζω να καταλαβαίνεις…»
«Ναι…» είπε.
«Δεν με φοβάσαι καθόλου;» Την ρώτησε.
«Γιατί να σε φοβάμαι;»
«Εγώ σε φοβάμαι», είπε εκείνος.
Η Μαρία δεν απάντησε. Δεν θα τον παρηγορούσε πια.
«Ξέχνα το», της είπε. «Θα μπορούσα να σε κρατήσω για πάντα εδώ… να σε φυλακίσω, όπως τις αναμνήσεις μου…»
«Δεν θα το έκανες αυτό… είσαι πολύ καλός για να το κάνεις…»
«Δεν με ξέρεις», της είπε.
«Κι αν σου έδινα αγάπη;» Τον ρώτησε. «Τι θα έκανες τότε;»
«Δεν θα τολμούσες», της είπε και γέλασε.
Σώπασαν για λίγο. Ύστερα της έδειξε μια πόρτα που βρισκόταν στα δεξιά τους, μέτρα μακριά.
«Βλέπεις εκείνη την πόρτα;»
Του είπε ότι την έβλεπε.
«Αν περάσεις εκείνη την πόρτα», της είπε, «είσαι ελεύθερη».
Η Μαρία τον κοίταξε, και δεν μπόρεσε παρά να χαμογελάσει.
«Τώρα φύγε… αλλιώς θα σε σκοτώσω».
Σηκώθηκε, και για μια στιγμή ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του. Ύστερα περπάτησε προς την πόρτα, την άνοιξε, την έκλεισε πίσω της, και χάθηκε για πάντα.

Ο Άκκο ανέβαινε την σκάλα εδώ και ώρες… πόσο ψηλός ήταν ο πύργος; Όταν τον έβλεπε απ’ έξω σίγουρα δεν έδινε την ίδια αίσθηση όπως όταν ανέβαινε τα σκαλοπάτια επί ώρες.
Τελικά έφτασε στο τέρμα. Άνοιξε τη μικρή πόρτα και βγήκε στον οροφή. Τριγύρισε για λίγο σ’ εκείνο τον χώρο, και κοίταξε πρώτα προς τη γη, τη σάπια γη. Μια απέραντη σκουριά έβλεπε, τίποτα παραπάνω. Όχι, θα προτιμούσε την άλλη πλευρά, από την οποία μπορούσε να δει την θάλασσα.
Στάθηκε, λοιπόν, σ’ εκείνη την άκρη και έφερε τα χέρια του στη μέση του. Η καταιγίδα φαινόταν στο βάθος, εκείνη η καταιγίδα που δεν έφτανε ποτέ. Αλλά κάτι ήταν διαφορετικό τώρα. Περιέργως, έμοιαζε να έχει πλησιάσει. Όχι, μάλλον ιδέα του ήταν. Δε μπορεί να πλησίαζε η καταιγίδα, εκείνη η καταιγίδα που θα τέλειωνε τα πάντα. Τι θα σήμαινε αυτό;
Κεραυνοί φάνηκαν στο βάθος.
Σύντομα άρχισε να βρέχει.

Στιγμές Ησυχίας

Μια στιγμή, να θυμηθώ το όνομά της.
Α, ναι. Δώρα την έλεγαν.
Η Δώρα δούλευε σε ένα σούπερ μάρκετ. Κάθε μέρα έπαιρνε το αστικό για να φτάσει στη δουλειά της, λίγο πιο έξω απ’ την Αλεξανδρούπολη. Ύστερα δούλευε άλλοτε στο ταμείο, κι άλλοτε τακτοποιούσε ράφια, ή μετέφερε κούτες με ένα μεγάλο μεταλλικό καλάθι με ρόδες. Ήταν το μεγαλύτερο καλάθι που είχε δει ποτέ της εκείνο, γι’ αυτό και της είχε φανεί παράξενο στη αρχή. Παράξενο και αστείο, τόσο που γέλασε λίγο.
Δεν ήταν απονήρευτη. Ποτέ οι γυναίκες δεν είναι έτσι. Ποτέ δεν ήταν έτσι. Και η Δώρα ήταν πλέον γυναίκα, και το ήξερε αυτό. Πριν λίγες ώρες μάλιστα είχε συμβεί κάτι που την είχε κάνει να χαμογελάσει, ενώ ήξερε ότι παλιότερα θα την θύμωνε. Ένας τύπος είχε περάσει από τον διάδρομο σπρώχνοντας ένα καρότσι με ψώνια. Δίπλα του περπατούσε μια γυναίκα νέα, μάλλον η αδερφή του, υπέθεσε η Δώρα.
Η Δώρα τον είδε να την κοιτάζει, κι ύστερα τον άκουσε να λέει: «Επιτέλους, φέρανε και μια όμορφη κοπέλα σ’ αυτό το σούπερ μάρκετ».
Η αλήθεια είναι ότι τον θυμόταν από παλιά. Πάντα την πρόσεχε όποτε ερχόταν να ψωνίσει. Είτε μόνος του, είτε με την αδερφή του. Όταν δούλευε στο ταμείο, κοντά στα παράθυρα, τον έβλεπε να έρχεται και να φεύγει με το ακριβό του αυτοκίνητο.
Το βράδυ περίμενε στη στάση για το λεωφορείο. Κατέβαινε στη στάση στην πόλη, κι από κει επέστρεφε στο διαμέρισμά της. Διάβαζε, ή έβλεπε ταινίες. Ή άκουγε μουσική, ή απλά κοιμόταν. Αλλά μερικές φορές ερχόταν εκείνος ο τύπος, ο ζωγράφος. Χτυπούσε το κουδούνι της, κι εκείνη του άνοιγε για να ανέβει πάνω. Μετά έπαιρνε τα κλειδιά της και καθόταν μαζί του στη σκάλα για να μιλήσουν. Είχαν συμφωνήσει ότι δεν θα τον έβαζε στο σπίτι της ακόμα. Εκείνη το είχε αναφέρει απ’ την αρχή, κι εκείνος είχε συμφωνήσει.
Η Δώρα μόλις είχε γυρίσει στο σπίτι και στεκόταν γυμνή μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου, κοιτάζοντας το σώμα της. Της άρεζε το σώμα της, πίστευε ότι ήταν όμορφο, και μάλλον είχε δίκιο. Ήταν ψηλή και λεπτή. Όχι πολύ λεπτή, αλλά αρκετά ώστε να είναι όμορφη. Το δέρμα της ήταν καστανό, σκούρο, ενώ τα μαλλιά της τα είχε βάψει κατάμαυρα και τα ίσιωνε πάντα. Κάποιες φορές τα έπιανε σε μια κοτσίδα που έφτανε μέχρι την πλάτη της. Μια ηλίθια στη δουλειά τραβούσε διαρκώς εκείνη την κοτσίδα. Κανείς δεν γέλασε ποτέ μ’ αυτό, αλλά εκείνη επέμενε να το κάνει, γι’ αυτό και μια μέρα η Δώρα της έδωσε ένα τόσο δυνατό χαστούκι που η ρουφιάνα έχασε μια γέφυρα. Όπως και να ‘χει, ποτέ ξανά δεν τράβηξε την κοτσίδα της Δώρας.
Μπήκε στο μπάνιο και έριξε νερό πάνω της. Της άρεζε να ρίχνει ζεστό νερό στο σώμα της, γι’ αυτό και άφηνε πάντα το θερμοσίφωνο αναμμένο για πολλή ώρα, αλλά τώρα δεν είχε χρόνο. Θα ερχόταν ο ζωγράφος και ήθελε να είναι όμορφη. Δεν ήξερε αν είχε κάποιο σκοπό, αλλά ως γυναίκα πάντα ήθελε να είναι όμορφη, ακόμη και για εκείνους για τους οποίους δεν ενδιαφερόταν άμεσα.
Βγήκε από το μπάνιο, φρόντισε τα μαλλιά της όσο πιο γρήγορα ήταν δυνατό και ντύθηκε. Δεν έβαλε, βέβαια, τίποτα το ιδιαίτερο, μόνο ένα τζιν και ένα πουλόβερ. ούτε καν παπούτσια έβαλε, θα έμενε με τις παντόφλες της. Δεν ήθελε να δώσει στον ζωγράφο την εντύπωση ότι θεωρούσε τόσο σημαντικές τις συναντήσεις τους.
Το κουδούνι χτύπησε λίγη ώρα αργότερα. Η Δώρα έτρεξε να το σηκώσει.
«Ναι; Ναι, ανέβα», του είπε και πάτησε το κουμπί για να ανοίξει η πόρτα.
Ύστερα βγήκε στη σκάλα. Σύντομα ο ζωγράφος φάνηκε να ανεβαίνει. Η Δώρα χρειάστηκε να ανάψει δύο φορές το φως της σκάλας για να μπορεί εκείνος να βλέπει.
Του έκανε νόημα με το χέρι της να καθίσει στα σκαλοπάτια. Έτσι εκείνος έκατσε πρώτος. Εκείνη κάθισε δίπλα του. Δεν μίλησαν για λίγο, μέχρι εκείνος να πάρει μια ανάσα. Της είχε εξομολογηθεί ότι είχε σταματήσει εδώ και μήνες να γυμνάζεται και ότι η φυσική του κατάσταση δεν ήταν στα καλύτερά της.
«Πώς ήταν η μέρα σου;» Την ρώτησε.
«Καλή», του είπε εκείνη. «Η δική σου;»
«Καλή ήταν. Απλά… έχω αυτή τη μαθήτρια, η οποία δεν λέει να μάθει τίποτα. Εδώ και μήνες προσπαθεί, δεν μπορεί να καταφέρει τίποτα… μια πρόοδο συγχορδιών δεν μπορεί να παίξει», της είπε.
Ο ζωγράφος ήταν και μουσικός. Ζωγράφιζε, αλλά δίδασκε κιθάρα για να μπορεί να βγάζει κάποια χρήματα.
«Σου έχω πει τόσες φορές να πουλήσεις τους πίνακές σου», του έλεγε εκείνη. «Είναι πολύ ωραίοι».
Η Δώρα δεν είχε δει ποτέ από κοντά έναν από τους πίνακες του ζωγράφου. Τους είχε δει μόνο σε φωτογραφίες που έφερνε εκείνος, φωτογραφίες που τραβούσε με την ψηφιακή κάμερά του. Εκείνη η συμφωνία συμπεριλάμβανε επίσης τον όρο να μην πάει εκείνη ποτέ στο σπίτι του. Ωστόσο, από τις φωτογραφίες που της έφερνε, τώρα ήξερε πώς ήταν ο χώρος που έμενε ο ζωγράφος. Ήταν ακατάστατος κυρίως, αλλά της είχε πει ότι τον τακτοποιούσε όταν κατά περιόδους δεν ζωγράφιζε.
«Αν προσπαθήσει θα μάθει», είπε η Δώρα για τη μαθήτρια του ζωγράφου.
«Αυτό είναι το θέμα. Πως ό,τι και να κάνει, και πραγματικά πιστεύω ότι προσπαθεί, δεν πρόκειται ποτέ να μάθει… δεν μπορεί καθόλου να παίξει τίποτα».
Η Δώρα γέλασε.
«Είσαι σκληρός μαζί της;»
«Δεν είμαι σκληρός με κανέναν», της είπε. «Σου έδωσα ποτέ τέτοια εντύπωση;»
«Όχι».
«Μου επιτρέπεις να καπνίσω;»
Η Δώρα γέλασε ξανά.
«Σου έχω πει τόσες φορές ότι δεν επιτρέπεται το κάπνισμα εδώ μέσα… γιατί επιμένεις να ρωτάς;»
Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε κάποιος κανονισμός που να το απαγόρευε, τουλάχιστον όσον αφορούσε στην είσοδο της πολυκατοικίας, αλλά στη Δώρα δεν άρεζε ο καπνός. Δεν της άρεζε το τσιγάρο γενικότερα.
«Με συγχωρείς. Λειτουργώ πολύ με τις συνήθειές μου, κι αυτή η ερώτηση είναι μία από αυτές. Ίσως αν βρισκόμασταν περισσότερες φορές την εβδομάδα, ίσως τότε να σταματούσα να ρωτάω… αν αλλάζαμε το πρόγραμμά μας, δηλαδή…»
«Δεν ξέρω», του είπε.
«Όπως νομίζεις», της είπε εκείνος. Και μετά: «Παλιά αντιπαθούσα τις γυναίκες, όσο κι αν μου άρεζαν. Αργότερα μόνο άλλαξα γνώμη. Και ίσως κάποια στιγμή να αλλάξω ξανά. Έκανα λάθος, πάντως. Το θέμα με εσάς είναι μάλλον ότι πρέπει να προστατεύετε τον εαυτό σας… ή τουλάχιστον με κάποιες από εσάς. Πιστεύω ότι είσαι ανάμεσα σ’ αυτές τις γυναίκες».
«Γιατί το λες αυτό;»
«Γιατί είσαι μόνη. Ζεις μόνη σου, και υποθέτω ότι δεν έχεις δεσμό. Έχω δίκιο;»
«Ναι», του είπε.
«Για ποιο λόγο μια νέα κοπέλα θα περνούσε τον χρόνο της με έναν γέρο αν είχε δεσμό;»
«Δεν είσαι γέρος», του είπε.
«Κοντεύω να γίνω, όμως. Γιατί περνάς τον χρόνο σου μαζί μου, αλήθεια;»
«Γιατί είσαι ευχάριστη παρέα. Εσύ γιατί περνάς τον δικό σου μαζί μου;»
«Για τον ίδιο λόγο, μάλλον».
«Έχεις κοιμηθεί με πολλές γυναίκες;»
«Με αρκετές, θα έλεγα. Κοιμήθηκα με όσες χρειαζόμουν», γέλασε ο ζωγράφος. «Σου μιλάω για έναν αριθμό που σίγουρα καλύπτει τις ανάγκες του εγωισμού μου. Αυτό που μου λείπει τώρα πια δεν είναι ο έρωτας, αλλά η ζεστασιά. Από όλες, όμως, τις γυναίκες που γνώρισα στη ζωή μου, μία είχε την πιο ζεστή αγκαλιά», της είπε. «Αλλά εκείνη έφυγε τώρα».
«Αυτό είναι που σου λείπει; Μια αγκαλιά; Ποια ήταν αυτή η γυναίκα;»
«Η μητέρα μου», της απάντησε. Καθώς μεγαλώνω τη σκέφτομαι όλο και περισσότερο.
«Θα μπορούσα να σε αγκαλιάσω εγώ αν το θέλεις», του είπε η Δώρα. «Θα το ήθελες;»
Ο ζωγράφος την κοίταξε σκεφτικός, κι ύστερα έγειρε κοντά της. Εκείνη έφερε τα χέρια της γύρω του και τον τράβηξε στο στήθος της, κι έτσι τον αγκάλιασε. Κατάλαβε ότι εκείνος δάκρυσε μόνο όταν σηκώθηκε από την αγκαλιά της. Ύστερα το φως έσβησε και δεν μπορούσαν να δουν ο ένας τον άλλον, κι όταν η Δώρα το άναψε, χαμογέλασαν κι οι δυο τους. Ύστερα σώπασαν για λίγο. Κι ύστερα συνέχισαν τη συζήτησή τους.

Αναζητώντας, κάπου μακριά

Αν σε είχα απέναντί μου, θα σου ζητούσα να μου δώσεις δύο λεπτά... Ως χρόνο προσαρμογής, εννοώ. Μερικές φορές οι άνθρωποι θέλουν τον χρόνο τους, με καταλαβαίνεις; Όπως όταν ήθελες κι εσύ τον δικό σου.
Έφτασα μόλις χθες το απόγευμα. Νοίκιασα ένα αυτοκίνητο για να φτάσω σ' αυτό το σπίτι. Ο κύριος Τζόνσον μου είχε πει την αλήθεια... είναι όντως όμορφο μέσα στην απλότητά του. Αν και για να σου πω την αλήθεια, εμένα δεν μου φαίνεται και τόσο απλό. Είναι ξύλινο... σχεδόν εξ ολοκλήρου. Ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται απ' έξω. Μέσα έχει ένα σαλόνι, έχει και τζάκι, κάτι που μου φάνηκε παράξενο στην αρχή. Έχει μια κουζίνα και δύο υπνοδωμάτια. Δεν ξέρω για ποιο λόγο θα χρειαζόμουν ένα δεύτερο, αλλά μου φάνηκε σαν καλή ιδέα να υπάρχει ένα επιπλέον.
Έφερα μαζί μου ό,τι χρειαζόμουν. Τον υπολογιστή μου, μερικά ρούχα και τον εξοπλισμό για να εξασκήσω το ενδιαφέρον μου για τη φωτογραφία. Όπως θα θυμάσαι, δεν τα κατάφερνα και τόσο καλά, και ακόμα δεν τα καταφέρνω. Κάθε φορά που επιλέγω ένα πεδίο, αδυνατώ να φανταστώ τις εικόνες που θα μου άρεζαν.
Έχω μαζί μου την κιθάρα μου. Αγόρασα μια καινούρια, όχι εκείνο το ερείπιο που χρησιμοποιούσα κάποτε. Είχα την ιδέα να ασχοληθώ με την παραδοσιακή μουσική αυτού του τόπου. Απ' όσο ξέρω, αυτή η μουσική συνδυάζει κιθάρα με βιολί... και αυτά είναι όλα όσα ξέρω. Σκοπεύω να μάθω περισσότερα, όμως.

Εδώ κοντά υπάρχει ένα νεκροταφείο. Οι νεκροί μου είναι πολλοί, δεν θέλω τώρα να τους μετρήσω. Έτσι κι αλλιώς, ένα τέτοιο εγχείρημα υποθέτω πως θα μου έχει γίνει πολύ δύσκολο πια. Περπάτησα, ωστόσο, στο μονοπάτι προς τα 'κει. Υπάρχει μια εκκλησία κοντά στους τάφους. Θέλησα να βγάλω μερικές φωτογραφίες, αλλά δεν ξέρω αν θα μου το επέτρεπαν.
Νομίζω ότι θέλω να σου μιλήσω λίγο για την σχέση μου με τη φωτογραφία. Για μένα, που είμαι συγγραφέας, είναι απλά ένας άλλος τρόπος να λέω ιστορίες. Αυτή ήταν η αρχική ιδέα. Προσπάθησα, λοιπόν, να κάνω ό,τι έκανα πάντα. Προσπάθησα πρώτα να μάθω μερικά πράγματα. Τόσες άχρηστες εικόνες... ιστορίες που ήταν κυριολεκτικά για πέταμα. Είχα δει μερικές φωτογραφίες που είχες βγάλει εσύ, φωτογραφίες του εαυτού σου, εννοώ. Σκέφτηκα ότι θα ήθελα να είσαι το μοντέλο μου. Εσύ δέχτηκες.
Είναι ωραία να σκέφτεται κανείς το παρελθόν του με χαμόγελο, ξέρεις. Εσύ μου το έμαθες αυτό. Μου χάρισες όμορφες στιγμές, έβλεπα αγάπη στα μάτια σου, και μου άφησες ένα όμορφο παρελθόν. Περάσαμε μέρες ολόκληρες τριγυρνώντας στην πόλη. Εγώ έβγαζα φωτογραφίες με βασικό θέμα εσένα. Με τον δικό μου τρόπο, είχα αποφασίσει να πω την δική μας ιστορία. Μετανιώνω, μόνο, που δεν είχα την κάμερά μου στις τελευταίες σου στιγμές. Τώρα η ιστορία μας έμεινε χωρίς τέλος. 
Ίσως κάποιες φορές να εύχομαι να είχε τελειώσει.

Μια μέρα ήσουν θλιμμένη. Δεν ξέρω τον λόγο... είχες πει ότι δεν μπορούσες να μου μιλήσεις γι' αυτό. Ας μην αναφερθώ στα υπόλοιπα. Σε ρώτησα πώς να σε βοηθήσω, κι εσύ ανασήκωσες τους ώμους σου. Κι ύστερα μου ήρθε εκείνη η ιδέα. Να συνεχίσω να λέω την ιστορία μας με εικόνες... να σε κάνω ξανά κομμάτι εκείνης της διαδικασίας. Εσύ στην αρχή αρνήθηκες, αλλά μετά μου είπες να κάνω ό,τι θέλω. Πήρα, λοιπόν, την κάμερα και σε φωτογράφισα θλιμμένη. Άφησα την κάμερα απέναντι και μπήκα στην εικόνα. Και μετά ξανά απ' την αρχή, μέχρι που εσύ πήγες να ξαπλώσεις στο μέσα δωμάτιο, στο κρεβάτι. Εγώ σε ακολούθησα τραβώντας μερικές φωτογραφίες ακόμα και συνέχισα αφού σε πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησες ήσουν ακόμη άκεφη, αλλά τελικά χαμογέλασες όταν είδες τις εικόνες. Φαίνεται πως πάντα έκανες τις φωτογραφίες μας όμορφες. Η θλίψη σου είχε κάνει εκείνες τις ερασιτεχνικές λήψεις πιο εκφραστικές από την πραγματικότητά μας.
Αυτή η μικρή εξιστόρηση μοιάζει το λιγότερο ανούσια, πια. Έτσι είναι. Έτσι συμβαίνει με το γράψιμό μου. Σύντομα αποτελεί για μένα παρελθόν. Αρχίζω να πιστεύω ότι αυτό που κάνουμε εμείς οι συγγραφείς είναι να συνεχίζουμε τη ζωή μας. Με την έννοια του να ξεπερνάμε, δηλαδή. Καθετί που γράφουμε είναι και μια νέα άμυνα προς κάτι που μας βασανίζει, είναι κάτι που κάνει τη ζωή περισσότερο βιώσιμη.
Μπορεί, λοιπόν, να είναι η παραπάνω εξιστόρηση ανούσια (κι αν δεν είναι τότε σίγουρα θα γίνει), αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι έτσι περάσαμε μερικές όμορφες στιγμές, κι εκείνες οι εικόνες είναι κομμάτι αυτών που έχουν απομείνει από τη σχέση μας. Μου λείπεις. Μου λείπεις πολύ. Πάνω απ' όλα μου λείπει το φως σου, αυτό που με έκανε να βλέπω μέσα από μια νέα διαστρέβλωση το περιβάλλον μου.
Ό,τι κι αν έκανα, συγχώρησέ με.

Μου άρεζε να διαβάζω τα μάτια σου. Οι πιο έντονες στιγμές ήταν όταν μπήκες για πρώτη φορά στον κόσμο μου. Σου πήρε καιρό, αλλά τελικά πήρες την απόφαση να αφεθείς, να γίνεις δική μου. Τα μάτια σου έλαμπαν από περιέργεια, από φόβο. Εγώ δεν ήμουν παρά ένα περιπλανώμενο πνεύμα, κι εσύ μια ύπαρξη φωτεινή, μια οντότητα μακριά απ' το σκοτάδι.
Συγχώρησέ με για τις σκέψεις μου. Ξέρω ότι αυτά είναι πράγματα που δεν είπαμε ποτέ, πράγματα για τα οποία ποτέ δεν μιλήσαμε. Νομίζω ότι πάνω απ' όλα αισθανόμασταν ανάμεσά μας μια αξία που από καιρό είχαμε χάσει ως άτομα. Μέσα από την άρνηση βρήκαμε τον τόπο μας και παραμένοντας άγνωστοι, γνώρισα εγώ το φως, κι εσύ έναν κόσμο ήσυχο, αρμονικό. Σ' εκείνον τον κόσμο μπορούσες να αναπτυχθείς, να είσαι ο εαυτός σου.

Άφησα τα πάντα πίσω μου. Μπήκα σε ένα αεροπλάνο και έφυγα για το εξωτερικό χωρίς να πω τίποτα σε κανέναν. Μόνο ο Άρης το κατάλαβε. Με ρώτησε αν θα έφευγα. Του είπα πως ναι, θα έφευγα. Η μάνα σου θα πεθάνει απ' τη στεναχώρια της, μου είπε. Θα το παλέψει, του είπα.
Ίσως να ήμουν λίγο σκληρός τώρα που το σκέφτομαι. Αλλά τι άλλο μπορούσα να κάνω; Τώρα πια το ξέρω, είμαι άρρωστος, και υπάρχουν άνθρωποι που ευθύνονται για την κατάστασή μου. Δεν μπορώ να είμαι άλλο πια κοντά τους. Αν υπάρχουν έστω και λίγες πιθανότητες να σωθώ... Το χρωστάω στον εαυτό μου να προσπαθήσω.

Ξημερώνει. Τέτοιες πρωινές ώρες είναι παράξενα εδώ. Το σκοτάδι απλά μετατρέπεται σε κάτι γκρίζο, κι ύστερα μένει στάσιμο μέχρι να νυχτώσει ξανά. Σου ορκίζομαι ότι θα τελειώσω αυτό το γράμμα κάποια στιγμή. Μόνο δώσε μου λίγο χρόνο να πάρω τις αποφάσεις μου. Βλέπεις... μερικές φορές η απουσία σου με μπερδεύει. Κάποιες φορές τριγυρνάω άσκοπα εδώ μέσα... όπως έκανα και στην Ελλάδα. Γράφω, σχεδιάζω... Βγάζω φωτογραφίες από ό,τι βρω μπροστά μου...
Είναι ένα σιωπηλό όνειρο αυτό που ζω και θα ήταν ψέματα να σου πω ότι δεν με ελκύει η καταστροφή. Δεν μου αρέσει να είμαι μέσα της, αλλά με ελκύει η όψη της. Πρέπει να σωθώ, κοριτσάκι, με καταλαβαίνεις; Πρέπει να τα καταφέρω.
Σ' αφήνω τώρα. Θα πάω για λίγο έξω. Θα πάρω και την κάμερα μαζί μου... αυτή η χώρα είναι πολύ όμορφη. Πιο όμορφη από την Ελλάδα, κι άσε εμάς να λέμε...
Θα συνεχίσω να σου γράφω αργότερα.

Ένα φλιτζάνι καφές είναι ό,τι χρειάζομαι μερικές φορές... ιδίως τα πρωινά. Τώρα είναι απόγευμα και έχει μερικές ώρες μόνο που γύρισα στο σπίτι. Έχω βγάλει αρκετές φωτογραφίες, θα δω τι μπορώ να κάνω μαζί τους στον υπολογιστή...
Συνάντησα τον κύριο Τζόνσον στο χωριό. Φάγαμε μαζί το μεσημέρι σε ένα μικρό εστιατόριο. Μου είπε μερικά πράγματα για τους κατοίκους... μοιάζουν να είναι καλοί άνθρωποι. Υποθέτω ότι δεν σου έχω μιλήσει πολύ για τον κύριο Τζόνσον. Δεν ξέρω και πολλά γι' αυτόν, είναι η αλήθεια. Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι είναι μεσίτης, ο άνθρωπος που μου πρότεινε αυτό το σπίτι. Έχει μια σύζυγο και δύο παιδιά, έναν γιο και μια κόρη. Πέρασαν από το εστιατόριο για να γυρίσουν μαζί του στο σπίτι, κι έτσι τους γνώρισα κι εγώ. Η γυναίκα του είναι πολύ γλυκιά.Μερικές φορές μου λείπει ακόμη και το κράτημα του χεριού σου. Ήταν σημαντικό για μένα το ότι με άφηνες να σε αγγίζω, ήθελα συνέχεια να σε κρατάω στα χέρια μου, σαν παιδικό παιχνίδι κατά κάποιο τρόπο. Και ξέρεις πώς μερικές φορές τα παιδιά δένονται με τα παιχνίδια τους.
Δεν έπαιζα μαζί σου, πάντως, ελπίζω να το ξέρεις αυτό, να το καταλαβαίνεις. Απλά... σκεφτόμουν ότι έπρεπε να σε φροντίζω, κατά κάποιο τρόπο... και μερικές φορές γινόμουν λίγο εγωιστής επειδή σε αγαπούσα. Λίγο... τέλος πάντως... νομίζω ότι δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως «λίγο» εγωιστής. Όταν ο εγωισμός υπάρχει, υπάρχει ακριβώς επειδή είναι ήδη πολύς.
Όλα αυτά δεν έχουν σημασία πια. Μερικές φορές κλαίω πάνω από τις φωτογραφίες που βγάλαμε μαζί. Εκείνες που έβγαλες μόνη σου τις έστειλα πίσω στην οικογένειά σου, στους γονείς σου και στον αδερφό σου. Σκέφτηκα ότι θα ήθελαν να τις έχουν. Ίσως να τις κρατούσα στα κρυφά αν δεν είχα τις δικές μας. Βλέπω εκείνη τη φωτογραφία που δείχνεις τόσο θλιμμένη, και αν μη τι άλλο, σκέφτομαι πόσο επιθυμώ να δω ξανά εκείνα τα δάκρυα...

Ίσως θα έπρεπε να γυρίσω πίσω, να μείνω εκεί και να προσπαθήσω να τα βγάλω πέρα, αλλά ξέρω ότι δεν μπορώ να το κάνω. Θα προτιμήσω να μείνω εδώ, προς το παρόν. Μ' αρέσει η βροχή και το γκρίζο, είναι ό,τι έχω ανάγκη τώρα.

Αγόρασα ένα ποδήλατο. Επέστρεψα εκείνο το αυτοκίνητο και προτίμησα ένα ποδήλατο... χρόνια είχα να ανέβω σε ποδήλατο. Τώρα μπορώ να τριγυρνάω στην εξοχή παρέα με την κάμερα. Σήμερα το ξημέρωμα έβαλα ένα παλτό, ανέβηκα στο ποδήλατο και απλά οδήγησα έξω, χωρίς να έχω κατά νου ποιον δρόμο θα πρέπει να πάρω για να επιστρέψω, αφού δεν με ένοιαζε. Ίσως θα προτιμούσα να χαθώ για πάντα εκεί έξω, μέχρι να καταφέρω να βρω εσένα.
Μερικές φορές σκέφτομαι πώς θα μπορούσα να σε δω ξανά... να σε βρω. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει και κάτι άλλο πίσω από την αυτοεξορία μου... η επιθυμία μου για σένα. Σκέφτηκα ότι αν δημιουργούσα ξανά τις ίδιες συνθήκες όπως τότε, ίσως να μπορούσαμε να είμαστε ξανά μαζί... μερικές φορές προσπαθώ να παρακάμψω τους κανόνες αυτών των συνθηκών... ψάχνω μια είσοδο, μια πύλη προς τον τόπο που βρίσκεσαι τώρα. Ξέρω πώς ακούγεται, αλλά αφού σου μιλάω μετά από καιρό, θέλω να είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σου... δεν θέλω να δημιουργηθούν κενά στη σχέση μας.

Θα νόμιζε κανείς ότι είμαι τρελός που γράφω τέτοια πράγματα. Πάνω απ' όλα, μέσα μου ξέρω ότι είσαι νεκρή και δεν μπορώ να το δεχτώ. Πρέπει να συνεχίσω να πιστεύω, να ελπίζω. Κάποιες φορές σκέφτομαι τον θάνατό μου, αλλά δεν είμαι πρόθυμος να πεθάνω ακόμα. Κάποιες άλλες φορές σε μισώ που έφυγες. Κάποιες άλλες μόνο σ' αγαπάω, και εκείνες τις φορές νιώθω χαρούμενος. Ζω μια απάτη... ίσως αυτή να είναι η αλήθεια. Ίσως απλά να είμαι άρρωστος, ίσως το μυαλό μου να ερμηνεύει λάθος... Θεέ μου, πόσο ανησυχώ... Πώς να θεραπευτώ; Τι να κάνω; Κι αν δεν υπάρχει λύση σε όλο αυτό; Αν είναι ένα αδιέξοδο, μια μάταιη προσπάθεια που δεν οδηγεί πουθενά;
Τίποτα δεν είναι σίγουρο, πια. Δεν ξέρω πώς να ξεφύγω... δεν έκανα κακό σε κανέναν, αν και ξέρω ότι δεν είναι εκεί η πηγή του προβλήματος. Κι όμως, κάποιες φορές νιώθω τόσο υγιής...
Έχω κουραστεί, πια. Θα βγω λίγο έξω, στη βεράντα. Με συγχωρείς για την έκταση αυτού του γράμματος, και σ' ευχαριστώ που είσαι εδώ για μένα. Θα συνεχίσω αργότερα.

Ξέρεις, είναι περίεργο πράγμα οι οικογένειες. Ή μάλλον είναι κάτι που λειτουργεί υπό πολλές παραμέτρους, όπως και όλες οι σχέσεις. Το κακό με τις οικογένειες είναι ότι όταν είσαι ο νεότερος ανάμεσα στα μέλη τους, μπορούν πολύ απλά να σε καταστρέψουν.
Αυτό που με απασχολεί μερικές φορές είναι ότι κάποιος πρέπει να φταίει για ό,τι περνάω, αν και μου είπανε ότι δεν θα έπρεπε να με ενδιαφέρει να ρίξω ευθύνες. Όπως καταλαβαίνεις, αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να κάνω, όσο κι αν το θέλω. Προσπαθώ μόνο να ισορροπήσω τα συναισθήματά μου, αφού δεν ξέρω άλλο τρόπο να βάλω ένα τέλος σ' αυτόν τον διχασμό.
Η οικογένειά μου αρνείται κάθε ευθύνη. Ο αδερφός μου δεν ενδιαφέρεται, θεωρεί ότι είναι αδικημένος απέναντί μου, μάλλον. Ο πατέρας μου χλευάζει αυτές τις ευθύνες. Η μάνα μου με ειρωνεύεται όταν προσπαθώ να μιλήσω γι' αυτό. Ίσως να είναι δύσκολο γι' αυτούς να τις δεχτούν. Νιώθω σίγουρος ότι αν τους κατηγορήσω ανοιχτά και φύγω για πάντα, θα αρχίσουν με τον καιρό να καταστρέφονται. Βέβαια, δεν τους κατηγόρησα, αλλά ναι, έφυγα. Θυμάμαι τα λόγια του Άρη, ότι η μάνα μου θα πεθάνει από τη στεναχώρια της και μπαίνω σε σκέψεις. Όλοι θα πεθάνουμε κάποτε.

Σχεδόν τα ήξερες όλα αυτά, όμως. Απλά θυμάμαι πόσο δύσκολο μου ήταν στην αρχή να σου πω για την θεραπεία μου, για την κατάσταση της υγείας μου. Έκρυβα όλα τα ίχνη, ελπίζοντας ότι δεν θα τα ανακαλύψεις. Φοβόμουν, νόμιζα ότι θα με παρατούσες, αλλά παράλληλα ένιωθα ένοχος απέναντί σου. Σου έλεγα ψέματα, δηλαδή.
Καθώς εξελισσόταν η σχέση μας, αναρωτιόμουν τι θα γινόταν στο τέλος, όταν όλα θα τελείωναν. Πώς θα το χειριζόμουν; Θα το άντεχα; Μήπως θα κυλούσα πάλι...; Κι εκείνες τις στιγμές με έκανε κομμάτια η σκέψη ότι όντως μου είχαν συμβεί όλα εκείνα τα πράγματα... όντως είχα φτάσει σ' εκείνο το σημείο, και τώρα πια δεν ήξερα πώς να νομιμοποιήσω αυτό που μου είχε συμβεί ως κάτι που είχε και τις καλές του πλευρές. Με τον καιρό ανέπτυξα αυτή την ιδιότητα, πάντως, να μπορώ να διακρίνω κάτι όμορφο μέσα στο άσχημο. Θα θεραπευόμουν, άραγε, ποτέ;
Καταλαβαίνεις τι περνάω, κοριτσάκι; Και το γεγονός ότι εσύ λείπεις το κάνει ακόμη πιο δύσκολο. Αναρωτιόμουν αν το να απομονωθώ σε μια ξένη χώρα θα οδηγούσε στην καταστροφή μου... αλλά η σκέψη ότι ίσως έτσι να σε έβρισκα, όπως ανέφερα πιο πάνω, με γέμισε ελπίδα. Ήσουν το κορίτσι μου, το κοριτσάκι μου. Ήσουν ο άνθρωπός μου. Η ζωή μερικές φορές μπορεί να είναι μια άτιμη πουτάνα... γι' αυτό και σε πήρε μακριά μου. Η ζωή; Ο Θεός; Γάμησέ τους. Το μόνο που ξέρω είναι ότι αυτή η αναζήτηση δεν μοιάζει να έχει τέλος. Ίσως επειδή έφυγες τόσο ξαφνικά. Σ' αγαπάω, και σ' ευχαριστώ για τον νέο κόσμο που μου έδειξες. Μόνο αν δεν έφευγες έτσι...


Ο κύριος Τζόνσον είναι ποιητής. Νομίζω ότι μέσα σ' όλα αυτά έκανα έναν καινούριο φίλο. Δύο, μάλλον, αν μετρήσω και τη γυναίκα του. Η γυναίκα του είναι εικονογράφος. Αν δεν είχα καμία σχέση με κάποια τέχνη θα έλεγα ότι «το έχουν στο αίμα τους ως οικογένεια», ή καμιά τέτοια ανοησία. Δεν τους μίλησα για σένα. Έχω, πλέον, διαπιστώσει ότι οι άνθρωποι δεν θέλουν να ακούνε τέτοια πράγματα. Προσπάθησα να δείχνω ανέμελος κοντά τους, ενώ δεν νιώθω άνετα με τους ανθρώπους τον τελευταίο καιρό. Ίσως επειδή έχω περάσει πολύ καιρό μόνος μου, ποιος ξέρει... Για μένα η μοναξιά είναι σαν ναρκωτικό, προκαλεί εξάρτηση. Καταφέρνω μέσα στον σκοτεινό πυρήνα της να ανακαλύψω τη δημιουργικότητά μου, αλλά καμιά φορά αυτό μου κάνει κακό. Η μοναξιά είναι κακή για ανθρώπους σαν εμένα, μάλλον... που υποφέρουν από ένα τέτοιο χρόνιο νόσημα, εννοώ. Θεραπεία και κουραφέξαλα, άσε να πάει στο διάολο. Τι κατάληξη θα έχω, ποιος ξέρει;
Διάβασα μερικά ποιήματά του. Του κυρίου Τζόνσον, εννοώ. Τα αγγλικά μου είναι -ή ήταν- αρκετά καλά, όμως η ποίηση μερικές φορές ίσως να χρησιμοποιεί μια γλώσσα λίγο διαφορετική. Του είπα ότι κάποιες λέξεις μου ήταν άγνωστες και ότι γι' αυτό δεν έπιασα πλήρως το νόημα, κι εκείνος έκανε τον κόπο να μου εξηγήσει. Ποτέ δεν θα ένιωθα άνετα να εξηγήσω κάτι για τη δουλειά μου με τέτοιο τρόπο. Έμοιασε να ανοίγεται πολύ, ενώ παράλληλα με έκανε να καταλάβω γιατί είναι υπερβολικά τα δικά μου κείμενα... δηλαδή... ξέρεις, αν θυμάσαι, τα γραπτά μου είναι μερικές φορές σαν ομολογίες, αν και ξέρω ότι ένας τέτοιος χαρακτηρισμός είναι κάπως αστείος. Από την άλλη, οι άνθρωποι δεν το καταλαβαίνουν, αλλά το ίδιο ισχύει και για τις φωτογραφίες και τις εικόνες που φτιάχνω.
Ας μην σε κουράζω με όλα αυτά. Η ζωή εδώ μερικές φορές είναι όμορφη, ενώ άλλες είναι μονότονη. Ίσως να αποφασίσω να εγκαταλείψω αυτό το μέρος, ίσως να γυρίσω πίσω. Τέλος πάντων... θα το σκεφτώ. Ελπίζω να με συγχωρήσεις αν φύγω.

Έχω φροντίσει πολύ τις φωτογραφίες μας. Ιδίως εκείνες στο χιόνι... είσαι πολύ όμορφη σ' εκείνες τις εικόνες, με κάνεις ακόμα να χαμογελάω. Αλλά πέρα από την ομορφιά της εικόνας, αυτό που μου λείπει είναι η φυσικότητά σου. Τα όμορφα ελαττώματα που τόσο απαλά σε χαρακτήριζαν... Το να δείχνω την αγάπη μου σ' εκείνα τα ελαττώματα ήταν η ισχυρότερη θεραπεία για μένα και θα ήθελα να το ξέρεις αυτό. Ίσως, τελικά, να είμαι υγιής. Αν δεν είναι υγιές το ότι χρειαζόμουν τόσο απλά πράγματα για να είμαι ευτυχισμένος, τότε τι θεωρείται υγιές;
Χρειάζομαι αρμονία, μάλλον. Μάλλον αυτό είναι. Αρμονία, αλλά ανάμεσα σε ανθρώπους, όχι στη μοναξιά. Θα έπρεπε να ωριμάσω μέσα στην κοινωνία, μάλλον... ίσως αυτό να βοηθούσε. Είμαι έξυπνος, ανάθεμά με... μπορώ να βρω λύσεις, και θα βρίσκω όσες χρειαστεί, ανεξάρτητα από το πόσες οδηγούνται στην αναίρεση κατά την πορεία μου... Πρέπει να τα καταφέρω, και αρνούμαι να κάθομαι κλεισμένος εδώ μέσα μιλώντας σε έναν άνθρωπο που δεν υπάρχει, με καταλαβαίνεις; Αρνούμαι να το δεχτώ. Έτσι κι αλλιώς μ' άφησες μόνο μου, γιατί να ανοίγομαι έτσι σ' εσένα; Άντε γαμήσου, επιτέλους.

Με συγχωρείς. Είναι μάταια τα ξεσπάσματα. Κάθε φορά υπόσχονται πολλά, αλλά τελικά δεν αλλάζουν τίποτα. Καμιά κατάσταση σαν τη δική μου δεν άλλαξε ποτέ σε μια στιγμή εξαιτίας ενός ξεσπάσματος... Υπάρχουν, όμως, τέτοιες καταστάσεις οι οποίες όντως άλλαξαν! Το πιστεύω, μου το έχουν πει!
Συγνώμη για πριν. Η αλήθεια είναι ότι με φθείρεις ανάμεσα σε όλα τα άλλα... αν ήσουν εδώ θα ήθελες να βασανίζομαι έτσι; Μερικές φορές νιώθω ότι σου χρωστάω αυτή τη διχόνοια... νιώθω ότι πρέπει να ξεπληρώσω την απώλεια με το πένθος μου, αλλά μάλλον πρέπει να βρω τη δύναμη να βάλω ένα τέλος σ' αυτό το μαρτύριο. Μόνο όταν νιώσω ότι το πένθος μου είναι αρκετό... μόνο τότε. 
Και ξανά... τι πιο υγιές απ' αυτό; Δώσε μου χρόνο μέχρι να σε αφήσω ελεύθερη... και όπως τότε, στάσου πλάι μου. Πρέπει να πιστεύω, με καταλαβαίνεις; Πρέπει!
Δεν είσαι παρά ένα φάντασμα, και αυτή είναι η αλήθεια. Δεν υπάρχεις καν σαν οπτασία, είσαι μόνο μια ανάμνηση και μερικές φωτογραφίες. Το δουλεύω, κοριτσάκι... και σκοπεύω να τα βγάλω πέρα...
Και σ' ευχαριστώ, δεν ξεχνάω τίποτα.

Υπάρχει ένα μονοπάτι μέσα στο δάσος, σ' αυτό το μικρό δάσος εδώ κοντά, εννοώ. Οδήγησα εκεί με το ποδήλατο, ώσπου έφτασα στην άκρη των δέντρων. Εκεί υπάρχει ένα άλλο σπίτι, το οποίο έχει έναν πλούσιο κήπο στην αυλή του. Σταμάτησα μπροστά στην είσοδο και ακούμπησα εκεί το ποδήλατο και πέρασα μέσα.
Δεν θα το έκανα ποτέ αυτό, αλλά νομίζω ότι η θέλησή μου να τραβήξω μερικές φωτογραφίες με έκανε να νιώσω ότι είχα μια κάποια δικαιολογία. Μια κυρία σηκώθηκε ανάμεσα από τα λουλούδια. Πριν ήταν σκυμμένη και δεν την είχα δει, φρόντιζε τον κήπο.
«Τι θέλετε;» Με ρώτησε.
«Καλημέρα. Θα ήθελα να βγάλω μερικές φωτογραφίες, αν δεν υπάρχει πρόβλημα».
«Είστε φωτογράφος; Από πού είστε;»
Της είπα ότι είμαι Έλληνας, της είπα ότι δεν είμαι φωτογράφος, αλλά συγγραφέας και ότι απλά ασχολούμαι με τη φωτογραφία. Της είπα το όνομά μου και μου είπε ότι κάπου είχε δει ένα βιβλίο μου... αργότερα, όταν μπήκαμε μέσα, αφού προσφέρθηκε να με κεράσει έναν καφέ ή ένα τσάι, μου έφερε εκείνο το βιβλίο μου στην ξενόγλωσσή του έκδοση. Το είχε σε ένα από τα ράφια της βιβλιοθήκης της.
Συζητήσαμε για λίγο... με ξέρεις, έχω την τάση να μιλάω για τον εαυτό μου, αλλά τώρα προσπάθησα να ελέγξω αυτό το... πρόβλημα, ας πούμε... Είχε μια σειρά από φωτογραφίες στον τοίχο του σαλονιού της, κι εγώ την ρώτησα ποιος ήταν ο άντρας κοντά της. Σχεδόν ήξερα την απάντηση, και μάλιστα σκέφτηκα ότι μπορεί να γινόμουν και αδιάκριτος με μια τέτοια ερώτηση, αλλά αποφάσισα να το ρισκάρω. Μου είπε ότι ήταν ο σύζυγός της που είχε πεθάνει πριν τέσσερα χρόνια. Παρέλειψα να αναφέρω ότι η γυναίκα εκείνη ήταν αρκετά μεγάλης ηλικίας. Τα μαλλιά της ήταν άσπρα και σγουρά, ενώ φορούσε μια άσπρη φούστα και μια ζακέτα. Προσπάθησα να την φανταστώ νέα, και σε ένα βαθμό τα κατάφερα, αλλά σύντομα εγκατέλειψα την ιδέα, αφού με έπιασε να την κοιτάζω επίμονα.
Τελικά με άφησε να φωτογραφήσω τον κήπο της. Την ρώτησα αν θα ήθελε να την φωτογραφήσω κοντά στα λουλούδια της, αλλά μάλλον δεν με είχε εμπιστευτεί σε τέτοιο βαθμό. Της είπα, ωστόσο, ότι μένω πέρα απ' το δάσος και ότι αν ήθελε μπορούσε να με επισκεφτεί καμιά φορά. Της περιέγραψα το σπίτι. Μου έγνεψε, και με τον τρόπο της -τον οποίο συμπάθησα- μου είπε ότι ίσως καμιά φορά να περνούσε να με δει. Τηλέφωνο, της είπα, δεν είχα. Ναι, είναι αλήθεια, δεν έχω βάλει ακόμη τηλέφωνο εδώ πέρα... και ακριβώς τη στιγμή που της το είπα, τότε το συνειδητοποίησα κι εγώ ο ίδιος.
Λίγη ώρα αργότερα πήρα τον δρόμο του γυρισμού.

Ήταν μια καλή μέρα. Υπάρχει κάτι που με προβληματίζει με τους ανθρώπους. Δηλαδή πολλά με προβληματίζουν με τους ανθρώπους, αλλά αυτό το συγκεκριμένο προέκυψε ξανά απόψε. Είναι το ότι η συντροφιά τους μπορεί να είναι πραγματικά πολύ όμορφη. Όλοι έχουμε τις εμπειρίες μας... κι εγώ συνήθως αρνούμαι μια τέτοια συντροφιά. Δεν ξέρω γιατί, απλά συμβαίνει πριν καν το καταλάβω. Νομίζω ότι φοβάμαι. Μάλλον δεν νιώθω αρκετά δυνατός για να σταθώ κοντά σε άλλους... δεν ξέρω τι ακριβώς είναι αυτό που φοβάμαι... Απλά δεν μπορώ να το κάνω.
Κι όμως, η κυρία Μπένετ, έτσι την έλεγαν, μου έδωσε τη δυνατότητα να είμαι ο εαυτός μου. Α, μάλλον δεν έχει να κάνει μ' εκείνους, αλλά με τον εαυτό μου. Και όπως σου είπα, το ότι αυτό που ήθελα ήταν να τραβήξω μερικές φωτογραφίες έφερε την κοινωνική επαφή σε δεύτερη μοίρα... νομίζω ότι αυτό λειτούργησε σαν μικρή υποστήριξη κατά κάποιο τρόπο.
Αλλά αναρωτιέμαι... πώς είναι οι δικές σου μέρες; Ξέρω ότι δεν θα απαντήσεις, έχω μάθει μέχρι τώρα ότι δεν απαντάς. Ελπίζω τουλάχιστον να ακούς... ή να διαβάζεις, μάλλον... ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων.
Δεν θα πεις τίποτα; Όχι;
Εντάξει. Ίσως να είναι καλύτερα έτσι. Εγώ, πάντως, φαντάζομαι τις μέρες σου ήσυχες, σιωπηλές. Βάζω στοίχημα ότι βρίσκεσαι στον παράδεισο, αν δεχτώ την ύπαρξή του. Κι αν δεν βρίσκεσαι εκεί, τότε σίγουρα βρίσκεσαι σε ένα όμορφο μέρος, αφού το πιστεύω ότι αυτό σου αξίζει. Κάποιες φορές αναρωτιέμαι αν με περιμένεις, κι αν όντως το κάνεις αυτό, τότε γιατί δεν με βοηθάς να σε βρω; Εννοώ... ξέρεις τι ψάχνω... Ψάχνω εσένα. Γιατί, λοιπόν, δεν κάνεις κάτι γι' αυτό;

Πέρασα τις φωτογραφίες μου στον υπολογιστή πριν από λίγες ώρες. Νομίζω ότι είναι απλά μέτριες, αλλά πάντα βοηθάει το να αντιλαμβάνεσαι ότι έχεις βελτιωθεί έστω και λίγο. Πέφτει η νύχτα έξω... κι εγώ σε σκέφτομαι ξανά. Ας μην αρχίσω πάλι, δεν ωφελεί... Σε λίγο θα είναι εδώ ο κύριος Τζόνσον με τη γυναίκα του. Ελπίζω να περάσουμε καλά. Αγόρασα ποτήρια και ένα ακριβό ουίσκι, ελπίζω να του αρέσει. Θα τα πούμε αργότερα, σ' αγαπάω, γεια σου.

Είναι αλήθεια ότι δεν έπαψαν οι έγνοιες μου χθες το βράδυ. Θέλω να πιστεύω ότι ήμουν καλή παρέα για τον κύριο Τζόνσον και τη γυναίκα του, την Ανέτ. Έφυγαν γύρω στις εννιά και μισή... κάτι που για εμάς τους Έλληνες μάλλον θα θεωρούνταν νωρίς. Ήπια λίγο ουίσκι μαζί τους, νομίζω ότι περάσαμε καλά. Δεν μίλησα για σένα.
Το αναφέρω συχνά αυτό, πάντως. Ίσως στην πραγματικότητα να θέλω πολύ να μιλήσω σε κάποιον. Παράτησα τα πάντα φεύγοντας από την Ελλάδα... ακόμη και την θεραπεία. Σκέφτηκα ότι... δεν ξέρω τι σκέφτηκα. Ή μάλλον ξέρω. Σκέφτηκα πολλά πράγματα. Όπως ότι ίσως να έβρισκα εσένα... ή ότι ίσως, πλέον, να τα κατάφερνα μόνος μου, χωρίς καμιά θεραπεία. Και δεν με αφορά όποιος με θεωρεί άρρωστο, δεν ενδιαφέρομαι γι' αυτούς. Μετράει για μένα ό,τι αποφασίσω εγώ ότι μετράει, κι αυτό είναι όλο. Τα πάντα είναι στο χέρι μου, ίσως όχι ο κόσμος, αλλά η ζωή μου, και δεν αφήνω κανέναν πούστη να με περιορίσει με μερικές λέξεις. Όταν ξέρεις, όπως εμείς οι συγγραφείς, ότι οι λέξεις έχουν βάρος, ίσως τότε να μπορείς να τις ζυγίζεις καλύτερα... μετά από πολλή δουλειά, ίσως.
Αυτό το γράμμα μοιάζει να μην τελειώνει ποτέ... δεν ξέρω, νιώθω ότι σε κουράζω. Θα γράφω όσο με παίρνει να γράφω, είμαι σίγουρος γι' αυτό, τίποτα δεν θα μου πάρει μακριά την τέχνη μου. Αν μη τι άλλο, είναι το μόνο που έχω τώρα πια, αφού όλα τα υπόλοιπα με πρόδωσαν.
Για να αλλάξω θέμα, πάντα περίμενα από τον πατέρα μου να με καταλαβαίνει καλύτερα. Δεν ξέρω γιατί. Μάλλον ήταν περισσότερο επιθυμία και ευχή, παρά οτιδήποτε άλλο. Ίσως και ανάγκη. Θυμάμαι τότε που δούλευα σ' εκείνο το μαγαζί... είχα δουλέψει για ένα εξάμηνο. Είχα γίνει πολύ φίλος με το αφεντικό, τον Μιχάλη. «Μπορώ να είμαι ο εργοδότης σου», μου είπε μια μέρα, «αλλά όχι ο πατέρας σου». Γάμησέ μας, σκέφτηκα, κομμάτια μ' έκανε. Έτσι κάνεις το λάθος, πριν καν το καταλάβεις. Ο πατέρας μου είναι απλά... Το μόνο που περιμένω ακόμα να περάσω είναι η θλίψη μου για τον θάνατό του. Έτσι περιμένω τις δυσκολίες, με ανοιχτές αγκάλες. Περιμένω να δω πώς θα αντιδράσω, να δω αν θα κυλήσω πάλι... Ίσως να ακούγονται λίγο σκληρά όλα αυτά, αλλά η ζωή είναι σκληρή, γιατί όχι κι εγώ; Για να το πω αλλιώς... κι εγώ, όπως και όλοι, δεν έχω επιλογή. Κι αν η επιβίωση σημαίνει να ξεχάσω ανθρώπους όπως ο πατέρας μου, τότε θα το κάνω. Εξάλλου... όσοι έχουν αντίρρηση, ας πρόσεχαν.
Πάνω απ' όλα προσπαθώ να μην ξεχάσω τον εαυτό μου, προσπαθώ να κάνω το καλύτερο που μπορώ να κάνω, κι αυτό είναι όλο. Προσπαθώ να μην βάλω την ζωή μου μέσα σε ένα κουτί, όπως προτείνουν οι θεραπείες... γάμησέ τους, δεν μου αρκούν. Να 'ξερες πόσες φορές έχω ευχηθεί να μην μου είχαν συμβεί όλα αυτά... κι αρχίζω να πιστεύω ότι πραγματικά έχω αρχίδια για να έχω φτάσει μέχρι εδώ. Θα την βρω την άκρη... θα το δεις, θα τα καταφέρω. Ίσως τότε να μην σε χρειάζομαι, πια, ίσως τότε όλα να τελειώσουν.
Κοιμήσου, κοριτσάκι, ηρέμισε λίγο. Σου είπα, πιστεύω ότι είναι ήρεμα εκεί που βρίσκεσαι, και τουλάχιστον για σήμερα, θα σε αφήσω ήσυχη να απολαύσεις τη μοναξιά σου, σαν σε όνειρο.

Πήγα πέρα από το δάσος σήμερα, πέρα από το σπίτι της κυρίας Μπένετ. Ήταν εκεί, και την χαιρέτησα πάνω απ' το ποδήλατο καθώς περνούσα. Στάθηκα στην άκρη και κοίταξα κάτω, τη θάλασσα. Πιο άκρη δεν γινόταν, εκεί ήταν το τέρμα, κι εσύ δεν ήσουν ούτε εκεί. Κάθισα στο βρεγμένο χορτάρι και σκέφτηκα με τις ώρες, μέχρι που άρχισε να σουρουπώνει. Όλα αυτά μοιάζουν τώρα πια τόσο ανόητα... δεν είναι παρά ανοησίες. Η απομόνωση στην αρχή έμοιαζε με κάτι το ιδανικό, αλλά τώρα βλέπω ότι κάτι λείπει. Πραγματικά, πιστεύω ότι είμαι υγιής. Πραγματικά το πιστεύω...
Γύρισα πίσω πριν λίγο, ευτυχώς δεν με έπιασε η νύχτα στον δρόμο. Κοίταξα τις φωτογραφίες μας ξανά και ένιωσα φόβο. Φοβόμουν ότι θα έχανα τον έλεγχο πάλι... πιο πολύ το έκανα για να με δοκιμάσω, να δω αν θα τα έβγαζα πέρα... Τώρα αναρωτιέμαι αν αυτό που μου έκανε κακό ήταν ο φόβος για το αν, ή το ότι όντως δεν μπορώ να χειριστώ τον εαυτό μου. Αδιέξοδο ξανά.
Υπάρχει κάτι που πρέπει να ξέρεις, τώρα πια. Θα έκανα τα πάντα για να σε αφήσω πίσω μου. Τα πάντα. Ίσως να πρέπει να γυρίσω πίσω... Για ακόμη μια φορά, δώσε μου λίγο χρόνο, θέλω να σκεφτώ.

Θεέ μου, πρέπει να έχουν περάσει μέρες από την τελευταία φορά που σου έγραψα. Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι έλειπα. Ναι, ήμουν έξω... ή μάλλον κάπου μέσα. Βαθιά μέσα στις σκέψεις μου, μέσα στο μυαλό μου.
Θυμάμαι όταν ξύπνησα κάποια στιγμή -δεν μπορώ να προσδιορίσω τον χρόνο, ούτε πόσες μέρες πέρασαν από τότε. Δεν ήξερα τι ώρα ήταν. Ήταν πρωί; Απόγευμα, μήπως; Μου έχει συμβεί ξανά να ξυπνήσω μετά από ένα όνειρο και να μην μπορώ να προσδιορίσω την ώρα, αλλά αυτό ήταν διαφορετικό. Ήταν σαν να είχα ξυπνήσει μέσα σε ένα όνειρο, και όχι μετά από αυτό.
Περπάτησα για λίγο μέσα στο σπίτι, αλλά ένιωθα περισσότερο σαν να ήμουν πρωταγωνιστής σε κουκλοθέατρο, λες και το σπίτι ήταν για κούκλες, αφού όλα έμοιαζαν ψεύτικα, σαν σκηνικό θεατρικής παράστασης. Ο καφές στην καφετιέρα έμοιαζε να είναι χάρτινος ή πλαστικός, η κουζίνα ήταν τακτοποιημένη στην εντέλεια, αν και δεν θυμόμουν να είχα φροντίσει εγώ για κάτι τέτοιο, κι όταν έριξα ξανά μια ματιά στο υπνοδωμάτιο, είδα ότι το κρεβάτι από το οποίο είχα σηκωθεί πριν λίγο ήταν κι εκείνο συμμαζεμένο. Σ' εκείνο το σημείο για κάποιο λόγο θυμήθηκα εσένα. Σκέφτηκα ότι ίσως να είχε έρθει η ώρα να σε συναντήσω, αλλά δεν ήξερα ακόμα ότι μόνο ξεγελούσα τον εαυτό μου για άλλη μια φορά.
Ο υπολογιστής ήταν ανοιχτός, όλα έμοιαζαν νεκρά, τα άψυχα πράγματα εδώ μέσα έμοιαζαν ακόμη πιο άψυχα... ό,τι κι αν σημαίνει αυτό... έμοιαζαν απλά στατικά. Η ατμόσφαιρα ήταν νεκρή, αλλά φρέσκια, κατά κάποιο περίεργο τρόπο. Άνοιξα την πόρτα και βγήκα στη βεράντα, μόνο για να διαπιστώσω ότι το σπίτι βρισκόταν μέσα σε ένα δάσος. Δεν καταλάβαινα τίποτα, πια, είχα παρανοήσει. Το μόνο που έβρισκα λογικό μέσα σ' όλα αυτά ήταν εκείνη η σκέψη... ότι ίσως να είχα έρθει ένα βήμα πιο κοντά σου, ίσως έτσι να εξηγούνταν όλα.
Περπάτησα μέσα στο δάσος. Καθώς αδυνατούσα να βρω τον δρόμο μου, σκέφτηκα ότι ίσως αυτό ο κόσμος στον οποίο τόσο παράδοξα είχα βρεθεί, να ήταν ο δικός σου κόσμος. Σκέφτηκα πως δεν σου άξιζε κάτι τέτοιο, ένας τόπος τόσο μουντός, τόσο σιωπηλός... Τί είδους γαλήνη ήταν αυτή;
Βρέθηκα μπροστά σε ένα νεκροταφείο. Νομίζω ότι ήταν το ίδιο με αυτό που υπάρχει εδώ κοντά, εκείνο που ανέφερα παραπάνω. Πέρασα τις μεταλλικές πόρτες και περπάτησα ευθεία, μέχρι που έφτασα στους τάφους. Τα περισσότερα ονόματα δεν φαίνονταν καθαρά πάνω στις πλάκες, πια. Μόνο εντόπισα μια πλάκα που ήταν καθαρή, καινούρια, και κανένα όνομα δεν ήταν χαραγμένο πάνω της.
Ένα κενό υπάρχει σ' αυτό το σημείο. Δεν ξέρω τί ακριβώς συνέβη, αλλά είχε αρχίσει να πέφτει η νύχτα όταν έπιασα τον εαυτό μου να κάθεται μπροστά σ' εκείνη την ταφόπλακα. Προσπαθούσα απεγνωσμένα, με πολύ μεγάλη ένταση, να χαράξω το όνομά μου πάνω της... παρόλο που χρησιμοποιούσα τα κλειδιά μου, είχα σχεδόν καταφέρει να χαράξω τα δύο πρώτα γράμματα. Θα πρέπει να είχαν περάσει ώρες όταν το συνειδητοποίησα.
Γέμισα ένταση μέσα μου, δεν ήξερα τί έκανα πια. Σηκώθηκα και περπάτησα μέσα στο νεκροταφείο χωρίς να ελέγχω τις σκέψεις μου. Το σκοτάδι έπεσε, κι εγώ βρέθηκα χαμένος μέσα του, να ανησυχώ, να αναρωτιέμαι και να προσπαθώ να καταλάβω... Είχα κυλήσει ξανά, όπως τότε. Ήμουν άρρωστος πάλι, ή μήπως συνέβαινε κάτι άλλο;

Την επόμενη μέρα άνοιξα τα μάτια μου στο πάτωμα του καθιστικού, στο σπίτι. Από εκείνη τη στιγμή και μετά πέρασα δύο μέρες παλεύοντας με το μυαλό μου, μάταια πάντα. Σκέφτηκα ότι ήμουν άρρωστος, ότι χρειαζόμουν βοήθεια. Πανικοβλήθηκα μ' αυτές τις σκέψεις. Βλέπεις, η απομόνωση έχει και το τίμημά της. Αυτό που με βασάνιζε ήταν η σκέψη ότι όντως υπέφερα, ότι όντως η σκέψη μου είχε παρεκκλίνει τόσο πολύ από την πορεία της που δεν είχα πολλές επιλογές πλέον, πέρα από το να ζητήσω βοήθεια. Έπρεπε να καταλάβω, αλλιώς θα τρελαινόμουν... και μέσα σ' όλα αυτά κατάφερα να ερμηνεύσω. Το μυαλό μου είχε παραλύσει, το ίδιο και η ψυχή μου. Το είναι μου προσπαθούσε να ζητήσει βοήθεια μέσα από εκείνο το παραλήρημα. Δεν υπάρχεις, και τώρα το ξέρω. Είσαι νεκρή, κι αυτή είναι η μόνη αλήθεια. Μέσα μου είναι αληθινό, αν και ο εαυτός μου στην επιφάνειά του αρνείται να το δεχτεί. Δεν ήταν ο κόσμος σου εκείνος στον οποίο βρέθηκα, αν είναι δυνατόν να επικοινωνήσουν οι ζωντανοί με τους νεκρούς... Ήταν ο δικός μου κόσμος, ο κόσμος στον οποίο ζω εδώ και τόσα χρόνια.
Η ερμηνεία αυτή -παρόλο που ήταν δική μου, προσωπική, υποκειμενική ερμηνεία- και η εμπιστοσύνη που της έδειξα, με βοήθησαν να ηρεμήσω.

Πέρασε η κυρία Μπένετ χθες. Ήρθε για την επίσκεψη που της είχα προτείνει. Την υποδέχτηκα και συζήτησα μαζί της, αλλά ένιωσα την ανάγκη να της ζητήσω συγνώμη που δεν μπορούσα ακριβώς να είμαι παρών για εκείνην.
Πέρασε ακόμη μια μέρα από τότε, κι εγώ βρήκα ξανά τον εαυτό μου να σκέφτεται όλα εκείνα. Ήταν ακόμη μια ταραχή, αυτό ήταν όλο, μόνο που τώρα πια είχε περάσει. Εγώ την είχα κάνει να περάσει, κι αρχίζω να πιστεύω ότι ξέρω τον τρόπο για να το νικάω, για να το νικήσω μια και καλή. Η ζωή μου είχε πάρει τον δρόμο της εδώ και πολλά χρόνια. Χτύπησα πολλά αδιέξοδα, ένα με την υγεία μου, ένα άλλο με τον θάνατό σου... τώρα, όμως, ξέρω ότι μπορώ κάθε φορά να νικάω. Έτσι κι αλλιώς, μέχρι τώρα μόνο νίκες έχω να θυμάμαι, καμιά ήττα, κι αν λύγισα, σίγουρα δεν έσπασα ακόμα.
Έχω πάρει τις αποφάσεις μου, πια, και ξέρω ότι έχω μια μικρή ζωή στα χέρια μου, τη δική μου. Κάποια στιγμή θα τελειώσει, και στόχος από 'δω και πέρα είναι να κάνω ό,τι μπορώ. Και για κάποιο λόγο πιστεύω ότι μπορώ να κάνω ακόμη περισσότερα απ' όσα έχω ήδη κάνει, τελειώνοντας οριστικά με το κάθε αδιέξοδο. Προσπαθώ να σου πω ότι φεύγω, Χριστίνα. Θα γυρίσω πίσω, και είμαι σίγουρος ότι θα το εκτιμήσεις αυτό. Έχω ήδη ετοιμάσει τα πράγματά μου. Οι βαλίτσες μου βρίσκονται ακριβώς εδώ, δίπλα στο γραφείο μου... Χθες αποχαιρέτησα την κυρία Μπένετ και τον κύριο Τζόνσον και την οικογένειά του. Τους είπα ότι θα έρθω ξανά κάποια στιγμή... ίσως την άνοιξη. Είμαι σίγουρος ότι αυτή δεν είναι η τελευταία φορά που σου γράφω, αλλά είμαι σίγουρος ότι είναι η τελευταία που το κάνω μ' αυτόν τον τρόπο. 
Σ' αγαπάω, τώρα όμως πρέπει να φύγω.
Θα σου γράψω ξανά εν καιρώ.
Αντίο.

Ανάμεσα σε Δαίμονες (Μέρες στην παράξενη πόλη)

Ένα διήγημα του Κωνσταντίνου Δ. Μαρτίνη
Μέρα 1η
 
Έφτασα βράδυ. Δεν ξέρω τι συνέβη, αλλά το αυτοκίνητο δεν ξαναπήρε μπρος. Προσπάθησα πολλές φορές γυρνώντας το κλειδί, αλλά δεν κατάφερα να ξεκινήσω τη μηχανή. Τελικά βγήκα έξω και περπάτησα. Ήμουν κοντά στην είσοδο της πόλης ακόμη, και δεν ήξερα καθόλου πώς να βρεθώ κοντά στο κέντρο, κοντά σε κάποιο ξενοδοχείο, ίσως. Για κάποιο λόγο –έτσι ένιωσα, μάλλον- έστριψα δεξιά στον πρώτο δρόμο που βρήκα. Ήταν μια μεγάλη ευθεία, κι εγώ μπορούσα να δω σχεδόν μέχρι το τέρμα της, καθώς οι λάμπες του δρόμου ήταν αναμμένες. Στα αριστερά και στα δεξιά υπήρχαν κυρίως χαμηλά σπίτια, αλλά και μερικά ψηλότερα κτίρια. Άρχισα να περπατάω.
Σε λίγο βγήκε αέρας έντονος, δυνατός. Τον ένιωθα πάνω μου, ένιωθα τον ήχο του στα αυτιά μου, το βουητό του, και σε λίγο τα δέντρα που υπήρχαν γύρω άρχισαν να λυγίζουν σχηματίζοντας καμπύλες σε τέτοιο βαθμό, που οι κορυφές τους σχεδόν άγγιζαν το έδαφος. Έβαλα τα χέρια μου στις τσέπες του πανωφοριού μου και προσπάθησα να κρατηθώ από πάνω μου, από φόβο μήπως εκείνος ο αέρας λυγίσει κι εμένα όπως και τα δέντρα. Αλλά δεν ξέρω πώς και γιατί… κάτι με έκανε να θέλω να κοιτάξω πίσω μου. Ήταν λες και ένιωθα ότι με παρακολουθούσαν, σαν να είχα την αίσθηση ότι κάποιος θα μου έκανε κακό. Ταυτόχρονα, όμως, ένιωθα τη μοναξιά…
Ο δρόμος ήταν άδειος, τα σπίτια τάφοι, ήσυχα, αλλά να… εκεί πάνω υπάρχει φως σε ένα παράθυρο. Ναι, υπάρχουν άνθρωποι που ζουν σ’ αυτόν τον τόπο, σκέφτηκα. Ίσως τελικά να μην είμαι μόνος. Και δεν ξέρω γιατί όλα μοιάζουν σαν εφιάλτης, αλλά σίγουρα θέλω όλα να τελειώσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, δεν αντέχω τον αέρα, το μανιασμένο βουητό του… και ξαφνικά νεκρική σιγή έπεσε. Ο αέρας κόπασε, το βουητό σταμάτησε, τα σπίτια παρέμειναν τάφοι, μια σκιά εμφανίστηκε σ’ εκείνο το παράθυρο. Πρώτα έμοιαζε να στέκεται ακίνητη, αλλά ύστερα κινήθηκε, κι εγώ φαντάστηκα μια νεαρή κοπέλα να χορεύει. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ήταν η πρώτη εικόνα που μου ήρθε στο μυαλό. Κάτι άλλο, όμως, τράβηξε την προσοχή μου. Κάτι κινούνταν στο βάθος του δρόμου. Μισόκλεισα τα μάτια μου και κοίταξα καλύτερα. Ήταν ένας άνθρωπος ψηλός, πανύψηλος, λεπτός σαν μια γραμμή από μολύβι πάνω σε χαρτί. Στάθηκε στο κέντρο του δρόμου, κι εγώ νόμιζα ότι με κοιτούσε. Κι ύστερα εκείνος λύγισε, ακριβώς όπως είχαν λυγίσει τα δέντρα πριν από λίγο. Μετά απλά έφυγε.
Κάτι με έκανε να τρέξω προς το μέρος του, δεν ξέρω τι, μάλλον ήθελα να του μιλήσω. Έτρεξα, άφησα πίσω μου τα δέντρα και την κοπέλα που χόρευε στο παράθυρο, και έφτασα στο τέρμα του δρόμου, πάνω στη στροφή, εκεί όπου υπήρχε ένα ξενοδοχείο απ’ ό,τι είδα. Η πινακίδα του φώτιζε ένα μεγάλο κομμάτι του δρόμου, κι εγώ χώθηκα κάτω από εκείνο το φως και ένιωσα ζεστασιά μόλις είδα κάποιον να κάθεται στη ρεσεψιόν, ακριβώς πίσω από την ξύλινη πόρτα με τα μικρά τζάμια. Νόμιζα ότι μου χαμογελούσε εκείνος, γι’ αυτό και του χαμογέλασα κι εγώ, κρύβοντας μέσα μου σκέψεις καχυποψίας.
Μπήκα στο ξενοδοχείο.
 
 
 
 
 
 
 
 
Μέρα 2η
 
 
Την επόμενη μέρα ήρθε η άνοιξη. Βγήκα έξω και περπάτησα στην παράξενη πόλη. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, ως άνοιξη, φαντάζομαι. Ήταν πρωί ακόμα, και μάλλον ήταν Κυριακή. Δηλαδή είτε ήταν Κυριακή, είτε οι συνθήκες που επικρατούσαν με έκαναν να νιώθω σαν να ήταν Κυριακή. Χμ! Ήταν όμορφα. Ποιες ήταν αυτές οι συνθήκες, όμως; Ίσως το ότι δεν έβλεπα ανθρώπους έξω, αν και στην πραγματικότητα, δεν ήξερα τα έθιμα της πολιτείας για να μπορώ να μιλήσω καθαρά επ’ αυτού. Ήταν όμορφα, πάντως. Καθώς περνούσα κάτω από ένα κτίριο, άκουσα ένα ραδιόφωνο. Κοίταξα ψηλά, αλλά δεν είδα κανέναν στα μπαλκόνια. Το ραδιόφωνο, πάντως, ήταν μια ακόμη ένδειξη ζωής. Όμορφη μέρα, όλη δική μου για να την περάσω μέσα σε δημιουργική μοναξιά. Δική μου μοναξιά και αίσθηση αμοιβαιότητας. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό, αλλά είναι λέξεις που μ’ αρέσουν.
Πέρασα έξω από ένα σχολείο… ή μήπως ήταν πανεπιστήμιο; Δεν πρόλαβα να δω κάποια επιγραφή, μάλλον απομακρύνθηκα σχετικά γρήγορα. Λουλούδια υπήρχαν σε μερικά παρτέρια… μύριζαν όμορφα. Ξαφνικά ένιωσα μια παρουσία δίπλα μου. Ήταν μια φοιτήτρια, ένα κορίτσι. Αγνή, ή διεφθαρμένη και ελκυστική, ήταν όμορφη.
«Να σου κάνω μια ερώτηση;» Μου είπε.
«Ναι, βέβαια», της είπα εγώ.
«Εμείς οι άνθρωποι, ο καθένας από μας, ως κοινωνικά όντα, ακολουθούμε μια ιδεολογία… δηλαδή, αργά ή γρήγορα συμβιβαζόμαστε με μια τέτοια, σωστά; Αν και εγώ θεωρώ ότι δεν ξέρω αρκετά πράγματα ώστε να έχω δική μου ιδεολογία…»
«Ναι, ίσως», της είπα.
«Η ερώτηση που θέλω να κάνω είναι η εξής», μου είπε. «Το να παρατηρούμε τα πράγματα μέσα από το πρίσμα μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας δεν περιορίζει το πεδίο της αντίληψής μας για τα πράγματα; Δεν περιορίζει την αναζήτηση της αλήθειας;»
Της χαμογέλασα. Τη θαύμασα για κάποιο λόγο.
«Αν αποδεχτούμε την άποψη ότι δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια, παρά μόνο πολλές υποκειμενικές, δικές μας αλήθειες, τότε αυτός ο συλλογισμός, ή σκέψη, ή ιδέα, απαντάει στο ερώτημά σου. Επομένως, ο καθένας βλέπει τα πράγματα μέσα από το πρίσμα της δικής του αλήθειας, και συνεπώς της δικής του ιδεολογίας».
«Ναι, αλλά εφόσον ο καθένας μας έχει την δική του αλήθεια, πώς γίνεται πολλοί άνθρωποι να ακολουθούν μια ίδια ιδεολογία; Και πώς μπορούμε να ταυτίσουμε την ιδεολογία με την υποκειμενική αλήθεια, ή να θεωρήσουμε ότι αυτή είναι μέρος της; Ακόμη, το ότι δεν υπάρχουν αντικειμενικές αλήθειες δεν αποτελεί μια αντικειμενική αλήθεια;»
Δεν ήμουν αρμόδιος να της απαντήσω. Κι εκείνη στάθηκε δίπλα μου, κι εγώ σταμάτησα κοντά της και αντίκρισα τα σουφρωμένα χείλη της, έκφραση όλο απορία, και νομίζω ότι την ερωτεύτηκα.
«Λυπάμαι», της είπα, «αλλά αλήθεια… δεν ξέρω να σου απαντήσω. Θα μπορούσα να σ’ αγαπήσω, όμως, αν αυτό σου φτάνει».
Εκείνη μου χαμογέλασε.
«Δεν μοιάζεις έτοιμος», μου είπε, «να αγαπήσεις. Οπότε ας το αφήσουμε για την επόμενη φορά που θα συναντηθούμε».
«Είναι αυτό κάτι οριστικό;»
«Δεν υπάρχει κάτι οριστικό ως την επόμενη φορά», μου είπε. «Πρέπει να φύγω τώρα. Τα λέμε».
Και μετά έφυγε.
 
Μέρα 3η
 
 
Το φθινόπωρο έφτασε την τρίτη μέρα. Κατέβηκα τη σκάλα και βρέθηκα στην είσοδο του ξενοδοχείου. Ο άνθρωπος που στεκόταν πίσω από τον πάγκο της ρεσεψιόν χαμογελούσε ακόμη. Φορούσε ένα μακρύ και στρογγυλό καπελάκι στο κεφάλι του, το οποίο κρατιόταν στη θέση του με ένα λουράκι που περνούσε κάτω απ’ το σαγόνι του, και φορούσε, επίσης, τη στολή της δουλειάς του. Μου έγνεψε όταν στάθηκα μπροστά του, κι εγώ τον χαιρέτησα. Θα βγείτε έξω, με ρώτησε. Ναι, του είπα εγώ, θέλω να βγω έξω. Εσείς τι θα κάνετε; Τη δουλειά μου, είπε. Έχετε πολλούς πελάτες; Έχουμε… κατά καιρούς…
Βγήκα έξω στον δρόμο και περπάτησα. Ήταν νωρίς το πρωί ακόμη, κι εγώ είχα κοιμηθεί λίγες ώρες. Ένιωθα ξεκούραστος, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα, γιατί λίγα λεπτά αργότερα ένιωσα το σώμα μου να βαραίνει. Είχε ομίχλη, και η ορατότητα δεν ήταν καλή. Περπατούσα αργά. Ήλπιζα να συναντήσω έναν άνθρωπο. Ίσως εκείνη την κοπέλα που είχα δει και την προηγούμενη μέρα. Ίσως τώρα να ήμουν έτοιμος για εκείνην.
Παντού υπήρχε ησυχία, νομίζω ότι η ομίχλη απορροφούσε όλους του ήχους, αν κάτι τέτοιο ήταν δυνατό να συμβαίνει. Η ομίχλη έμοιαζε ζωντανή, σαν να ανέπνεε. Ένιωθα πάνω μου την ανάσα της να υγραίνει το δέρμα και τα ρούχα μου. Έμοιαζε να ταξιδεύει, να μετακινείται μέσα στην πόλη, και να κατευθύνει εμένα σε μέρη που δεν γνώριζα. Δεν ήξερα πού βρισκόμουν πια, αλλά ξαφνικά άκουσα –ή μάλλον ένιωσα- ένα υπόκωφο βουητό, που ούτε καν μπορούσα να φανταστώ τι θα μπορούσε να είναι. Κι ύστερα φωνές. Άκουσα πολλές φωνές, μικρών παιδιών, μάλλον, και μουσική. Κάποιο πάρτι, ίσως… Ή κάποια γενέθλια… Ή κάποιο πανηγύρι. Διέκρινα στην απέναντι πλευρά του δρόμου μια παιδική χαρά, και πλησίασα για να δω καλύτερα. Παιδιά φαντάσματα έπαιζαν απελπισμένα, γονείς που έκλαιγαν κάθονταν στα παγκάκια, αδέρφια που πονούσαν και μετάνιωναν, τάφοι δίπλα στις κούνιες. Εικόνες οδύνης, παράξενη πόλη.
Περπάτησα κι άλλο, χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω, χωρίς να έχω την αίσθηση του χρόνου. Κοίταξα το ρολόι μου, αλλά οι δείκτες είχαν σταματήσει, λες και όλα είχαν τελειώσει, πια. Κατάφερα, ωστόσο, να βγω απ’ την ομίχλη. Την άφησα πίσω μου, σαν ένα εμπόδιο που ξεπεράστηκε, μια πληγή που είχε πάψει να είναι νωπή. Και τώρα βρέθηκα κάτω από έναν ασημένιο ουρανό, κάτω από ένα ασημένιο πέπλο. Χαμογέλασα όταν το αντίκρισα, και άπλωσα το χέρι μου για να το αγγίξω, αλλά δεν τα κατάφερα, δεν το έφτασα. Ήθελε λίγο ακόμα… αλλά δεν μπορούσα να φτάσω. Ένα αεράκι με έσπρωξε προς το βορρά, και κοίταξα κάπου έξω απ’ την πόλη τώρα πια, πέρα, μακριά. Δέντρα. Ψηλά δέντρα. Ένα δάσος. Μυστηριώδες και σκοτεινό, μαγικό… τρομακτικό και ελκυστικό, ήταν για να διεγείρει τις αισθήσεις σου, κι εγώ βρισκόμουν στη άκρη ενός δρόμου, και ξανά το βουητό, αλλά τώρα χωρίς τις παιδικές φωνές, μόνο το βουητό, όλο και πιο έντονο και δυνατό, και το κεφάλι μου πάει να σπάσει, και στο βάθος εμφανίζεται εκείνος ο ψηλός άνθρωπος, και με πλησιάζει, και απλώνει μπροστά μου τη σελίδα μιας εφημερίδας, κι εγώ την κρατάω στα χέρια μου και βλέπω τη φωτογραφία της κοπέλας. Είναι νεκρή, μου λέει ο ψηλός άνθρωπος, κι εγώ τον κοιτάζω θυμωμένος, και του λέω ότι δεν τον φοβάμαι και ότι δεν τον πιστεύω, κι εκείνος γέρνει από πάνω μου. Σκέφτηκα ότι το έκανε για να επιβληθεί, αλλά εγώ δεν τον άφησα. Άθελά μου, δηλαδή… με τρόμαξε, ήταν αλήθεια, πολύ, αλλά η αντίδρασή μου ήταν τέτοια που κι οι δυο μας οπισθοχωρήσαμε. Μετά εκείνος γύρισε κι έφυγε, κι εγώ κοίταξα την εφημερίδα και τη φωτογραφία της κοπέλας… Τότε σκέφτηκα ότι επρόκειτο για ένα φθινόπωρο που θα κρατούσε για πάντα.
Ήθελα πολύ να ακολουθήσω τον ψηλό άνθρωπο, αλλά είχα ένα προαίσθημα το οποίο μου έλεγε ότι δεν έπρεπε να το κάνω, ότι δεν έπρεπε να πάω εκεί που πήγαινε εκείνος. Τον είδα να χάνεται μέσα στο δάσος, ανάμεσα στα δέντρα, ώσπου εξαφανίστηκε. Δεν ήξερα πού βρισκόμουν, πια, δεν ήξερα προς τα πού πήγαινα. Το μόνο που μετρούσε τώρα ήταν η φυγή. Έπρεπε να φύγω. Με έπιασε απελπισία. Εκείνη είχε πεθάνει, κι εγώ, τόσο αδύναμος κι ανόητος, την είχα ερωτευτεί, απλά και μόνο επειδή εκείνη είχε θέσει μια ερώτηση. Ο θάνατός της ήταν η τιμωρία μου για όσα είχα νιώσει, πράγματα που τώρα πια είχα απαγορεύσει στον εαυτό μου. Απογοήτευση στην απογοήτευση, και μια πίκρα έμενε στο τέλος, αγκάθια πάνω σε ένα τριαντάφυλλο, ομορφιά που την πλήρωνες ακριβά, θλίψη και θυμός. Κι εκείνη νεκρή. Τι ήταν εκείνη η παράξενη πόλη; Γιατί με τιμωρούσε έτσι; Ποιος μάγος με κατηύθυνε, ποιος δαίμονας, ποιος θεός;
Χάθηκα στην πόλη, και περιπλανιέμαι ακόμη. Έτυχε να μπω σε ένα εστιατόριο για μια στιγμή, και βρήκα εκεί ένα μπλοκ κι ένα μολύβι, και τώρα γράφω. Κάνω αυτό που θα ήθελα να κάνω καλύτερα, ώσπου να βρω τον δρόμο μου και να ξεγελάσω τους δήμιους μου, τους δολοφόνους, τους μάγους που με τιμώρησαν. Ανάμεσα σε δαίμονες, βρίσκω κι εγώ στιγμές ευτυχίας, ανάμεσα σε στιγμές πόνου, μερικές στιγμές ηδονής και ευχαρίστησης, κι ύστερα πόνος ξανά. Κλείνω τα μάτια και ταξιδεύω, κι ύστερα ξανά στην πόλη που θα μας ξεπλύνει από κάθε αμαρτία, που θα μας εξιλεώσει μέσω της κάθαρσης, μέσω της τιμωρίας. Γλυκιά τιμωρία, τέλος στον πόνο της ενοχής.
 
 
30 Απριλίου 2010
Τελευταία μέρα στην Παράξενη Πόλη